Η όγδοη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη,
Ρόδο σε καθρέφτη, είναι πολύ ώριμη, μικρογράμματη και χωρίς στίξη. Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση για να μη χάσει κάτι κατά την ανάγνωση. Οι προμετωπίδες με στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, «Ρόδο μου αμάραντο», και του Paul Celan, που μιλάει για τη σύντομη ζωή στο
Του Κανενός το Ρόδο, μας προετοιμάζουν για τα θέματα των ποιημάτων
[1].
Ο τίτλος εστιάζει στο ρόδο, που αντανακλάται στον καθρέφτη και στον καθρέφτη της συνείδησης, με όλη την πολυσημία του ποιητικού μοτίβου «ρόδο». Ο καθρέφτης-μνήμη, συχνά, πισωδρομεί στα παιδικά βιώματα, όπως φαίνεται στο ποίημα «Similia similibus», με τη σημείωση ότι τα όμοια με τα όμοια θεραπεύονται. Έτσι, παίρνει φωτιά η έμπνευση, με αναδρομή στο παρελθόν, τότε που ως παιδί τον τρόμαζαν τα ποιήματα… Στο ποίημα περιγράφεται η κατάσταση σε τέσσερις στίχους και ακολουθεί η ομοιοπαθητική θεραπεία σε δεκατρείς στίχους εξοικείωσης με το «θηρίο» της λέξης και της ποίησης. Σαν τεχνίτης ψαράς, ο ποιητής ψαρεύει τις κατάλληλες λέξεις και ως επιδέξιος της γραφής τις τοποθετεί με ξεχωριστές λεκτικές επισυνάψεις στο σώμα του ποιήματος, «συστήνοντας ξανά τον κόσμο». Αυτό αναδεικνύει και τη δομική οργάνωση του ποιήματος και όλης της συλλογής. Εδώ, στους δύο επόμενους στίχους και στον επόμενο μετεωρισμένο, αφενός, ολοκληρώνεται το ποίημα και, αφετέρου, ανοίγεται ο δρόμος στην ποιητική γραφή του δημιουργού. Έτσι, ανοίγει η αυλαία στην ποίηση του Κουτσούνη, με το δικό του ήθος και ύφος γραφής.
Ο ποιητής βρήκε τη θεραπεία από τον φόβο της ποίησης με την ίδια την ποίηση. Και, καθώς η γραφή είναι ύπαρξη, ο ποιητής ανοίγεται σε αυτήν, δημιουργώντας νέους κόσμους. Πρόκειται για ποίηση που δεν υπόκειται σε εύκολες συνταγές, την οποία θα προσπαθήσω να διαπλεύσω, αναδεικνύοντας θέματα, συναισθήματα και την τέχνη της γραφής του δημιουργού.
Το πρώτο ποίημα, «Η καλλονή», θεωρώ ότι είναι ποίημα ποιητικής. Η καλλονή-ποίηση δεν είναι εύκολη υπόθεση, είναι «απρόβλεπτη» και ερωτοτροπεί «με τους ηττημένους» ή προσπαθούν οι λέξεις να ξεφύγουν από τον «δεσμοφύλακα» της γραφής, αν και ο δεσμοφύλακας-ποιητής θαρρεί πως έσπασε τα δεσμά και βρήκε την αρχή και το τέλος, κρατώντας τον μίτο της Αριάδνης. Ο Κουτσούνης δημιουργεί ποιητικούς σπινθήρες με την τέχνη της γραφής του, που γίνεται έρωτας και πάθος, κατάκτηση του άυλου, που μεταπλάθεται σε υλικό, σε ποίημα. Με την κατακλείδα-επιμύθιο, μας προετοιμάζει για την αμφισημία της ομορφιάς της ποίησης, «λεπίδα μαχαιριού». Σε δεκαεννέα στίχους των τεσσάρων στροφών (2, 8, 7 και 2), άνοιξε το εργαστήρι της γραφής του και της ψυχής του, πάνω στη λευκή σελίδα. Εκεί στήνει τα ξόβεργά του για να παγιδεύσει την «καλλονή», την ποίηση! Και σε άλλο ποίημα, με τίτλο «Δυστοκία» κάνει λόγο για το δύσκολο εγχείρημα της γραφής, μέσα από μια συγκριτική εικόνα, της αθώας μικρής κόρης του, που εύκολα γεμίζει τη σελίδα με τα πρώτα της γράμματα, έστω και ανορθόγραφα, ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε αγώνα δύσκολο, καθώς ψάχνει να βρει την καίρια λέξη για να δαμάσει «το θηρίο» της ποίησης.
