Στιγμιότυπα του σώματος
![]() |
Στάθης Κουτσούνης
Στιγμιότυπα του σώματος
Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2014 |
Ποιήματα
Κριτική
«Στην πηγή των μηρών σου
«Το κορμί σου στα χέρια μου ζύμη
Τολμηρές μεταφορές και κανονικά μέτρα (εδώ έχουμε τον ανάπαιστο) κυριαρχούν σε πάρα πολλούς στίχους αυτής της συλλογής. Στο «Εν αναμονή», ερωτικό ποίημα, έχουμε έναν κανονικό αμφίβραχυ στον τελευταίο στίχο: «στη στίλβη της άδηλης όψης σου» (σελ. 17) …
«Δεν είμαι εκείνος που ήμουν
πάντα μια Κίρκη αδιάκοπα
Επίσης στην «Ουτοπία»:
«Η αιωνιότητα με ζαλίζει
μες στης φθοράς την αγκαλιά
Και βέβαια δεν είναι σολιψιστής, το «εκτός» αποτελεί ένα διαρκές ερέθισμα, είτε ως «άλλος» είτε ως «περιβάλλον», αστικό ή επαρχιακό, στο οποίο εντάσσεται και αυτό που έχουν τραγουδήσει οι ποιητές, σε παλιότερες, ρομαντικές εποχές, ως φύση. Παραθέτουμε την «Άνοιξη».
«Ανοίγει ο καιρός
η μέρα χαράζει
και παρακεί
Και ένα ακόμη απόσπασμα, από την «Επαρχία».
«Γεροντοκόρη με ωραίες ρυτίδες
κι όταν την πιάνει απελπισία
τα παιδιά της» (σελ. 27).
Στην «Ψηλοτάκουνη γόβα», ποίημα εμπνευσμένο μάλλον από τις «Δούλες» του Ζαν
«…
«Αγωνιά η σελίδα για την πένα
το ποίημα τρέμει
όπως πουλί μαδημένο το φτέρωμά του
Στην έκτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, το σώμα πρωταγωνιστεί, όχι ως απουσία, αλλά ως αδήριτη παρουσία, βασανιστική, ανυπέρβλητη, καταδυναστευτική, υπερβάλλουσα, αλκαλική και όξινη. Στο ποίημα «Ουτοπία» δηλώνει: «η αιωνιότητα με ζαλίζει // μες στης φθοράς την αγκαλιά / μ’ ασφάλεια τον χρόνο μου θηλάζω» (σ. 23). …
και μόλις άνοιξα τα μάτια
είδα την μαύρη τρύπα
Ο Στάθης Κουτσούνης, με την τελευταία ποιητική συλλογή του, Στιγμιότυπα του σώματος, στερεώνει τη φήμη του ως κατεξοχήν σωματοκεντρικού ποιητή. Η ποίησή του αποτελεί ανάπτυγμα του σεφερικού προτάγματος «ο ποιητής κατά βάθος έχει ένα θέμα: το σώμα του». Στον Κουτσούνη το σώμα μεταμορφώνεται σε δέντρο, δάσος και σε πολλά άλλα, πολυεργαλείο ευέλικτο για μικροθαύματα, πλεούμενο στο χρόνο. Η αλληγορία του στη «Σπονδή», σταυρόλεξο που φτάνει κανείς στο τέλος χωρίς να μπορεί να το λύσει οριστικά και πρέπει να επαναγνώσει για να γνώσει. Εξαίρετη η σκηνοθεσία στο «Είδωλο» με το διδακτικό επιμύθιο. «Αυτό το δέντρο το πήρα για άνθρωπο. Δεν έκανα λάθος», λέει κάποιος ποιητής. Κι ο Κουτσούνης ετάχθη δασοφύλακας στοργής που προστατεύει τα δέντρα από τον μπόγια ξυλοκόπο. Οι φωτιές του 2007-2008, στη γενέτειρά του, την Ολυμπία, καίνε ακόμα όπως της κουρσεμένης Τροίας, αλλά ο ποιητής αναδάσωσε αυτά τα καμένα μέσα στις νεροσυρμές των στίχων του. Η ποίηση του Κουτσούνη, με στέρεη αρχιτεκτονική, είναι ποίηση ανοιχτού χώρου, πνεύμονας πρασίνου. Ερωτοκεντρικότατη, με φιλοσοφικές διακλαδώσεις, με γοητευτικά φετιχιστικά, χαρίζει το μαγικό «Ραβδί»της για να ραβδοσκοπήσει ο μυημένος τον ρεαλιστικό συμβολισμό της, να εγκλωβιστεί στη μαγεία του «Κύκλου»της. Η πρωτοτυπία του «Εν δόξη», η διαρκής θλίψη του «Πένθους»είναι από τα καλλίτερα ποιήματα της συλλογής, ενώ σε πολλά άλλα ο Κουτσούνης αποδεικνύεται εξαίρετος μινιατουρίστας.
