Ρόδο σε καθρέφτη

 

rodo-se-kathrefti 
Στάθης Κουτσούνης
Ρόδο σε καθρέφτη 
Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2024
 
    Ο έρωτας και ο θάνατος σε πολλαπλές αποχρώσεις, η ομορφιά και η δημιουργία, η μοναξιά και οι κοφτερές δαγκάνες της νοσταλγίας, η φθορά, η απειλή και ο κύκλος του χρόνου που τείνει να κλείσει δίνουν το στίγμα της νέας, 8ης κατά σειρά, ποιητικής συλλογής του Στάθη Κουτσούνη.
Το αιφνίδιο, οι μεταπτώσεις και το διαφεύγον, καθώς και το παιχνίδι ανάμεσα στον κόσμο και το είδωλό του στον καθρέφτη, στην εικόνα και την πραγματικότητα, στο βλέμμα και την αντανάκλασή του, στην τέχνη και τη ζωή οδηγούν σε αναζήτηση νέων τρόπων έκφρασης. Το γνωστό και κατακτημένο ύφος του ποιητή ανανεώνεται, χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται από τα βασικά χαρακτηριστικά του.
 

Ποιήματα

απρόβλεπτη κυκλοφορεί ανάμεσά μας
ερωτοτροπώντας με τους ηττημένους
 
ενίοτε χώνεται οίστρος στις λέξεις
και τις κεντρίζει να διαφύγουν
προτού κλειδώσει ο δεσμοφύλακας
άλλοτε γίνεται η ψευδαίσθηση                                                        
του μελλοθάνατου ότι μπορεί τάχα ο λόγος της
να κομματιάσει την τριχιά στα χέρια του δήμιου
ή των πνιγμένων πως η θάλασσα κάποτε
θα τους ξεβράσει ζωντανούς
 
μερικοί μεταλαβαίνουν και την ερωτεύονται                                   
με πάθος αμήχανο γιατί εκείνη                                                        
σπάνια δίνεται σε κάποιον
ενώ σε άλλους αδιάφορη φαντάζει
αφού στο πρόσωπό της
την κηδεία των πράξεων βλέπουν
και στις λέξεις της των πραγμάτων τα σάβανα
 
όλοι ωστόσο τρέμουνε την ομορφιά της
λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο        

περνάς κι η ομορφιά σου κυματίζει
ρόδο σε καθρέφτη
το ντεκολτέ σου επηρμένο
ανοιγοκλείνει και τα δάχτυλά μου
τρυγούν το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή
 
αρώματα και φθόγγοι αναδύονται
από τα μέλη του κορμιού σου
τα χείλη μου χασομεράνε στις θηλές
και με κυκλώνει από παντού επιθυμία
μα ξάφνου οσφραίνομαι ότι εσύ
δολώνεις τα αγκίστρια σου με ρήματα
 
όμως εγώ με αίμα σε ορέγομαι
έλα δεν θέλω να σε κάνω ποίημα
δεν θέλω να παγιδευτείς
μες στον λαβύρινθο των λέξεων
για να σε καταπιεί το τέρας
 
έλα και δεν θα το αντέξω
τα άκρα μου να μείνουνε μετέωρα

κάτι φορές τα χέρια μου
αμήχανα το σώμα σου κοιτάζουν
τα δάχτυλα ιδρώνοντας
κινούνται αδέξια στον αέρα
ώσπου οι χούφτες δειλές
αντί να τολμήσουν να πληρωθούν
γυρεύουν τρύπα να κρυφτούν
χώνονται γρήγορα στις τσέπες μου
λαγοί που μπαίνουν στο λαγούμι
για ν’ αποφύγουν το λαγωνικό
λουφάζουν εκεί μέσα με τις ώρες
κι όταν κάποτε ξεμυτίσουν
οι ίδιες τώρα
λαγωνικά που χάσαν τον λαγό
καραδοκούν μυρίζοντας και πάλι
 
το στήθος σου

νέος επάνω στα ντουζένια μου
σκέφτηκα απ’ το πλεόνασμα
ν’ αποταμιεύσω λίγα νιάτα
χάπια για τα γεράματα
 
όταν έφτασε η ώρα
πήγα στον γιατρό να τον ρωτήσω
μην τα πάρεις μου λέει
δεν είναι τα νιάτα χάπια
για την ηλικία σου
βλάπτουν τα κύτταρα του εγκεφάλου
και προξενούν παλιμπαιδισμό
ερεθίζουν τα νεύρα των ματιών
δημιουργώντας παραισθήσεις
ενέχονται ακόμη για εμφράγματα
αλλά η πιο φρικτή παρενέργεια
είναι που προκαλούν
 
ακατάσχετη νοσταλγία

 

Κριτική

Ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης είναι ένας δημιουργός ήθους, που επιχειρεί να ισορροπήσει τις υπαρξιακές αντιθέσεις. Αγγίζει άμεσα τα δύσκολα και πολλαπλώς δεδομένα στοιχεία πλάνης που εντοπίζονται σε πολλά κέντρα εξουσίας της ζωής. Παράλληλα, πλήθος από λέξεις και είδωλα σηματοδοτούν τα καθορισμένα ανθρώπινα όρια.
    Η ποιητική συλλογή, με τίτλοΡόδο σε καθρέφτη,αποτυπώνει την ανάγκη για την αγάπη. Ο καθρέφτης αντικατοπτρίζει το κενό και την απουσία στην πραγματική ζωή όταν δεν συναντιέται με την αγάπη.
    Η μητέρα ανοίγει την ποιητική ζωή και ανάγεται σε κεντρική μορφή διάπλασης του χαρακτήρα του («Similiasimilibus»), τόσο, που αναπαράγεται ως γονέας είδωλό της («Δυστοκία»).
   Οι λέξεις, γένους θηλυκού, ίσως συγκαλυμμένα ταυτίζονται με πρόσωπα και αισθήματα: η καταπίεση, η ψευδαίσθηση, η εσωτερική διαμάχη, η άρνηση, η επιθυμία, η στοργή, σε μια αντιστοιχία συντονισμού ηλικιακών μεταβάσεων.
    Ο καθρέφτης ως απεικόνιση θέτει το κύριο ηθικό δίλημμα. Στο είδωλο, το ρόδο χάνει την ευωδιά του, την ψυχή του, την αρετή του. Ωστόσο η επιλογή του ποιητή παραμένει ξεκάθαρη.
 
 
 
Άντεια Φραντζή
[ηλεκτρονικό περιοδικό Poeticanet, τεύχος 48, Μάρτιος 2024]
 

Αισθησιακά ερωτικός ο Κουτσούνης και σ’ αυτή την ποιητική του συλλογή.
     Είναι το έκτο βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη το οποίο παρουσιάζουμε, με τελευταίο το Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο.
       Ας το γράψω… Δεν συμπαθώ την ποίηση, όπως και ο συγχωρεμένος ο Κωστής Παπαγιώργης. Δεν ξέρω τους δικούς του λόγους, εγώ έχω έναν: είναι σκοτεινή. Δεν μπορώ να πέφτω πάνω σε στίχους που είναι σαν τον γόρδιο δεσμό, και θα πρέπει να τους λύσω. Θέλω το ποίημα να είναι διαυγές στην πρώτη ανάγνωση, να μη χρειάζεται να ξαναδιαβάσω έναν στίχο που δεν καταλαβαίνω μήπως τον καταλάβω. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που μου αρέσει ο Καβάφης, όπως αρέσει και παγκόσμια (οι ξένοι δεν ξέρουν τους νομπελίστες μας αλλά τον Καβάφη από τους ποιητές και τον Καζαντζάκη από τους πεζογράφους). Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που μου αρέσει και ο Κουτσούνης: η διαύγεια της ποίησής του.
     Και βέβαια όχι μόνο. Είναι και το βάθος της. Οι ευφάνταστες μεταφορές της. Είναι και οι θεματικές της.  
     Πριν προχωρήσω θέλω να πω ότι στις κινηματογραφικές κριτικές μου γράφω συχνά ότι μου αρέσουν τα romance. Επίσης θα παραθέσω τους στίχους ενός κρητικού τραγουδιού: «Τη μάνα μου την αγαπώ γιατί πονεί για μένα/ μα όχι αγάπη μου γλυκιά όσο αγαπώ εσένα».
     Γιατί; Διότι οι κύριες θεματικές στη συλλογή αυτή είναι δύο: η αγαπημένη και η μητέρα. Όμως, ενώ στην αγαπημένη αφιερώνει εννιά ποιήματα, στη μητέρα αφιερώνει μόνο τέσσερα.
     Ας παραθέσουμε ένα από την καθεμιά.
     Και πρώτα πρώτα στην αγαπημένη (το αν είναι μια ή περισσότερες δεν το ρωτάμε, σίγουρα όμως η μητέρα είναι μία):
 
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Σε κοιτάζω που κοιτάζεσαι
γυμνή με τις ώρες στον καθρέφτη
κι αδυνατώ να καταλάβω
ο όμηρος ποιος είναι
ο καθρέφτης του κορμιού σου
ή το κορμί σου του καθρέφτη
 
Νυχιά στο βλέμμα μου η ομορφιά
ώστε σαστίζει ο νους
και δεν ξέρω αν φλέγομαι
για το πραγματικό κορμί σου
ή για εκείνο που απαστράπτει
μέσα στον καθρέφτη
 
όμηρος εξάπαντος και των δύο
 
     «Νυχιά στο βλέμμα μου η ομορφιά/ ώστε σαστίζει ο νους». Εξαιρετικοί στίχοι. Και άλλοι δύο παρόμοιοι, από τη «Θέα»: «Περίτρομος την ομορφιά/ κι εγώ απολαμβάνω».
     Και ένα ποίημα για τη μητέρα.
 