Η ποίηση τρέφεται με μνήμες και αφηγήσεις ζωής, όπως φαίνεται στο επόμενο ποίημα, με τίτλο «Πόλεμος», που συγκροτείται, επίσης, από δεκαεννέα στίχους (4+6+6+3) και τέσσερις στροφές. Η ποιητική αφήγηση μάς μεταφέρει στη ζωή των χαρακωμάτων ενός αμούστακου νέου νεροκουβαλητή, που δεν τον συγκινούσε το τουφέκι. Όταν, όμως, έφτασε ο καιρός να δοκιμάσει την κλαγγή των όπλων και το αίμα, που ουδόλως τον ενδιέφεραν, εκείνος μπήκε σε χορό παράταιρο. Έξω τα όπλα και μέσα στην ψυχή του η αγάπη για τις λέξεις και την ποίηση, με την ακουστική εικόνα, τις λέξεις ως πολύβουο «μελίσσι» που θέλουν να γίνουν ποίηση για τη λευτεριά. Η ποιητική έκρηξη συντελείται στους δύο τελευταίους στίχους, όπου οι άλλοι –που δεν κατάλαβαν τι γίνεται εντός του– τον έσπρωξαν στη μάχη, εκεί τον βρήκε το βόλι στην καρδιά και χάθηκε ο ποιητής με τα άγραφα ποιήματά του. Διαβάζοντας αυτό το ποίημα, η σκέψη μου ταξίδεψε στον Μαβίλη, που σκοτώθηκε στον Δρίσκο της Ηπείρου, στον Σαραντάρη, εθελοντή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1940-1941), σε βιώματα του Στράτη Μυριβήλη από τα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πολλών άλλων ποιητών και λογοτεχνών και αμούστακων νέων που χάθηκαν και δεν πρόφτασαν να γράψουν την ποίηση που ήταν εντός τους. Επιπλέον, με αυτό το ποίημα, ο δημιουργός δίνει ένα επίκαιρο αντιπολεμικό μήνυμα. Στο ποίημα «Κίνδυνος» υπάρχει το μοτίβο του ρόδου ως ερωτική έλξη, ως πόθος, ως πάλη του εγώ με το εσύ, ως επίκληση, «έλα», ώστε ο πόθος να πάρει ανθρώπινα μέτρα, να μη γίνει μόνον ποίημα και γραφή στον «λαβύρινθο» των λέξεων.
Μεταξύ των έξι ενοτήτων παρεμβάλλονται πέντε Ιντερμέδια
[2]. Με τα Ιντερμέδια νεωτερίζει, αναπτύσσοντας έναν διάλογο ανάμεσα στην ποίηση και στο θέατρο, κάτι που φαίνεται σε αρκετά ποιήματα. Αξίζει να επισημανθεί ότι η δομή των ποιημάτων στα Ιντερμέδια είναι παρόμοια, καθώς συγκροτούνται από οκτώ ποιήματα, σύντομα, των τεσσάρων, τριών ή δύο στίχων. Το «Ιντερμέδιο i» εστιάζει στον ποιητή και τη γραφή του, στον αναγνώστη (ένα σε εξομολόγηση γυναίκας) και στη δύναμη της λέξης, που πάντα αγωνίζεται να ξεφύγει «απ’ του μπόγια τα μελάνια», από τον «μπόγια» της γραφής (οπτική σωματοποιημένη μεταφορά), αλλά και στο ποίημα που δεν γράφτηκε, διεκδικώντας την αιωνιότητα, καθώς ως άγραφο κυοφορείται «ακέραιο». Ο δημιουργός εξηγεί πώς τον βρήκε η ποίηση ένα πρωί σαν βροντή φωτός με λέξεις που του έστησαν «θηλειές» (παγίδες) στο πέρασμά του. Άλλοτε μιλάει, αλληγορικά, για την ποίηση, μέσα από τον λαϊκό λόγο, εκφράζοντας την αγωνία του για το αποτέλεσμα της γραφής του: «και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές/ να κόψει πορτοκάλια» (σ. 14).