Τα «Στιγμιότυπα του σώματος» περιλαμβάνουν ολιγόστιχα ποιήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται για την λιτή, με κάποιες τολμηρές λεκτικές επιλογές, γλώσσα. […] Η απουσία στίξης συνηγορεί υπέρ της ενότητας των «τοπίων» αφήνοντας την υπόνοια ότι το ποίημα συνεχίζεται στο διηνεκές, μέσα στη σιωπή...
Μια ποιητική συλλογή με αγωνία για τη γραφή, τη ζωή, τον θάνατο και τον έρωτα. Η συλλογή αρχίζει με το ποίημα «Μεταφυσική»: η ποίηση εμφανίζεται να αποκτά υπόσταση μέσω του αναγνώστη, αφού το ποίημα, αν δεν διαβαστεί, θα μείνει αγέννητο και θα το καταπιεί το σκοτάδι.
Από το «αγέννητο» ξεκινά και η ζωή, από το σημείο μηδέν, ακριβώς τη στιγμή που μια πλημμύρα νερών φέρνει στο φως τον ποιητή. Εποχή δύσκολη, χειμώνας ήταν όταν άρχισαν όλα. Εν αρχή ην το χειμωνιάτικο φως, η γέννηση, και τα «σπασμένα νερά» που του χάρισαν τη ζωή:
Από πλημμύρα ερχόμουν
νερά σπασμένα που μ’ έβγαλαν έξω
και αντίκρισα χειμωνιάτικο φως
(«Χειμώνας»)
Σ’ αυτή τη μοναδική στιγμή επιστρέφει συχνά στη συλλογή. Βλέπει ξανά και ξανά τη γέννησή του, ζει πάλι την πρώτη ανατριχίλα όταν πρωταντίκρισε το φως. Ήταν κρύο πολύ όταν:
είδα τη μαύρη τρύπα
αρχή και τέλος
(«Η τρύπα»)
Σ’ αυτά τα ποιήματα, αλλά και σε όλη τη συλλογή, ο ποιητής εικονοποιεί το σώμα με όλες τις αισθήσεις του. Αναδύεται από παντού μια αίσθηση ροής, νερών τρεχούμενων, λαχάνιασμα και αγωνία φωτός. Αλλού αυτή η εικονοποίηση παίρνει τη μορφή της πατρότητας που του χάρισε το «πρώτο δώρο», κι αλλού του σωματοποιημένου έρωτα, της σεξουαλικής πράξης. Εμμονή με το σώμα, μια συνεχής διεκδίκησή του, πόθος, παραφορά και τάση επιστροφής στις δροσερές πηγές της αρχής μέσα σ’ ένα συνεχόμενα μεταβαλλόμενο τοπίο. Λες και θέλει ο ποιητής με τη μετάδοση αυτής της αίσθησης να αποπροσανατολίσει τον θάνατο, που τον νιώθει παντού, γύρω του, σε κάθε στιγμή:
φιλήδονα μπαινόβγαιναν τα δάχτυλά μου
μα αίφνης
μ´ έπιασε μια μελαγχολία
στον συνειρμό του τρύπιου σώματος
με τα δάχτυλα φίδια
(«Δαντέλα»)
Εμμονή με το σώμα, με τον θάνατο, με τον χρόνο. Τα ποιήματα της συλλογής σκιαγραφούν όλη την πορεία της ζωής: από το πρώτο φως στην παιδική ηλικία κι έπειτα στην ωριμότητα, χωρίς να λείπει και η αναφορά στο μέλλον, με πλήρη όμως συνείδηση της αναμενόμενης φθοράς:
Η αιωνιότητα με ζαλίζει
μες στης φθοράς την αγκαλιά
μ’ ασφάλεια τον χρόνο μου θηλάζω
(«Ουτοπία»)
Εμμονή με τον έρωτα και σε αυτή τη συλλογή, χωρίς ωστόσο το μαύρο να υπερκεράζει τη χαρά του έρωτα. Το νήμα της ζωής το τεντώνει πότε από την αρχή και πότε από το τέλος. Η γλώσσα του ερωτική και χυμώδης, γεμάτη φωνήεντα αλλά και σύμφωνα, τα οποία πότε έχουν γάργαρη ροή και πότε απεικονίζουν εφιαλτικά ό,τι βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα. Σε κάποιους στίχους παίζει με τους ήχους, μεταδίδοντας μια συγκεκριμένη αίσθηση, όπως του αργόσυρτου λαρυγγικού φθόγγου «γ»: «γιγάντια γυμνή γυναίκα». Ο έρωτας μεταμορφωμένος, με ποικίλες όψεις, με κυρίαρχο το ξανθό του χρώμα, δείχνει συχνά τα δόντια του και βγάζει τα νύχια του, σαν λύκος, σαν τσακάλι. Ο έρωτας δηλαδή στην επιθετική, κατακτητική του μορφή.