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
 
Πόσα πρωινά δεν μ’ έντυσες
δεν με φίλησες και δεν με ξεπροβόδισες
για το σχολείο ή τη δουλειά
πάντα με τη συμβουλή στα χείλη
 
σήμερα χρειάστηκε
να σε ντύσω εγώ
να σε φιλήσω και να σε κατευοδώσω
στο μοναδικό της ζωής σου ταξίδι
 
μα όσο μητέρα κι αν πάσχιζα ν’ ακούσω
συμβουλή καμιά
δεν έβγαινε απ’ το στόμα σου
 
Ο θάνατος της μητέρας είναι μια μεγάλη απώλεια.
     Μου αρέσουν τα μικρά σαν χάι κου ποιήματα, που είναι αστραπές (fulguratio) έμπνευσης. Ο Κουτσούνης έχει πάρα πολλά που τα παραθέτει σε πέντε «Ιντερμέδια». Να παραθέσω ένα ερωτικό.
 
Η γλώσσα μου ψάρι στο στόμα σου
ροκανίζοντας τη δική σου γλώσσα
που ροκανίζει ψάρι κι εκείνη τη γλώσσα μου
 
Το σχόλιό μου:
Η γλώσσα σου ψάρι στο στόμα μου
ροκανίζοντας τη δική μου γλώσσα
που ροκανίζει ψάρι κι εκείνη τη γλώσσα σου
 
     Φυσικά η συλλογή περιέχει αρκετά ποιήματα με διάφορα θέματα. Θα ξεχωρίσουμε την «Αθήνα»…, καθώς και «Το πηγάδι», όπου βλέπουμε στίχους σε κανονικά μέτρα, που εξάλλου υπάρχουν διάσπαρτα σε όλα τα ποιήματα, κάτι που μου αρέσει στη σημερινή ποίηση με τον ελεύθερο στίχο.
 
ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
 
Υπάρχει μες στο σώμα μου
ένα βαθύ πηγάδι                                            (ίαμβος)
τα μυστικά των πνιγμένων 
κοτσύφια με βρεγμένα τα φτερά                (ίαμβος)
σκαρφαλώνουν συχνά στα τοιχώματα       (ανάπαιστος)
μα φτάνοντας στο φιλιατρό                         (ίαμβος)
γλιστρούν πριν προλάβουν να βγουν         (αμφίβραχυς)
 
περνώντας ο καιρός                                       (ίαμβος)
αδυνατώ να ησυχάσω                                   (ίαμβος)
η επιθυμία να μάθω φουντώνει
και καθώς η ακοή μου αμβλύνεται             (ανάπαιστος)
σκύβω τρεμάμενος                                        (δάκτυλος)
ολοένα και περισσότερο
σ’ εκείνο το φρικτό πηγάδι                           (ίαμβος)
 
     Εξαιρετικά και αυτά τα ποιήματα του Κουτσούνη…
 
Μπάμπης Δερμιτζάκης
[ηλεκτρονικό περιοδικό Λέξημα, 16.3.2024]
 