Από το ιντερμεδιακό του σύμπαν δεν απουσιάζει και ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος με τον πίνακά του, ο φούρνος με τα λαχταριστά καρβέλια σε πρόσοψη, που τα λαχταρούν οι πεινασμένοι, αλλά το στομάχι δεν γεμίζει με ζωγραφιές ψωμιών. Με την κατά μέτωπο λαϊκή ζωγραφική συνομιλεί και το τετράστιχο όπου ο ποιητής μάς προτρέπει να κοιτάζουμε τα ποιήματα όχι «κατάματα», αλλά να τα ανιχνεύουμε σε βάθος, διότι κρύβουν μεταφορές τα μάτια τους «κι αλληθωρίζουν» (σ. 14), καθώς κάτω από την επιφάνεια της λέξης βρίσκεται η σημασία της. Με τέτοιον πολύσημο ποιητικό λόγο ο ποιητής θίγει πολλά θέματα με την τέχνη του.
Το «Ιντερμέδιο ii» δημιουργεί, αρχικά, αμφισημία ανάμεσα στην ποίηση και τη γυναίκα. Με μοτίβα (φιλί, στήθος) και πολλαπλές εικόνες αποδίδεται η δύναμη του έρωτα και της ποίησης χωρίς κορεσμό. Ακολουθεί το «Ιντερμέδιο iii», όπου στο πρώτο ποίημα έχουμε αντίστιξη φωτός και σκοταδιού. Στο επόμενο, ο κόσμος ως μαστός θυμίζει το θεατρικό έργο Οι Μαστοί του Τειρεσία του Γκιγιώμ Απολλιναίρ, που προσπαθεί να συμβιβάσει στο σουρεαλιστικό θέατρο τα ασυμβίβαστα. Έτσι και εδώ, ο δημιουργός αναζητάει τη σύνθεση της ειρηνικής ζωής μέσα από τις αντιφάσεις της στον κόσμο, από τον οποίο όλοι τρεφόμαστε. Ακολουθεί ένα ποίημα, που ίσως υπονοεί ότι από το πεπρωμένο του κανένας δεν μπορεί να ξεφεύγει. Προβάλλεται, ποιητικά, και ο νόμος επιβίωσης των ειδών, π.χ. το σπουργίτι κατασπαράζει τη μύγα και ο γάτος το σπουργίτι (σ. 26). Αλλού, ο γογγυσμός των πνιγμένων αποδίδεται μεταφορικά με τα αλυχτήματα των σκύλων, που έχασαν τον δρόμο για το σπίτι. Με υπερρεαλιστική εικόνα δίνεται το ξύπνημα του θυμού στις φλέβες για φόνο: «πάνω στο αίμα κοιμάται το μαχαίρι/ […]/ ξυπνάει μέσα του ο φόνος» (σ. 27). Στη συνέχεια, έχουμε την εικόνα του πουλιού που σώζεται από τα σκάγια, αλλά η σωτηρία του ανατρέπεται, καθώς, αντί να φύγει, πλησιάζει τον κυνηγό (αλληγορία ίσως για τη γραφή). Και σε αυτό το Ιντερμέδιο ο ποιητής θίγει διάφορα θέματα, είτε μεταπλάθοντας τη λαϊκή θυμοσοφία είτε επινοώντας δικούς του τρόπους για να θίξει σοβαρά ζητήματα.
Το θέμα στο «Ιντερμέδιο iv» είναι οι διάφορες οπτικές του χρόνου: ως απουσία της μητέρας, ως φευγάτη εφηβεία, ως ομορφιά που χάνεται, «η καλλονή κι η ματαιότητα» ως φιλενάδες, τα γηρατειά ως «ένα τσούρμο» που κατηφορίζουν στην κοιλάδα, όπως επισημαίνει ο ποιητής εστιάζοντας στον πανδαμάτορα χρόνο.