Εμβόλιμα και οι εποχές, με έντονη αίσθηση πεσιμισμού. Ο ποιητής ταυτίζεται μαζί τους, γίνεται μέρος της φύσης. Παγώνει το χειμώνα, ανατριχιάζει το φθινόπωρο και ετοιμάζεται να πέσει στο χώμα σαν τα φύλλα, ανανεώνεται την άνοιξη, αναζητά τη δροσιά το καλοκαίρι.
Εκπροσωπούνται όλες οι εποχές και συμβολίζουν μοναδικές στιγμές της ζωής του ποιητή. Όμως πίσω από όλες, ακόμα και από την άνοιξη, καραδοκεί ο άνεμος, ο ζόφος, το σκοτάδι, ο κάτω κόσμος. Το σώμα ως ύλη αλλά και η ενατένιση του τρόμου του άσαρκου σώματος, του ίσκιου που εγκαταλείπει το σώμα ή του σώματος που αποκόπτεται από τον αιώνιο συνοδό του και μένει μόνο η σκιά του στο χώμα, αποτελούν μοναδικής ποιητικής πνοής στιγμιότυπα στη συλλογή:
Επίμονα σχεδόν μ’ ακολουθεί
χωρίς να με ρωτάει
μπερδεύεται στα πόδια μου αμίλητος
άλλοτε πάει μπροστά άλλοτε πίσω
κι άλλοτε από τα πλάγια ξεφυτρώνει
ενίοτε με εξοργίζει
μα όποτε εξαφανίζεται
αισθάνομαι μισός
ώσπου μια μέρα εκεί που περπατούσα
ξεκολλάει από τα πόδια μου
και κοκαλώνει καταγής
πρώτη φορά τον έβλεπα αποκομμένο
να κείτεται ατάραχος
αμέσως ένιωσα σαν κάτι να μου λείπει
κοιτάζομαι πιάνομαι
αλλά δεν έχω σώμα
ένας ίσκιος είμαι
κι ο ίσκιος στο χώμα
το σώμα μου
(«Ο συνοδός»)
Ποικίλα είναι τα θέματα της ποιητικής συλλογής: τα δέντρα, η αριθμητική, οι εικόνες του παρελθόντος, ιδίως η μορφή του πατέρα του ποιητή. Ο ποιητής ξαναγυρίζει στις στιγμές του τελικού αποχωρισμού τους, καθώς ο πατέρας απομακρυνόταν προς τον Αχέροντα. Του αφιερώνει δύο ποιήματα, ως μία ενότητα, που αποτελούν αυθεντικές στιγμές συγκλονιστικής ποίησης:
σώπασε κι εξακολούθησε ατάραχος
να ψαχουλεύει επίμονα τις τσέπες του
ώσπου θολωμένος
με άδραξε απ’ το μπράτσο
γιε μου μού σώθηκαν όλα
μήπως σού βρίσκονται κέρματα για τα διόδια
(«Τα κέρματα»)
Στη συλλογή του Στάθη Κουτσούνη ανακαλύπτουμε πολλές ποιητικές στιγμές που ταυτίζονται με δικούς μας ανομολόγητους φόβους, πόνους ή πόθους. Ιδίως η σύλληψη του σώματος ως ταυτόχρονου δοχείου ηδονής και φθοράς, μας επαναφέρει οδυνηρά στη μόνη πραγματικότητα που δεν αλλάζει, όσες γενιές ανθρώπων κι αν περάσουν, όσες εποχές κι αν παρέλθουν: στη συνειδητοποίηση ότι με μια μικρή αντικατάσταση το σώμα γίνεται χώμα.
Η νέα ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη σου κόβει την ανάσα άλλοτε με τις καυτές πνοές της και άλλοτε με την παγερή ανάσα της. Ποίηση πρωτότυπη, δυναμική, εναγώνια, σου αφήνει, όταν φτάνεις στο τέλος της, μια δυνατή γεύση έρωτα και θανάτου. Ποίηση των αισθήσεων, σου χαρίζει ταυτόχρονα κι ένα δυνατό χαρμάνι ζωής. Την κλείνεις και νιώθεις ακόμα το λαχάνιασμά της, νιώθεις το βαθύ αποτύπωμά της μέσα σου, γιατί σε διαποτίζει με μια βαθιά ειλικρίνεια που σε καθηλώνει.
Αγάθη Γεωργιάδου
[περιοδικό Εμβόλιμον, τεύχος 75-76, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2015, σελ. 200-202]
Το «σώμα» στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη
Το πάθος και η στωική του αναπαράσταση