Η νέα ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, Ρόδο σε καθρέφτη
[…]
     Μια πρώτη γνωριμία με το περιεχόμενο της συλλογής προσφέρουν τα «Λίγα λόγια για το βιβλίο», που περιελάμβανε η πρόσκληση για την παρουσίασή του. Ήταν τα εξής: «Ο έρωτας και ο θάνατος σε πολλαπλές αποχρώσεις, η ομορφιά και η δημιουργία, η μοναξιά και οι κοφτερές δαγκάνες της νοσταλγίας, η φθορά, η απειλή και ο κύκλος του χρόνου που τείνει να κλείσει, δίνουν το στίγμα της νέας, όγδοης κατά σειρά, ποιητικής συλλογής του Στάθη Κουτσούνη. Το αιφνίδιο, οι μεταπτώσεις και το διαφεύγον, καθώς και το παιχνίδι ανάμεσα στον κόσμο και το είδωλό του στον καθρέφτη, στην εικόνα και την πραγματικότητα, στο βλέμμα και την αντανάκλασή του, στην τέχνη και τη ζωή, οδηγούν σε αναζήτηση νέων τρόπων έκφρασης. Το γνωστό και κατακτημένο ύφος του ποιητή ανανεώνεται, χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται από τα βασικά χαρακτηριστικά του».
     Τα θέματα αυτά δεν είναι πρωτόγνωρα στον ποιητή. Τα συναντάμε, λιγότερο ή περισσότερο, και στις προηγούμενες συλλογές, μόνο που εδώ δίνουν την εντύπωση ότι δεν είναι τόσο φοβερά, όπως πριν, αλλά κάπως ηπιότερα, ίσως γιατί εμείς σιγά-σιγά εξοικειωνόμαστε μαζί τους, όσο ο ποιητής, με τη βοήθεια της γλώσσας και της τεχνικής του, αναμετριέται και μάχεται εναντίον τους και, τουλάχιστον, τα εξημερώνει για χάρη μας αλλά και για τον εαυτό του, αφού να τα κατανικήσει είναι φύσει αδύνατο.
     Αν και δεν έλειπε κάθε άλλο! στις προηγούμενες συλλογές, εδώ είναι εντονότερη η παρουσία της γυναίκας, με την ποικιλία των μορφών και των ρόλων της. Στο πρώτο ήδη ποίημα της συλλογής με τίτλο «Similia similibus», ο ποιητής μιλάει για τη μητέρα του και για έναν –υποτίθεται– περίεργο ρόλο που αυτή έπαιξε στο να γίνει ποιητής: για να διαβάζει τα μαθήματά του, τον απειλούσε με τους ποιητές, όπως ο Μίλτος Σαχτούρης στην προκειμένη περίπτωση: «Όταν ήμουν μικρός/ τα ποιήματα με τρόμαζαν/ τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω/ μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη». Στη συνέχεια εξηγεί τους λόγους του φόβου του, που ήταν οι «παραξενιές» της ποίησης, που δεν μπορούσε να τις καταλάβει (ανακατεμένες λέξεις, δυσνόητες φράσεις, περίεργες εικόνες, μεταφορές, συμβολισμοί κ.λπ.). «… ώσπου μεγαλώνοντας/ αντιμετώπισα το ζήτημα ομοιοπαθητικά// άρχισα να γράφω ποιήματα». (Ο τίτλος του πρώτου ποιήματος similia similibus στα λατινικά είναι το σήμα κατατεθέν της ομοιοπαθητικής και σημαίνει τα όμοια με τα όμοια, δηλαδή ότι καταπολεμάς κάτι με το ίδιο αυτό κάτι).
     Σε άλλο ποίημα με τίτλο «Δυστοκία» (σελ. 12) γυναικεία μορφή είναι η κόρη και μάλιστα η κόρη του ποιητή, που αρχίζει να μαθαίνει να γράφει και γεμίζει την άδεια σελίδα, ενώ αυτός τρέμει ακόμα με τη σκέψη πώς θα καταφέρει να γεμίσει –με ποίημα, προφανώς– μια λευκή σελίδα. Αυτό φοβίζει κάθε συγγραφέα που θέλει να γράφει αξιοπρεπώς: «Η κόρη μου έφτασε κιόλας/ στην Πρώτη Δημοτικού/ σιγά σιγά εξοικειώνεται/ με τον τρόμο της άδειας σελίδας/ και τη γεμίζει λέξεις/ –ανορθόγραφες έστω–// εγώ ακόμη να εξημερώσω τη λευκότητα/ ακόμη να δαμάσω το θηρίο». Στο ποίημα «η Κόρη» (σελ. 22), όπου η λέξη αρχίζει με κεφαλαίο, σαν τα κύρια ονόματα, πρόκειται για την Περσεφόνη, που την άρπαξε ο θεός του Άδη Πλούτων, αλλά έχει το προνόμιο να ανεβαίνει το μισό χρόνο στη γη και να χαίρεται τον απάνω κόσμο. Προσωρινά, όμως, γιατί, σύμφωνα με το μύθο, πριν να ανεβεί, έχει φάει κόκκους ροδιού, πράγμα που σημαίνει ότι θα επιστρέψει οπωσδήποτε, άρα δεν νίκησε οριστικά το θάνατο. Ξανακατεβαίνει ανέκφραστη και ο ποιητής τη συλλαμβάνει να ψιθυρίζει ότι και στον πάνω και στον κάτω κόσμο είναι τα ίδια, δεν υπάρχει διαφορά.
     Τη μητέρα έχουν πρωταγωνίστρια άλλα τέσσερα ποιήματα της συλλογής, τη μητέρα που λείπει πλέον από τη ζωή και που με τρυφερότητα και νοσταλγία μνημονεύει ο ποιητής. Σε ένα από αυτά, με τίτλο «Το ταξίδι» (σελ. 28) διαβάζουμε: «Πόσα πρωινά δεν μ’ έντυσες/ δεν με φίλησες και δε με ξεπροβόδισες/ για το σχολείο ή τη δουλειά/ πάντα με τη συμβουλή στα χείλη…». Τώρα την ετοιμάζει και την κατευοδώνει ο ποιητής για το μοναδικό (και τελευταίο) της ταξίδι, μάταια, όμως, περιμένει να ακούσει κάποια συμβουλή.
     Εκτός από μητέρα και κόρη, η γυναίκα εμφανίζεται ως σύζυγος και ως ερωμένη, ως ομορφιά επιθυμητή, άλλοτε προσιτή και άλλοτε όχι, που, στη δεύτερη περίπτωση, μπορεί και να μας θυμίζει τη μάταιη προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει ή να πλησιάσει, έστω τα εν τέλει άπιαστα, απρόσιτα ιδανικά. Με αυτή την έννοια, η καλλονή στο ομότιτλο ποίημα (σελ. 10), με την απρόβλεπτη συμπεριφορά της, μπορεί να είναι και η ίδια η ποίηση, η ελκυστική, που διψάει για «φόνο» και που την ομορφιά της την τρέμουν όλοι, κάτι που μας θυμίζει μια προηγούμενη συλλογή του ποιητή (Η τρομοκρατία της ομορφιάς).
     Ούτε ο θάνατος λείπει από τα θέματα που απασχολούν τον ποιητή. Στο ποίημα «Πόλεμος» (σελ. 11), έναν νέο («ένα παλικάρι είκοσι χρονώ, τ’ άρματα του δώσαν για τον πόλεμο», κατά το παλιό τραγούδι), που ονειρευόταν έναν κόσμο χωρίς πολέμους και αγωνιζόταν «να φτιάξει ένα ποίημα/ που θα κατέπαυε τον πόλεμο μεμιάς», «τον έσπρωξαν στη μάχη με το ζόρι/ ώσπου το βόλι τον βρήκε αριστερά». Στην καρδιά, δηλαδή, όπου η σφαίρα δεν αστειεύεται και όπου θα μπορούσε να προσθέσει κανείς γεννιούνται όνειρα και ιδέες προόδου για τη ζωή και τον κόσμο, ακόμα και για την αλλαγή του κόσμου, αν δώσει κανείς στη λέξη ιδεολογική-πολιτική σημασία. Και στο ποίημα «Σαστισμένα» (σελ. 24) πρωταγωνιστούν επίσης νέοι, που χάνονται άδικα, γίνονται στάχτη, για διάφορους λόγους, όχι από δικό τους φταίξιμο, όπως έγινε θα μπορούσε να υποθέσει κανείς στο Μάτι και στα Τέμπη. Είναι δύο αξιοπρόσεκτες αναφορές στη νεολαία, με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, που δείχνουν και άλλες ευαισθησίες του ποιητή και άλλα πεδία επέκτασης της θεματολογίας του, σε μια εποχή που περιμένει κανείς από τους καλλιτέχνες και τους πνευματικούς ανθρώπους να μη σιωπούν.
     Τη φθορά και τα γεράματα, ως προθαλάμους του θανάτου, και τη νοσταλγία για τα νιάτα, που φεύγουν ανεπιστρεπτί, αν και είναι θέματα συχνά συναντώμενα και επαναλαμβανόμενα, με κίνδυνο να θεωρηθούν τετριμμένα, ο Κουτσούνης τα διαχειρίζεται με τέτοια ποιητική γλώσσα και τέχνη, που τα ανανεώνει και τα αναβαπτίζει, ώστε να μοιάζουν πρωτότυπα και να μην απειλούνται από τον ως άνω κίνδυνο. Ιδού μερικά παραδείγματα… Τα δύο πρώτα από το «Ιντερμέδιο iv» της σελίδας 32 και το τρίτο από το ποίημα «Νιάτα» της σελίδας 40:
«Κουλουριάζεται πάνω στο μπαστούνι/ λίγο λίγο τρώγοντας τα άκρα του/ βουλιάζει στη σιωπή το γήρας/ ένα σοφό του χρόνου υστερόγραφο»
«Αίφνης στην πάλη των χρόνων/ καταφθάνουν αδίστακτοι οι παρατατικοί/ κατεδαφίζοντας συθέμελα τους ενεστώτες»
«Νέος επάνω στα ντουζένια μου/ σκέφτηκα απ’ το πλεόνασμα/ ν’ αποταμιεύσω λίγα νιάτα/ χάπια για τα γεράματα// όταν έφτασε η ώρα/ πήγα στο γιατρό να τον ρωτήσω/ μην τα πάρεις μου λέει/ δεν είναι τα νιάτα χάπια/ για την ηλικία σου/ βλάπτουν τα κύτταρα του εγκεφάλου/ και προξενούν παλιμπαιδισμό/ ερεθίζουν τα νεύρα των ματιών/ δημιουργώντας παραισθήσεις/ ενέχονται ακόμη για εμφράγματα/ αλλά η πιο φρικτή παρενέργεια/ είναι που προκαλούν// ακατάσχετη νοσταλγία»
     Δυο λόγια μόνο για το δεύτερο από τα ως άνω παραδείγματα, που είναι αντιπροσωπευτικό της ευρηματικότητας και της τέχνης του Κουτσούνη. Μαζί με τον φιλόλογο ποιητή και με όσους είναι… «της δουλειάς», και άλλοι αναγνώστες θα θυμούνται από τη γραμματική ότι ο παρατατικός είναι χρόνος διαρκείας του παρελθόντος (έγραφα), ενώ ο ενεστώτας είναι χρόνος του παρόντος (γράφω). Καθώς, λοιπόν, ο χρόνος τρέχει ασταμάτητα, η ζωή μας γίνεται συνεχώς παρελθόν, το οποίο όλο και αυξάνεται, καθώς καταβροχθίζει αδίσταχτα, ανελέητα, το λιγοστό (και στιγμιαίο) παρόν που απομένει.
     […]
 
 
 
Ιωάννης Αντωνόπουλος
[εφημερίδα η Ζούρτσα, αριθ. φύλλου 162, Απρίλιος -Ιούνιος 2024]
 

… έμφορτη νοημάτων η συλλογή Ρόδο σε καθρέφτη αφυπνίζει τα αισθήματα, αγγίζοντας με λεπτότητα και βάθος την ανθρώπινη ύπαρξη.

 
 
 
Ελένη Γιαννίκου
[εφημερίδα η Ζούρτσα, αριθ. φύλλου 162, Απρίλιος-Ιούνιος 2024]
 

Είναι φορές που η ποίηση κυλά σαν τρικυμισμένο ποτάμι. Με πολλές, πολλές λέξεις και στίχους-αναθήματα στον άνθρωπο, αντιμέτωπη με την ομορφιά, τον έρωτα, αλλά και τον τρόμο, τον χρόνο και τον θάνατο. Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, με τον τίτλο Ρόδο σε καθρέφτη (εκδόσεις Μεταίχμιο), η ποίηση υφαίνει με όλα τα παραπάνω το είδωλό της μπροστά στον καθρέφτη του ποιητή.
     Η ποίηση κυλά σαν τρικυμισμένο ποτάμι: στη συλλογή το ποιητικό υποκείμενο εκφράζεται με εξαιρετικά δυνατά ερωτικά συναισθήματα, και υπάρχουν δύο ποιήματα που μπορεί κάποιος να αντιπαραβάλει, και τα οποία συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Το ποίημα «Η καλλονή» και το ποίημα «Ο καθρέφτης». Στο πρώτο, ο καθρέφτης του τίτλου του βιβλίου υπονοείται, και στο δεύτερο υπονοείται το ρόδο. Η καλλονή είναι ρόδο, ο βαθύς σαρκικός πόθος και το πάθος κυριαρχούν και στα δύο ποιήματα, ο ποιητής είναι όμηρος των συναισθημάτων του, και η ομορφιά κρατάει λεπίδι.
     Ενδιαμέσως, το ποίημα «Κίνδυνος» (ο δεύτερος στίχος του οποίου είναι ο τίτλος του βιβλίου) υπογραμμίζει τούτη την πρωτότυπη και μοναδική σχέση ομορφιάς και θανάτου, πόθου και κινδύνου, με συνδετικό κρίκο το άλικο, κόκκινο χρώμα: το ρόδο και το αίμα. Ο αναγνώστης μόνο κόκκινο ρόδο μπορεί να φανταστεί.
 