Το «Ιντερμέδιο v» έχει θέμα τον έρωτα, μέσα από εικονοποιΐα πρωτόγνωρη (το κρεβάτι ως ποτάμι και το κορμί της ως λιβάδι). Παρόν και πάλι το γυμνό γυναικείο σώμα, που σιγά σιγά γίνεται μισοντυμένο και πάντα ερωτικό. Το γυναικείο σώμα και το στήθος γίνονται ποιητικοί τόποι έμπνευσης, όπως η ομορφιά, τα αθώα παιδικά χρόνια, αλλά και οι καθρέφτες που ετοιμάζονται να υποδεχτούν τα γηρατειά και του ποιητικού υποκειμένου (έρως-ζωή-φθορά). Παρατηρούμε ότι τα θέματα του χρόνου, του έρωτα και της φθοράς διαπερνούν όλα τα ποιήματα.
Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στην ομορφιά και τον έρωτα, με το σύμβολο του καθρέφτη, μέσα από ξεχωριστές συνάψεις λέξεων και εικόνων, όπου το α΄ και β΄ πρόσωπο «συνομιλούν» για την ομορφιά και την αντανάκλασή της. Ο καθρέφτης από την αρχαιότητα αποτελούσε απαραίτητο συστατικό της γυναικείας ομορφιάς και φιλαρέσκειας. Το ποίημα αναπτύσσεται σε δύο στροφές εξάστιχες, με το εκτόπισμά του στον δέκατο τρίτο μετεωρισμένο στίχο: «όμηρος εξάπαντος και των δύο» (σ. 16). Στο ποίημα «Το φιλί» ακούγεται μια διφωνία, με λόγο και αντίλογο, με θέμα τη νοσταλγία του φιλιού της γυναίκας, που μεταβάλλεται σε κατάρα (συνύπαρξη αντίθετων παθών). Ερωτικά και αισθησιακά αποτυπώνεται στο ποίημα «Άπνοια» η ερωτική έλξη, σε σκηνικό θεατρικό, με το ποθητό σώμα στο μπαλκόνι και στο απέναντι μπαλκόνι ο ποθών παρακολουθεί το όλο σκηνικό. Δίνονται η ερωτική εικόνα της γυναίκας και ο πόθος ως αγκάθια. Η ερωτική έλξη στην τρίτη εκτεταμένη στροφή των δεκατριών στίχων αποτυπώνεται με πολλές μεταφορικές αναλογίες. Με το σχήμα του κύκλου ολοκληρώνεται το ποίημα, με το θεατρικό σκηνικό και το εξωτερικό και εσωτερικό δρώμενο. Ερωτικό περιεχόμενο έχει και το επόμενο ποίημα «Το στήθος».
Στην επόμενη ποιητική ενότητα παρούσα είναι η μυθολογία (Δήμητρα και Περσεφόνη), με κύριο θέμα τη ζωή και τον θάνατο. Η αέναη επιστροφή, ως νομοτέλεια του χρόνου του αξεπέραστου, σε αντίστιξη με την πεπερασμένη ανθρώπινη ζωή, οδηγεί στην αυτογνωσία τού εγώ σε σχέση με τη φύση του και τους νόμους της. Το ποίημα «Σαστισμένα», με αναφορά σε αδικοχαμένα παιδιά, που γυρίζουν στο παιδικό τους δωμάτιο, μας παραπέμπει στα παιδιά που κάηκαν στο Μάτι, με τους γονείς να παραλογίζονται από την απώλεια. Ο ποιητής συμφύρει με εξαιρετικό τρόπο μνήμες από τα παιδιά του σολωμικού ποιήματος, «Η Τρελή Μάνα», με τον Λάμπρο και τη Μαρία. Ο Κουτσούνης με μεταφορές και δυνατές εικόνες μεταπλάθει γόνιμα στη σύγχρονη ποίησή του στοιχεία της παράδοσης. Τη ζωή και τον θάνατο έχει ως θέμα του και το επόμενο ποίημα: «Το πηγάδι», με τη θέση, σε δύο στίχους, ότι μέσα στο σώμα μας υπάρχει «ένα βαθύ πηγάδι» (σ. 25). Το ειδικό γενικεύεται, καθώς η αγωνία της φθοράς δίνεται σωματοποιημένα, αφού σκύβουμε όλοι με το πέρασμα του χρόνου, προς την άβυσσο, προς το πηγάδι της φθοράς και του θανάτου: «σ’ εκείνο το φρικτό πηγάδι», σύμφωνα με τον ποιητή. Το πηγάδι παραπέμπει, ακόμα, και σε θανάτους επί θανάτων σε πηγάδια, είτε στον εμφύλιο είτε σε άτυχους θανάτους παιδιών, γνωστούς από το έργο του Παπαδιαμάντη.