Απρόβλεπτη κυκλοφορεί ανάμεσά μας
ερωτοτροπώντας με τους ηττημένους
 
[…]
 
μερικοί μεταλαβαίνουν και την ερωτεύονται
με πάθος αμήχανο γιατί εκείνη
σπάνια δίνεται σε κάποιον
ενώ σε άλλους αδιάφορη φαντάζει
αφού στο πρόσωπό της
την κηδεία των πράξεων βλέπουν
και στις λέξεις της των πραγμάτων τα σάβανα
 
όλοι ωστόσο τρέμουνε την ομορφιά της
λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο
 
μας γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Η Καλλονή», περιγράφοντας την έκπαγλη ομορφιά ως ένα χαρακτηριστικό που υποκρύπτει κίνδυνο. Ενώ στο ποίημα που φέρει ως τίτλο αυτήν ακριβώς την λέξη, («Κίνδυνος»), λέει:
 
Περνάς κι η ομορφιά σου κυματίζει
ρόδο σε καθρέφτη
το ντεκολτέ σου επηρμένο
ανοιγοκλείνει και τα δάχτυλά μου
τρυγούν το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή
 
[…]
 
όμως εγώ με αίμα σε ορέγομαι…
 
Ακολουθεί «Ο καθρέφτης»:
 
[…]
νυχιά στο βλέμμα μου η ομορφιά
ώστε σαστίζει ο νους
και δεν ξέρω αν φλέγομαι
για το πραγματικό κορμί σου
ή για εκείνο που απαστράπτει
μέσα στον καθρέφτη
 
όμηρος εξάπαντος και των δύο
 
Το συγκεκριμένο θέμα της ομορφιάς, του τρόμου της, του έρωτα και του θανάτου, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τα αντιλαμβάνεται ο Κουτσούνης, του είναι προσφιλή και σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές (αρκεί να θυμίσουμε το παλαιότερο  βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η τρομοκρατία της ομορφιάς), και κυριαρχούν σε αυτές.
     Στο παρόν βιβλίο όμως το περιρρέον φόντο είναι λίγο διαφορετικό – όλα αγκαλιάζονται από τον αδιόρατο μανδύα του χρόνου που περνά. Του χρόνου που φέρνει την απώλεια, τον πόνο και τη νοσταλγία. Για το ποιητικό υποκείμενο εδώ, η απώλεια αφορά δύο πράγματα: πρώτον ένα προσφιλές πρόσωπο (τη μητέρα), και δεύτερον τα νιάτα. Η μεν απώλεια της μητέρας γεννά τον πόνο και τη νοσταλγία, η δε απώλεια της νιότης οδηγεί τόσο σ’ αυτή τη δεύτερη, όσο και στην σωματική αδυναμία.
 
Μήνες μετά
επιτέλους βρήκα το κουράγιο
να ξαναμπώ στην κάμαρά σου
 
τα πράγματα γύρω
ακίνητα και τακτικά
στρωμένες οι κουβέρτες στην εντέλεια
το νυχτικό στην πλάτη της καρέκλας
 
όλα λουσμένα στη σιωπή
ώσπου σε μια γωνιά
βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες
σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης
χάσανε τον κόσμο τους
δυο γάτες κλαίγοντας βουβά
 
οι κάλτσες σου μητέρα
 
(Ποίημα «Σε μια γωνιά»).
 
Εδώ, το πένθος του ποιητή είναι ολοφάνερο. Στην τρίτη στροφή μάλιστα, αυτός μεταφέρει τον πόνο του στις κάλτσες, τις οποίες προσωποποιεί (τους δίνει  ζωική υπόσταση για την ακρίβεια, παρομοιάζοντάς τες με γάτες). Την ίδια μεταφορά πραγματοποιεί, ως ένα βαθμό, και στο αμέσως επόμενο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Νοσταλγία»: το δυνατό νοσταλγικό συναίσθημα είναι προφανές ότι το αισθάνεται ο ίδιος, ενώ το μεταφέρει στη νεκρή μητέρα του:
 
… … …
άσε που πνίγομαι κι εγώ
μες το ξυλόσπιτο μονάχη
λαχταρώντας τα άνθη να δω
εδώθε μόνο ρίζες αντικρίζω
με μάτια που τα ρήμαξαν
του ζόφου οι βελόνες
δεν υποφέρεται σου λέω δεν μπορώ
με πιάνει νοσταλγία
 
κι η νοσταλγία εδώ κάτω γιέ μου
είναι χειρότερη κι από το μαύρο χώμα
 
Γιατί πραγματοποιεί την ίδια μεταφορά μόνον ως ένα βαθμό: διότι ως έναν άλλο, το ποίημα αυτό δεν μπορεί να μην μας θυμίσει την υπέροχη «Λήθη» του Λορέντζου Μαβίλη, όπου «Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε/ στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·/ μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει/ α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.// Κι αν πιούν θολό νερό, ξαναθυμούνται,/ διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι,/ πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.» Η νοσταλγία, λοιπόν, αφορά και τη νεκρή μητέρα.
     Ο άσπονδος εχθρός, ο χρόνος, γίνεται εμφανής και στο τέταρτο κατά σειράν Ιντερμέδιο (η συλλογή διανθίζεται από πέντε τέτοια Ιντερμέδια), από το οποίο σταχυολογήσαμε, για να προβάλουμε εδώ, το πρώτο, εξαιρετικό τετράστιχο:
 
Κουλουριάζεται πάνω στο μπαστούνι
λίγο λίγο τρώγοντας τα άκρα του
βουλιάζει στη σιωπή το γήρας
ένα σοφό του χρόνου υστερόγραφο
 
Τα γηρατειά βουλιάζουν στη σιωπή καθώς τα λαλίστατα νιάτα φθίνουν. Και μάλιστα:
 
… … …
η πιο φρικτή παρενέργεια
είναι που προκαλούν
ακατάσχετη νοσταλγία
 
(Ποίημα «Νιάτα»)
 
     Τα Ιντερμέδια αποτελούνται από επινοητικά ολιγόστιχα ποιήματα, που μεταφέρουν στον αναγνώστη συμπυκνωμένα νοήματα. Το πρώτο Ιντερμέδιο είναι αφιερωμένο στην ποίηση (και εδώ θα επανέλθουμε), το δεύτερο στον σαρκικό έρωτα και το πάθος, το τρίτο στον θάνατο και την απειλή του, ενώ το τέταρτο και το πέμπτο αφιερώνονται στον χρόνο και την πάροδό του.
     Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι η ποιητική συλλογή αγκαλιάζει ολόκληρο τον κύκλο της ζωής του ποιητή, εφόσον ξεκινά με ένα ποίημα βιωματικό, που είναι περιγραφικό και χιουμοριστικό μαζί, γύρω από την νεαρή του ηλικία, και την πρώτη, επεισοδιακή, σχέση του με την ποίηση, και καταλήγει στην επικείμενη έλευση των γηρατειών, όπως την καταγράφει, λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου, το πέμπτο Ιντερμέδιο. Ο ποιητής έχει πλήρη συναίσθηση του χρόνου που φεύγει:
 
Ετοιμάζονται οι καθρέφτες μου ετοιμάζονται
όπου να ’ναι θα με υποδεχτούν
με το καινούργιο μου κοστούμι από γηρατειά
 
     Χαρακτηριστικό της συλλογής αποτελεί το ότι το υποκείμενό της προβάλλει την ποιητική του ιδιότητα σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, ανεξαρτήτως θεματικής: στο αντιπολεμικό ποίημα «Πόλεμος», λόγου χάρη, ο ποιητής γονατίζει ψυχικά από την «κλαγγή και το αίμα», καθώς
 
… … …
βουίζαν μελίσσι στο σώμα
φθόγγοι και συλλαβές και λέξεις
εν μέθη ξαγρυπνούσε για τη λευτεριά
αγωνιζόμενος να φτιάξει ένα ποίημα
που θα κατέπαυε τον πόλεμο μεμιάς
 
Ενώ θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε στην παρούσα κριτική μας προσέγγιση και το πολύ συναισθηματικό ποίημα, που φέρει τον τίτλο «Σαστισμένα», και το οποίο είναι αφιερωμένο στα παιδιά που πέθαναν στην οικολογική και ανθρωπιστική καταστροφή στο Μάτι, όπως μας εξομολογείται ο ίδιος ο Στάθης Κουτσούνης στις σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου.
     Και θα τελειώσουμε επανερχόμενοι στο πρώτο Ιντερμέδιο, όπως γράψαμε και παραπάνω, για να σταχυολογήσουμε απ’ αυτό ένα εκπληκτικό τετράστιχο, το οποίο εμπεριέχει δύο πόλους: την ποίηση αφ’ ενός και το ανθρώπινο πλήθος αφ’ ετέρου:
 
Ολόγυρα πλήθος που λιμοκτονεί κι ο καλλιτέχνης
πελώρια λαχταριστά καρβέλια ζωγραφίζει
οι πεινασμένοι τα καταβροχθίζουν
αλλά εκείνοι μόνο ξέρουν αν χορταίνουν
 
Ένα τετράστιχο με διττή σημασία, εφόσον η κυριολεκτική λιμοκτονία και η πείνα σημαίνουν θάνατο, με τον ποιητή να παραμένει ανίσχυρος, ενώ μεταφορικά σημαίνουν δίψα για ζωή: οι στίχοι ποτέ δεν χορταίνουν τον άνθρωπο, ποτέ δεν φέρνουν κορεσμό. Πάντα ο άνθρωπος θα διψά για ποίηση, κυρίως στον σημερινό ζοφερό κόσμο μας, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι.
 