Στην επόμενη ενότητα στο επίκεντρο βρίσκεται η μητέρα και η απώλειά της (αντιστροφή των όρων ανάμεσα στο τότε και το τώρα, με εστίαση στο ντύσιμο του παιδιού και της νεκρής μητέρας από τον γιο). Στο ποίημα, με τίτλο «Σε μια γωνιά», αποδίδεται η ψυχική κατάσταση του ποιητή από την απώλεια. Όταν βρήκε το κουράγιο και μπήκε στην κάμαρα της μητέρας, όλα ήταν όπως εκείνη τα είχε αφήσει: «στην εντέλεια/ το νυχτικό στην πλάτη της καρέκλας// όλα λουσμένα στη σιωπή». Η απουσία δίνεται και μέσα από την ποιητική φαντασία με αλληγορίες και ψυχοποιήσεις, που αναδεικνύουν έναν πυκνό και δυνατό ποιητικό λόγο:
«βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες
σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης
χάσανε τον κόσμο τους
δυο γάτες κλαίγοντας βουβά
οι κάλτσες σου μητέρα» (σ. 29)
Στο ποίημα «Νοσταλγία», ο ποιητής συνομιλεί με τις παραλογές, καθώς η ποίηση και νεκρούς ανασταίνει. Στήνεται το σκηνικό με τα λουλούδια της αυλής, με τον γιο να τα ποτίζει, αλλά εντός του ακούει και τη φωνή της μητέρας του που τον συμβουλεύει. Στη συνέχεια, γίνεται ταύτιση της απούσας μάνας με τα άνθη, καθώς λέει ότι το νερό την πνίγει. Ο ποιητής μεταφέρει την εσωτερική φωνή της σε πλάγια γραφή φωνήεσσα, που συγκλονίζει κάθε αναγνώστη, καθώς η μάνα υποφέρει από νοσταλγία για τη ζωή: «μες στο ξυλόσπιτο μονάχη/ λαχταρώντας τα άνθη να δω/ εδώθε μόνο ρίζες αντικρίζω/ με μάτια που τα ρήμαξαν/ του ζόφου οι βελόνες/ δεν υποφέρεται σου λέω δεν μπορώ/ με πιάνει νοσταλγία». Και το ποίημα ολοκληρώνεται με δύο μετεωρισμένους στίχους, που παντρεύουν τα δημοτικά του Κάτω Κόσμου, τις παραλογές και τη λαϊκή θυμοσοφία σε μια δυναμική μετάπλαση, με την πλούσια σκευή και την τέχνη γραφής του Κουτσούνη:
«κι η νοσταλγία εδώ κάτω γιε μου
είναι χειρότερη κι από το μαύρο χώμα»
Το τελευταίο ποίημα αυτής της ενότητας, με τίτλο «Στο δάσος», συνομιλεί με το παραμύθι, καθώς η νεκρή μητέρα από τον ουρανό βρίσκεται στο δάσος «σαν ιπτάμενο/ έπιπλο που επιστρέφει». Από εκεί γράφει ποιήματα σε φύλλα δέντρων, τα οποία στέλνει με πουλιά στον γιο της, αλλά ο αέρας τα σκορπίζει και χάνονται· ακόμα και ένα να φτάσει, η γραφή του είναι απροσπέλαστη, «απρόσιτη προβάλλει» (σ. 31). Εδώ έχουμε εικόνες επί εικόνων υπερρεαλιστικές, ποιητική σύλληψη εξαιρετική, σκηνοθεσία και περιεχόμενο άριστο. Το ποιητικό υποκείμενο μάς εξηγεί ότι μόνον όταν κοιτάζει στα μάτια τη μητέρα μπορεί να πάρει τα μηνύματά της, κάτι αδύνατο (νέα ανατροπή), οπότε χαίνει μπροστά του το κενό της απώλειάς της. Και εδώ ο ποιητής συγχωνεύει μνήμες και παραδόσεις και δίνει ένα εξαιρετικά πετυχημένο ποίημα, παλίμψηστο της πολύτιμης σκευής του και των αυθεντικών συναισθημάτων του για τη μητέρα, που γίνεται φωνήεσσα μνήμη και ποίηση.