 
 
Δάφνη-Μαρία Γκυ-Βουβάλη
[ηλεκτρονικό περιοδικό Περί ου, 6 Απριλίου 2024]
 

Η ραδινή αυτή συλλογή περιλαμβάνει 29  όμορφα ποιήματα που αναφέρονται κατά κανόνα στον θάνατο, τον έρωτα, τη φθορά και την ποίηση –όπως άλλωστε τα περισσότερα ποιήματα. Το ποιητικό υποκείμενο νοσταλγεί  τους νεκρούς του, με προεξάρχουσα τη νεκρή του μάνα, τη λάμπουσα εν κενώ. Μια νοσταλγία, που δεν διολισθαίνει σε μελοδραματισμό, δεν είναι υδαρής αλλά τρυφερή και στιβαρή λύπη. Στον αντίποδα του θανάτου και της απουσίας είναι η ποθητή γυναίκα, ο έρωτας, το σώμα ως πηγή ηδονής, όλα θρυαλλίδες μιας αισθησιακής έκρηξης που μας καθιστούν ομήρους της ομορφιάς εκείνης που «αναμμένη απ’ τον ολονύχτιο καύσωνα/ βγαίνει πρωί μ’ ένα σιθρού κομπινεζόν». Ποίηση σωματική, στίχοι εικαστικής θερμότητας που εικονοποιούν την ερωτική πράξη. Ο φόβος του επερχόμενου γήρατος και της φθοράς σηματοδοτεί την υπαρξιακή αγωνία και τη μελαγχολία του ποιητού εν Αθήναις το 2024 μΧ. ενώ η ποίηση –πάντα η ποίηση– συστήνει εκ νέου τον κόσμο, και ερωτοτροπεί με τους ηττημένους. Και όλα αυτά ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης τα πραγματεύεται με μια γλώσσα απλή και γειωμένη, χωρίς φιλοσοφίζουσες αερολογίες και συναισθηματικές λυρικοπάθειες, μια γλώσσα ευρηματική και συχνά απρόοπτη. Κάποια, δε, ποιήματά του έχουν μια «ελαφράδα», χωρίς να χάνουν σε τίποτα από τη σοβαρότητά τους. Ο ποιητής είναι εξαιρετικός τεχνίτης του λόγου και ξέρει πως καταθέτοντας τη σοβαροφάνεια, κερδίζει σε σοβαρότητα. Τα 29 ποιήματα διακόπτονται από 5 ιντερμέδια που το καθένα αποτελείται από οκτώ ολιγόστιχα, αποφθεγματικής ισχύος ποιήματα, κάτι σαν μουσικό διάλειμμα για σόλο φωνή, που δίνουν επιπλέον ρυθμό στη σύνθεση και αποκαλύπτουν τις μουσικές καταβολές του ποιητή.

 
 
 
Αγγελική Πεχλιβάνη
[Βιότοπος Πολιτισμού Culture Book
(Διπλά σφηνάκια ποίησης), 7 Απριλίου 2024]
 

Του Κανενός το ρόδο

Στάθης Κουτσούνης: Ρόδο σε καθρέφτη, Μεταίχμιο 2024, σελ. 48
Όγδοη ποιητική απόπειρα του πολυγραφότατου καθηγητή Στάθη Κουτσούνη. (Έχει επίσης εκδώσει δύο πεζογραφήματα και πλείστες μελέτες, κριτικές και δοκίμια.)
     Η συλλογή αποτελείται από 24 ποιήματα και 40 ολιγόστιχα αλλά σπινθηροβόλα ιντερμέδια, που λειτουργούν σαν συνδετικά διαλείμματα.
    Ο ποιητής δημιουργεί κυριότατα για να εκφραστεί, αποτεινόμενος πρώτιστα στον εαυτό του, και δεν παύει να είναι ένας πολίτης του κόσμου, που παντού και πάντα αντιμετωπίζει τα ίδια κοσμογονικά προβλήματα, τα εσωτερικά θέματα του συνειδητού ανθρώπου. Οι τίτλοι που χρησιμοποιεί έχουν ιδιαίτερη σημασία, λειτουργούν σαν Πύλη στην αισθητική διάσταση των στίχων, και τα ανύπαρκτα σημεία στίξης ευνοούν τον επιτονισμό, δίνουν στα ποιήματα την αίσθηση μιας ιλιγγιώδους πτώσης, δίχως αλεξίπτωτο.
     Τις σελίδες του βιβλίου σαρώνει μια λυπητερή ενατένιση εκείνου που αδιάκοπα φεύγει χωρίς να μπορούμε –παραλυτικά αδρανοποιημένοι στα υπόψυχρα κελιά μας– να κάνουμε τίποτα να το σταματήσουμε, όπως μέσα στο όνειρο που θέλουμε να τρέξουμε να σωθούμε από κάτι το φοβερό ή να αδράξουμε κάτι το πολύτιμο και δεν μπορούμε να σαλέψουμε. Αυτό το ‘κάτι’ ο Στάθης Κουτσούνης παλεύει να  προσεγγίσει φυτεύοντας τους σπόρους του στο άνυδρο χαρτί, στα ρήματα των στίχων του:
«Κουκούτσια σπέρνει στο χαρτί/ ο ποιητής τις λέξεις/ και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές/ να κόψει πορτοκάλια» («Ιντερμέδιο i»),
έτοιμος πάντα, όμως, να επιστρέψει στην πραγματικότητα:
«[…]// όμως εγώ με αίμα σε ορέγομαι/ έλα δεν θέλω να σε κάνω ποίημα/ δεν θέλω να παγιδευτείς/ μες τον λαβύρινθο των λέξεων/ για να σε καταπιεί το τέρας» («Κίνδυνος»)
     Γυναίκα η Ζωή για τον ποιητή, ορέγεται τις θηλές της, μεθάει με τ’ άρωμά της, ποθεί το αγέραστο κορμί της, αλλά, δειλές οι χούφτες, το σάλτο ριψοκίνδυνο, η πτήση με την πτώση κολλητές και πάντα καθηλώνεται μακριά απ’ της αφής το ρίγος.
     Το έλλειμμα πίστης της εγγενούς προΰπαρξης σκοπού, ο τρόμος της έμπνευσης («Δυστοκία») ίσως και οι τύψεις  –μια πολλαπλή συνεκδοχή της ενοχής– είναι ο κρυφός φωτισμός καίριων θεμάτων της συνείδησης του αυτοκρινόμενου ποιητή. Τα ερωτηματικά απαντώνται με την ομοιοπαθητική ιδιότητα της ποίησης που αίρει τις αντιθέσεις («Similia similibus»). Με τη φροϋδική αποκρυπτογράφηση της άρρενος σκέψης, σε συνδυασμό με τη φανέρωση μιας μπωντλερικής, σκληρής, αδιάφορης κι απάνθρωπης ομορφιάς για την επιθυμία και τα δάκρυά μας, γίνεται πικρός προφήτης μιας αναπότρεπτης ήττας:
«Απρόβλεπτη κυκλοφορεί ανάμεσά μας/ ερωτοτροπώντας με τους ηττημένους» («Η καλλονή»)
     Βλέπει καθαρά τα ‘αγγελοποιημένα φάσματα’ που δεν κατοικούν πια σ’ αυτή την άμεση γη του. Σ’ ένα φόντο χρυσού δειλινού, αντικρίζει με σολωμική ματιά την ιδανική μορφή της απρόσιτης Ομορφιάς, με άμεσο αισθησιασμό την αποθεώνει, πάντα με γνώση και συνείδηση του φευγαλέου παρόντος και του περινέφελου μέλλοντος. Της ομορφιάς που μας κάνει να δακρύζουμε μ’ όλων των ειδών τα δάκρυα για τη μαύρη αλήθεια, την ίδια που κυβέρνησε κυριαρχικά τον Ρίλκε, την αίσθηση της εγκατάλειψης του φιλιού, της αιώνιας υγρής θέρμης του, στην μνήμη μιας μάταιης απαντοχής.
     Η οδύνη για τον χαμό της σάρκας, με αντίβαρο το θεσπέσιο της αφθαρσίας ενός ποιήματος, δημιουργεί έναν κόσμο με παράλληλα ψυχολογικά επίπεδα. Αυτή η μάταιη οδύνη, σαν ανάλυση, γίνεται γενεσιουργός στο σώμα του ποιητή: «Να τες οι φιλενάδες/ πιασμένες χέρι χέρι/ η καλλονή κι η ματαιότητα» («Ιντερμέδιο iv»)
     Στο ποίημα «Σαστισμένα» ο Στάθης Κουτσούνης μελανουργεί ένα ελεγείο για τα άγουρα, τα χαμένα παιδιά στο Μάτι που, από το πολικό περιθώριο, μακριά απ’ το γονικό βλέμμα, ψάχνουν στο βυθό της στάχτης τα παραναλωμένα όνειρα και παιχνίδια τους.
     Ελεγειακά είναι και τα τέσσερα ποιήματα για τη μητέρα· φωτίζεται το όραμα της εξευγενισμένης μορφής της, η αβρή αφή της, το ανεξίτηλα εξεικονισμένο βίωμα. Ο ιερός κρίκος της οικογενειακής ζωής σπασμένος, ο χαμένος ρυθμός της ηλιόλουστης μέρας, το οδυνηρό συμπέρασμα. («Το ταξίδι», «Σε μια γωνιά», «Νοσταλγία», «Στο δάσος» – 4 ποιήματα για τη μητέρα)
     Υμνωδός του κόσμου και συμπυκνωτής των Ωραιοτήτων και των δυνατοτήτων του ο ποιητής, πασχίζει με όλες τις δυνάμεις της δημιουργίας της τέχνης του, αλλά βλέπει τα ένστικτα και τη διάθεση που καλλιέργησε να ισοπεδώνονται από τις δυνάμεις της
καταστροφής. Ενσαρκώνεται πάλι και πάλι το αληθινό σώμα του ανθρώπου που δεν
πεθαίνει γιατί είναι το σκεύος όλων των στοιχείων της αθάνατης φύσης.
     Τα νιάτα αποταμιεύονται μόνο στη θύμηση και όταν ανασύρονται από τα βάθη της
επιφέρουν την αβάσταχτη λύπη. Μέσα από μια πικρή καταγγελία, μελαγχολική και έμφοβη, η νοσταλγία εκρήγνυται σαν ‘παντερειπωτική’ υδρογονοβόμβα, σαν κατακλυσμός χωρίς φτερούγισμα ειρήνης, χωρίς σημάδι θεϊκής τύψης για όσα ημιτελώς έχουν πλαστεί, χωρίς έλπιση παλιννόστησης παραδείσου («Το φιλί», «Νιάτα», «Νοσταλγία»).
     «Το καμένο χέρι που θα ξαναβλαστήσει» (Ελύτης), το πρωτεύον αρχέτυπο της Ωραιότητας. Έτσι βλέπει τον κόσμο ο ποιητής, σαν την Κόρη του Ευθυδίκου που έχει κομματιαστεί ο χιτώνας της και δεν μπορεί να ξανάβρει την αρμονία των πτυχών του.
     «Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού κατεστραμμένη.» (Ελύτης)
     Μαυροφορούσα Περσεφόνη η Ψυχή, στο πρώτο σινιάλο της Άνοιξης από τα τάρταρα αναδύεται, τα μαύρα πέπλα της εκδύεται να τρέξει πάλι στους αγρούς. Έχει καταναλώσει όμως τους σπόρους του ροδιού (το ρόδι ανήκει στα βασικά σύμβολα της ελευσινιακής λατρείας), τα γέλια και τ’ αθύρματα πλέον ξεθυμασμένα κι εκείνη, σημαδεμένη από την περιοδικότητα της φυλλοβολής, την επίγευση του σκοτεινού ασπασμού, τη χαμένη της αθωότητα, φέρει στους ώμους μαύρο πέπλο το νικημένο μυστήριο της Ζωής: «[…]/ και ρίχνοντας στους ώμους σου πέπλο/ το νικημένο μυστήριο/ κατεβαίνεις ανέκφραστη/ επάνω και κάτω τα ίδια ψιθυρίζεις/ λίγο πριν σε χωνέψει ο ζόφος/ παντού ενεδρεύουν αράχνες/ να με βυζάξουνε φαρμακωμένο γάλα» («Η Κόρη», ο τελευταίος στίχος παράφραση από το Μαουτχάουζεν του Ι. Καμπανέλλη)
     Σαν τον Πωλ Μπάουμερ, τον συνειδητοποιημένο ήρωα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, ο
Κουτσούνης δεν γνωρίζει παρά τον έσω πόλεμο, το «πανδαιμόνιο» της ψυχής, τα «μελίσσια» των λέξεων και των στίχων, αυτά είναι τα όπλα του κι όχι οι σφαίρες, μ’ αυτά πολεμάει να ελευθερώσει τη σκέψη του, πρώτος ‘ιερολοχίτης’ και τα πρωτεταμένα στήθη του πάντα ματώνουν αριστερά, στο μέρος της καρδιάς («Πόλεμος»).
     Φανερά, έχουμε να κάνουμε με μια απογύμνωση που την υπογραμμίζει η αλλαγή του ρηματικού τύπου, ο λυρικός ενεστώς γίνεται μελαγχολικός παρατατικός –η μουντή, οπτική στάση της ρέμβης για τον κόσμο που ανα-φαίνεται μπροστά μας αλλά και πολύ μακριά μας («Ιντερμέδιο iv»).
     Τέλος  «κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ’ τα πράγματα να τα προφτάσουν.» (Ελύτης)
     Όσο κι αν πασχίζει, μέσα από την τελετουργία της εσωτερικής του ζωής, δεν μπορεί να πετύχει την ανα-νέωση των φαινομένων.  Χωρίς αρχετυπικές αφορμές και παρορμήσεις, διαβλέπει εκδιωγμένος μέσα από τα λαμπερά του φυλλώματα τον χαμένο παράδεισο. Μα όσο κι αν χωρίζεται απ’ αυτόν, δεν τον χάνει από τα μάτια του, δεν μειώνει το μεγαλείο του:
«Δίχως εσένα δεν θα υπήρχα/ κι ας με κατατρώγεις ανεπαίσθητα/ κάθε μέρα με συνεργό σου τον καθρέφτη/ έλεγε στην όραση η ομορφιά» (Ιντερμέδιο iv)
     Τον αθάνατα νεκρό ανατέμνει ο Στάθης Κουτσούνης –αυτόν που φαινομενικά μόνο σκότωσαν οι καιροί. Τον νεκροτομεί με την αισθητική επιδεξιότητα που έχουν τα δάχτυλα ενός πραγματικά δεξιοτέχνη χειρουργού, για να απομονώσει ένα προς ένα τα φυσικά στοιχεία του οργανισμού του. Αναζητεί αέναα την εσωτερική του Ιθάκη, τη δική του Βεατρίκη. Αυτό προς το οποίο γυρίζουμε όπου κι αν ταξιδεύουμε και που το λαχταρούμε για οριστικό μας αγκυροβόλιο. Κι εκείνος βλέπει τους χειμάρρους των λέξεών του να εκβάλλουν στη θάλασσα που περιζώνει το ιδανικό νησί του. Το δικό του Ελυτονήσι, εκεί όπου το παρελθόν έχει μια λάμψη και μια ευωδιά αιωνιότητας. «Έτσι κι αλλιώς/ στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε.» (Ελύτης)
     Ο μόνος σταθερός προσανατολισμός του Κουτσούνη είναι να προσανατολίζεται ακατάπαυστα, δίχως όμως να πάψει να διαγράφει –ενδεικτικό της γονιμότητάς του– γύρω απ’ τους τόπους αυτούς, παρεμφερείς γραμμές προς άλλα σημεία προσανατολισμού, ενός σταθερού ποιητικού κόσμου. Ψάχτης κι ανακατασκευαστής, δεν διστάζει να κρούσει το άγνωστο αναμένοντας την απάντηση στη δεύτερη, την έσω πλευρά του καθρέφτη του νου· την πιο λαμπρή και την πιο σκοτεινή που ασταμάτητα μεγεθύνει το πριν και συρρικνώνει το μετά, προσπαθώντας ακούραστα ν’ αλλάξει τους συσχετισμούς.
 