Στην πέμπτη ενότητα έχουμε ποιήματα με εστίαση στην Αθήνα. Το ομότιτλο ποίημα αποτελεί ύμνο στην πόλη, με τους ποιητές και τον ξεχωριστό χώρο της επί αιώνες, με εικόνες πρωτόγνωρες, καθώς η Αθήνα παρουσιάζεται: «σαν σιδηροδρομική γραμμή/ στα πλευρά του χρόνου», που πάνω στο σώμα της: «κείμενα θέατρα ναοί» υπάρχουν, με αναγνώστες απ’ όλον τον κόσμο. Ακολουθεί το ποίημα «Στην κατάψυξη», με την αλληγορία του χιονάνθρωπου και του εγκλεισμού, απ’ όπου περιμένουμε «να βγούμε ως εκ θαύματος/ από τη χειμερία νάρκη μας» (σ. 35). Το ποίημα «Η μπουγάδα» στήνεται θεατρικά, όπως και το ποίημα «Άπνοια», όπου το μπαλκόνι γίνεται τώρα βεράντα. Τα διαφορετικά φουστάνια σε κάθε μπουγάδα, αλλά πάντα το ίδιο πουκάμισο: «ένα καρό πουκάμισο αντρικό» –ίσως υποδηλώνουν απώλεια του άντρα. Η εστίαση στην τρύπια τσέπη παραπέμπει στην ανοιχτή πληγή του πόνου από την απώλεια. Το επόμενο είναι ποίημα υπερρεαλιστικής σύλληψης, καθώς «μια γυναίκα με ψηλόλιγνα πόδια/ χορεύει στις στέγες/ στα δέντρα/ στους δρόμους» (σ. 37). Έτσι, μέσα σε κλίμα φθινοπωρινό, με αέρηδες και πτώση των φύλλων: «λέξεις υγρές», ξεπηδάει η γραφή και το ποίημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και αυτό είναι ποίημα ποιητικής, με τη φθινοπωρινή φύση και τον αέρα που λυσσομανά να συμμετέχουν στη «γέννα» του ποιήματος. Επομένως, συνάγεται ότι δεν επιλέγει ο ποιητής τον χρόνο της γραφής του ποιήματος, αλλά το ίδιο, συχνά, ερήμην του, και, όπως έλεγε και ο Σαχτούρης, το ποίημα με ξενυχτάει, δεν το ξενυχτώ.
Το ποίημα της τελευταίας ποιητικής ενότητας με τίτλο «Νιάτα» εστιάζει στα νιάτα του ποιητικού υποκειμένου και στη νοσταλγία τους, σε αντίστιξη το ποίημα «Το δόλωμα» αναφέρεται στον γέροντα με το ραβδί (μοτίβο, σύμβολο), που σαν τον γερο-ποντικό (μεταφορά και αλληγορία) πιάνεται στη φάκα του θανάτου, επιθυμώντας όσα δεν φτάνει για την ηλικία του. Το ποίημα «Κοπτήρες», εκκινώντας από τη φθορά των δοντιών, καταλήγει στη γενική φθορά και την έκπτωση των πάντων, όταν ‒μετά τον θάνατο‒ δεν μένει τίποτα άλλο, παρά λίγα δόντια και οστά. Τέλος, η συλλογή ολοκληρώνεται με το ποίημα «Η θέα», της ομορφιάς και του ερωτισμού, μέσα από το
ανοιγοκλείσιμο του παντζουριού και την αποκάλυψη του γυναικείου σώματος ως ιεροτελεστία. Και εδώ, στήνεται θεατρικό σκηνικό με την απέναντι ομορφιά, έως ότου ο «κακός αέρας» κλείσει το παράθυρο, ο οποίος μπορεί να εκληφθεί ως ο χρόνος που όλα τα αλλάζει.