 
 
Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου
[ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal, 23 Απριλίου 2024]
 

Αντικείμενα αγάπης και πόθου

Ο Στάθης Κουτσούνης, ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός, εμφανίστηκε στα γράμματα το 1987 με την ποιητική συλλογή Σπουδές για Φωνή και Ποίηση και έκτοτε εκδίδει βιβλία σε τακτά χρονικά διαστήματα. Εφέτος εξέδωσε τη συλλογή Ρόδο σε καθρέφτη, όπου αποτυπώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για ποικίλα θέματα, κυρίως για την ποίηση και τον έρωτα. Το πρώτο ποίημα, το «Similia similibus», έχει αυτοβιογραφικό και εξομολογητικό χαρακτήρα, καθώς ανατρέχει στο παρελθόν του:
 
Όταν ήμουν μικρός
τα ποιήματα με τρόμαζαν
τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω
μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη
 
 
[…]
 
ώσπου μεγαλώνοντας
αντιμετώπισα το ζήτημα ομοιοπαθητικά
 
άρχισα να γράφω ποιήματα
 
     Στο «Δυστοκία» διαβάζουμε λίγους στίχους για ένα κοριτσάκι, την Άλκηστη –στην οποία είναι αφιερωμένο–, την κόρη του ποιητή και τη σχέση της με τις λέξεις και το γράψιμο. Αλλά και με τη δική του δυσκολία, όταν καταφεύγει στη λευκή σελίδα για να καταγράψει στίχους:
 
εγώ ακόμη να εξημερώσω τη λευκότητα
ακόμη να δαμάσω το θηρίο
 
     Στο «Κίνδυνος» αρχίζει η ας πούμε περιπλάνηση του ποιητή στο γυναικείο σώμα και τα συναισθήματα που αυτό του προκαλεί δια της όρασης, της αφής και της όσφρησης, κάτι που ενδεχομένως καταλήξει σε ποίημα:
 
αρώματα και φθόγγοι αναδύονται
από τα μέλη του κορμιού σου
τα χείλη μου χασομεράνε στις θηλές
και με κυκλώνει από παντού επιθυμία
 
Συνέχεια του προηγούμενου είναι το «Ο καθρέφτης», όπου τα πράγματα φαίνεται να φτάνουν στο απροχώρητο:
 
νυχιά στο βλέμμα μου η ομορφιά
ώστε σαστίζει ο νους
και δεν ξέρω αν φλέγομαι
για το πραγματικό κορμί σου
 
     Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ποιητής δεν αρκείται στο να εκφράζει τα συναισθήματα που νιώθει για την αγαπημένη του, κυρίως τον πόθο, μα ομολογεί και … τη λαχτάρα του …, όπως την αποτυπώνει στο «Άπνοια»:
 
Αναμμένη από τον ολονύχτιο καύσωνα
βγαίνει πρωί μ’ ένα σιθρού κομπινεζόν
και σκουπίζει με στιλ το μπαλόνι
 
 
[…]
 
το βλέμμα μπαινοβγαίνει στο διαφανές
κεντώντας το κορμί της ψιλοβελονιά
 
     Όχι, ο ποιητής δεν ασχολείται μόνο με τη γυναίκα ως ερωτικό αντικείμενο. Στη συλλογή διαβάζουμε ποιήματα για τη μητέρα, για την αγάπη του προς αυτήν, για όσα τον δένουν μαζί της. Αυτό φαίνεται στο «Ταξίδι», που είναι αποχαιρετιστήριο:
 
Πόσα πρωινά δεν μ’ έντυσες
δεν με φίλησες και δεν με ξεπροβόδισες
για το σχολείο ή τη δουλειά
πάντα με τη συμβουλή στα χείλη
 
Υπάρχουν κι άλλα τρυφερά ποιήματα για τη μητέρα, γεμάτα αναμνήσεις και φανταστικές σκηνές που οραματίζεται μετά τη φυγή της ή καλύτερα μετά το τελευταίο ταξίδι της, όπως στο «Δάσος»:
 
Περιπλανώμενη στον ουρανό η μητέρα
μπαίνει ξαφνικά στο δάσος σαν ιπτάμενο
έπιπλο που επιστρέφει
κι εξελίσσεται σ’ ένα ήμερο ζώο
  
     Κι όμως το τελευταίο ποίημα της συλλογής, το «Η θέα», δεν είναι ούτε για την αγαπημένη, ούτε για την κόρη, ούτε για τη μητέρα...
 
Ανοιγοκλείνει το παντζούρι
και το παράθυρο φλερτάρει με τη θέα
απλόχερα τραβάει τη φούστα της εκείνη
και φαίνεται ο πράσινος μηρός
 
     Ασφαλώς, είναι απολαυστικοί οι στίχοι του Στάθη Κουτσούνη. Δεν έχει καμιά σημασία ποιο είναι το αντικείμενο της προσοχής και της αγάπης του, αυτό που προέχει είναι η τρυφερή ματιά του πάνω σε αυτό.
 
 
 
Φίλιππος Φιλίππου
[ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal, 23 Απριλίου 2024]
 

Το πρώτο πράγμα (ανάμεσα σε πολλά άλλα) που συναντά κανείς στη δημιουργική φιλοσοφία των ποιητικών πονημάτων του ώριμου πια Στάθη Κουτσούνη είναι η ερωτική διάθεση, η οποία, διάχυτη παντού, σκεπάζει με τρόπο θα έλεγε κανείς καταλυτικό, ολόκληρο (ή σχεδόν) το σώμα της συλλογής. Ο ερωτισμός των παρόντων ποιημάτων, σε σύγκριση με προηγούμενα βιβλία του ποιητή, παίρνει χαρακτήρα πρωτοφανούς ισορροπίας (παλιότερα ένας έντονος ρεαλισμός εισχωρούσε βασανιστικά και χωρίς την παραμικρή συστολή σε σχέσεις ανθρώπινες καθιστώντας τες αφόρητες τόσο πραγματολογικά όσο και αληθοφανώς, τόσο βαθιά έβαζε το μαχαίρι ο ποιητής), μάλλον ηλικιακής ηρεμίας, σε αντίθεση με το άγριο της νιότης, γενικώς αντιλαμβανόμαστε την καθολική όψη ενός συναισθήματος, το οποίο με την πάροδο των χρόνων λαμβάνει διάφορες μορφές… Πράγματι, ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης διανύοντας την έκτη δεκαετία της ζωής του έχει και τα φόντα και τα εχέγγυα να δίνει τον έρωτα μέσα από ποιητικές φόρμες και οχήματα ως τη σπουδαιότερη λειτουργία όπου μπορεί καθένας μας να βρεθεί (για πολύ ή λίγο, δεν έχει καμιά σημασία) και να μεταφερθεί σε άλλες συναισθηματικές και ψυχολογικές σφαίρες, σε άλλα επίπεδα, με άλλες αισθητικές νότες, σε άλλους τροφοδοτούμενους με σημάδια ψυχαγωγίας κόσμους, τέλος, με διαστολές αλλά και συστολές του χρόνου, γεγονός που καθρεπτίζεται σε καθημερινή βάση, σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλλά και σε ατομικούς και κοινωνικούς συνειρμούς. Ας δούμε το ποίημα:
 
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
 
Σε κοιτάζω που κοιτάζεσαι
γυμνή με τις ώρες στον καθρέφτη
κι αδυνατώ να καταλάβω
ο όμηρος ποιος είναι
ο καθρέφτης του κορμιού σου
ή το κορμί σου του καθρέφτη
 
νυχιά στο βλέμμα μου η ομορφιά
ώστε σαστίζει ο νους
και δεν ξέρω αν φλέγομαι
για το πραγματικό κορμί σου
ή για εκείνο που απαστράπτει
μέσα στον καθρέφτη
 
όμηρος εξάπαντος και των δύο   (σελ. 16)
 
     […]
     Ενίοτε (ή μάλλον συχνά πυκνά) ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης παρουσιάζει στο σώμα των συλλογών του τα ιντερμέδια, χαϊκού θα έλεγε κανείς, εγώ όμως τα βλέπω ως κάτι πολύ παραπάνω, ως διαλογικά διαλείμματα (και πάντα ερωτικά) κατά τη διάρκεια της εν γένει ποιητικής εργασίας του, ως κάτι το οποίο και θα τον «ξεκουράσει» από το άχθος, το άγχος και το φορτίο, τον μόχθο και την αγωνία για το πόσο ποιοτικά είναι τα κανονικά (ας μου επιτραπεί) ποιήματα. Αυτά τα ιντερμέδια είναι πράγματι δυναμικά, καθώς μέσα τους περικλείεται έντονος αγώνας, γνώμες, ερεθίσματα, εμπνεύσεις, όλα δοσμένα συμπεριληπτικά και ευσύνοπτα, με δυο-τρεις στίχους, ενώ παράλληλα από τα πιο μικρά (όχι σε έκταση αλλά σε συναίσθημα) έως τα πιο μεγάλα … διατηρούν μια ζωντάνια, ένα ποιητικό πάθος, ένα ολιγόστιχο αποτύπωμα του ποιητή πάνω και στη ζωή αλλά και στον θάνατο και στον έρωτα, και στην απώλεια και στη φυσική παρουσία αλλά και στην αμετάκλητη απουσία. Τα Ιντερμέδια αποτελούν την πραγματική ένδειξη για το πόσο αξίζει ως ποιητής ο Στάθης Κουτσούνης, ο οποίος και τα καλλιεργεί προκειμένου, αφενός να δώσει μια ανάσα στον αναγνώστη, αφετέρου να μας κάνει οικεία τη μεγάλη του ικανότητα σε αυτόν τον τομέα, σε αυτό το είδος της ποιητικής συνεισφοράς. Ας δούμε τα ιντερμέδια:
 
IΝΤΕΡΜΕΔΙΟ I
 
Αιώνες μέσα σου απάγκιαζα μητέρα
ώσπου ξεπρόβαλα στη ρίζα της φωτιάς
ένα πρωί που βρόνταγε το φως κι οι λέξεις
στήναν θηλιές στο πέρασμά μου
 
~
 
Κουκούτσια σπέρνει στο χαρτί
ο ποιητής τις λέξεις
και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές
να κόψει πορτοκάλια
 