Αξίζει να προστεθεί ότι η δομή της συλλογής αυτής είναι ιδιαίτερα φροντισμένη και ισορροπημένη ανάμεσα σε ποιητικές ενότητες και ιντερμέδια. Το πρώτο ποίημα μπορεί να εκληφθεί ως πρόλογος/εισαγωγή και ακολουθούν έξι ενότητες από τέσσερα ποιήματα η καθεμία, με παρεμβαλλόμενα πέντε ιντερμέδια των οχτώ ποιημάτων, με ποικιλία στίχων και θεμάτων. Στο σύνολο υπάρχουν 24 ποιήματα (23+1, με το εισαγωγικό) με ενδιαφέρουσα ποιητική των αριθμών στην ποίηση του Κουτσούνη. Επίσης, στη συλλογή 11 ποιήματα είναι χωρίς άρθρο και 13 με άρθρο –απλό ή εμπρόθετο (περιττοί αριθμοί). Από αυτά εντοπίζονται μόνον 1 με αρσενικό άρθρο, 6 με θηλυκό και 6 με ουδέτερο. Αν το άρθρο ορίζει, τότε το ειδικό και το γενικό σχεδόν ισοζυγιάζονται, επιδιώκοντας το οριστικό να γενικευθεί και το γενικό να εξειδικευθεί, ανάλογα με την ανάγνωση και την παιδεία των αναγνωστών/τριών. Συνεπώς, στο ποιητικό σώμα όλα αποκτούν βάθος (μεταφορά, αλληγορία, συνειρμικές σχέσεις, αριθμοί), δίνοντας στη συλλογή ιδιαίτερη δυναμική ποίησης και
ποιητικής.
Τέλος, τα θέματα, στα οποία μας ταξιδεύει η ποίηση του Στάθη Κουτσούνη, δίνονται με ξεχωριστό τρόπο και με ύφος γραφής που τα πολλαπλασιάζουν και τα κάνουν πολύ ενδιαφέροντα, αφήνοντας γεύση από ξεχωριστές εικόνες και συναισθήματα. Οι λεκτικές συνάψεις είναι υπέροχες και οι ποιητικές του εικόνες διαπλέκονται με το ονειρικό/φαντασιακό, το πραγματικό και με τη συμμετοχή της φύσης. Η σκηνοθεσία των ποιημάτων είναι ευφάνταστη και αφήνει την αίσθηση μιας ποίησης ώριμης και ξεχωριστής.
Κλείνοντας, τονίζουμε τη συνεχή και σημαντική προσφορά του ποιητή Στάθη Κουτσούνη στα ελληνικά γράμματα.
[1] Το μοτίβο του «ρόδου» είναι σύμβολο τόσο της ουράνιας τελειότητας όσο και της αιωνιότητας και του γήινου πάθους. Γνωρίζουμε ότι ως ρόδο αμάραντο υμνείται η αγνότητα της Παναγίας και η αιωνιότητα του Χριστού, μετά τη Σταύρωση, καθώς εισήλθε στον αιώνιο ουράνιο κόσμο. Το ρόδο είναι και σύμβολο του έρωτα, της ζωής και της γονιμότητας, της αγάπης, του πάθους και της ομορφιάς, ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια, που πέρασε και στον χριστιανισμό. Οπότε οι στίχοι της προμετωπίδας μάς προετοιμάζουν για το θέμα της απώλειας, της αγάπης, του πάθους και της θνητότητας, διότι ήμαστε, είμαστε και θα μείνουμε, σύμφωνα με τον Τσέλαν, ένα Τίποτα (σ. 7).
[2] Το ιντερμέδιο ή ιντερμέτζο (ιταλική προέλευση, εμφανίζεται τον 15ο αιώνα) σημαίνει ότι κάτι παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο θεατρικές πράξεις. Στην ποίηση παρεμβάλλονται στο κύριο σώμα της άλλα σύντομα ποιήματα πιο κοντά στον αναγνώστη για να τον ξεκουράσουν ή με θέματα ποικίλα (αγάπη, έρωτα, πάθη, φθορά κλπ.), που θέλει ψιθυριστά να πει ο ποιητής.
Χριστίνα Αργυροπούλου
[περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 72, 2024]