~
 
Ολόγυρα πλήθος που λιμοκτονεί κι ο καλλιτέχνης
πελώρια λαχταριστά καρβέλια ζωγραφίζει
οι πεινασμένοι τα καταβροχθίζουν
αλλά εκείνοι μόνο ξέρουν αν χορταίνουν
 
~
 
Μην κοιτάζετε ποτέ
τα ποιήματα κατάματα
μεταφορές τα μάτια τους
κι αλληθωρίζουν   (σελ. 14)
 
     … Ο ποιητής Κουτσούνης, έχοντας κατακτήσει όλα εκείνα τα εφόδια με τη συνεχή ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο είδος έκφρασης, μπορεί εδώ και χρόνια να παρουσιάζει ποιητικά σύνολα που όχι μόνο στέκονται αξιοπρεπώς στη λαίλαπα των εκδόσεων, αλλά επιπλέον ξεχωρίζουν για την εμβέλειά τους, για το πρωτόγνωρο των εμπνεύσεων αλλά και για την ικανή τέχνη εκφοράς με την οποία και ταυτιζόμαστε από πλευράς όχι μόνο απλών αναγνωστών αλλά και ως μύστες αυτής της υπέροχης τέχνης. Ο Στάθης Κουτσούνης προσλαμβάνει ερεθίσματα, από τα πιο ταπεινά έως τα πιο εξελιγμένα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τα μετατρέπει σε ποιητικές μονάδες, σε πολύτιμους λίθους, δεν γνωρίζω με πόσο ανθρώπινο πόνο, σίγουρα όμως με απόλυτο σεβασμό και στους κανόνες της ποίησης αλλά και στο στάτους των αναγνωστών, πετυχαίνοντας ένα αποτέλεσμα που, χωρίς υπερβολή, τον κατατάσσει ανάμεσα σε ό,τι καλύτερο έχουμε σήμερα στον χώρο, ως κάτι με αληθινά μεγάλη αξία και από άποψη σύλληψης και από άποψη παράθεσης. Ας δούμε το ποίημα:
 
ΚΙΝΔΥΝΟΣ
 
Περνάς κι η ομορφιά σου κυματίζει
ρόδο σε καθρέφτη
το ντεκολτέ σου επηρμένο
ανοιγοκλείνει και τα δάχτυλά μου
τρυγούν το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή
 
αρώματα και φθόγγοι αναδύονται
από τα μέλη του κορμιού σου
τα χείλη μου χασομεράνε στις θηλές
και με κυκλώνει από παντού επιθυμία
μα ξάφνου οσφραίνομαι ότι εσύ
δολώνεις τα αγκίστρια σου με ρήματα
 
όμως εγώ με αίμα σε ορέγομαι
έλα δεν θέλω να σε κάνω ποίημα
δεν θέλω να παγιδευτείς
μες στον λαβύρινθο των λέξεων
για να σε καταπιεί το τέρας
 
έλα και δεν θα το αντέξω
τα άκρα μου να μείνουνε μετέωρα   (σελ. 13)
 
 
 
Χρίστος Παπαγεωργίου
[ηλεκτρονικό περιοδικό Diastixo, 29 Απριλίου 2024]
 

Ρόδο σε καθρέφτη

Εκλεκτικός πάντοτε στην ποίησή του και ολιγογράφος ο Στάθης Κουτσούνης μάς χάρισε αυτή την άνοιξη την 8η ποιητική του συλλογή με τίτλο Ρόδο σε καθρέφτη (Μεταίχμιο, 2024). Διαβάζοντάς την και έχοντας στον νου όλη την ποιητική του πορεία κατανοείς ότι αποτελεί μια αρμονική συνέχεια όλων των προηγούμενων συλλογών του. Σαν να χτίζει ο ποιητής στίχο στίχο  ένα ποίημα εν προόδω, με ανανεωμένη, εκλεπτυσμένη και ώριμη γραφή, αλλά με τις ίδιες πάντοτε μεγάλες θεματικές του: την αναζήτηση της ομορφιάς, την υπαρξιακή αγωνία, τον έρωτα, τον αισθησιασμό, τη φθορά, τον καημό της γραφής.
     Ενδεικτικό αυτής της συνέχειας είναι και το μότο της νέας συλλογής με στίχους από δύο σημαντικούς ποιητές: τον στίχο του Ελύτη «Ρόδο μου Αμάραντο» από το άσμα «Της αγάπης αίματα» (Άξιον Εστί) και από το ποίημα «Ψαλμός» του Γερμανού ποιητή Πάουλ Τσέλαν τους στίχους (εδώ σε μετάφραση Χρήστου Γ. Λάζου): «Ένα Τίποτα/ ήμαστε, είμαστε, για πάντα/ θα μείνουμε, που ανθίζει:/ του Τίποτα, του/ Κανενός το ρόδο», συνδέοντας έτσι νοηματικά την καινούρια συλλογή του με τις Παραλλαγές του μαύρου, τον Τρύγο αιμάτων, την Τρομοκρατία της ομορφιάς, τα Στιγμιότυπα του σώματος και Στου Κανενός τη χώρα.
     Δεν είναι μάλιστα τυχαίος και ο τίτλος της συλλογής Ρόδο σε καθρέφτη. Οι δύο λέξεις που τον απαρτίζουν αποτελούν τους δύο βασικότερους νοηματικούς άξονες της συλλογής, το νήμα που την συνέχει και συνυφαίνει τον καμβά των ποιημάτων της: το ρόδο ως σύμβολο της εύθραυστης ομορφιάς, του έρωτα, του πόθου, αλλά και της ποίησης, για να θυμηθούμε το «Ρόδο το Αμάραντο» του Ελύτη και τον Ερωτικό λόγο του Σεφέρη («Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις»). Ο καθρέφτης είναι στη λογοτεχνία σύμβολο της φαινομενικής όψης του κόσμου και της ρευστότητας των πραγμάτων αλλά και της αυτοσυνειδησίας του καλλιτέχνη, εν προκειμένω του ποιητή. Παρατηρώντας και τη  λεπτομέρεια από τον πίνακα «Μαγική εικόνα» του Αλέξανδρου Ίσαρη στο εξώφυλλο, ο καθρέφτης φαίνεται αντανακλά τον ενδότερο ψυχισμό του ποιητή και τον εσώτερο κατακερματισμό του στα είκοσι εννέα ποιήματα της συλλογής. Μεταφορικά, λοιπόν, ο τίτλος συνδυάζει τις δύο βασικές θεματικές: τον έρωτα ως πηγή έμπνευσης και απόλαυσης και την ποίηση, συγκεκριμένα τη σχέση του ποιητή με τη γραφή και την ίδια την ποιητική πράξη, τάση που ενυπάρχει και σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, ιδίως στην Τρομοκρατία της ομορφιάς.
     Άλλωστε, και το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «Similia similibus» είναι ποίημα ποιητικής. Σ’ αυτό ο Κουτσούνης αποδίδει φόρο τιμής στην πρώτη πηγή που τον ώθησε να γράφει, τα ποιήματα του Σαχτούρη. Τον συγκλόνισε η αλλόκοτη σειρά των λέξεών του που «λοξοδρομούσαν απ’ το νόημά τους» για να πλάσουν «εικόνες από τα αθέατα», διαστρέφοντας την πραγματικότητα και «συστήνοντας ξανά τον κόσμο». Αυτό φαίνεται να είναι και ένα κύριο γνώρισμα των ποιημάτων του Κουτσούνη: η παρέκκλιση που επιχειρεί στους στίχους του, αφού, όπως λέει σε συνέντευξή του, «Η ποίηση είναι ένας τρόπος θέασης της πραγματικότητας, η ανάδειξη ενός άλλου κόσμου. Πολλές φορές διαστρέφει τα πράγματα για να φτάσει στο βάθος τους. Παρεκκλίνει από τον κανόνα, για να δείξει τις κρυφές πλευρές του γίγνεσθαι». Αλλά και το ποίημα «H καλλονή» θεωρώ πως στην ποίηση αναφέρεται, της οποίας η ομορφιά είναι ασύλληπτη, ξεγλιστρά απ’ όλους μοιάζοντας με «λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο». Ερωμένη πολλών, δεν δεσμεύεται σε κανέναν, αλλ’ αποτελεί για πολλούς επίδοξους ποιητές μια ψευδαίσθηση υστεροφημίας.
     Τον έρωτα των λέξεων που «βουίζουν μελίσσι στο σώμα» του ποιητή καθώς και την αγωνία της λευκής σελίδας, πώς να τη γεμίσει με λέξεις και «να δαμάσει το θηρίο», αποτυπώνει στο ποίημα «Δυστοκία». Αλλά και το ποίημα «Κίνδυνος», από στίχο του οποίου είναι εμπνευσμένος ο τίτλος της συλλογής, αποτελεί επίσης ένα «ποίημα για την ποίηση», το οποίο συνθέτει το ηδονικό στοιχείο (το «επηρμένο ντεκολτέ», «το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή», «τα χείλη που χασομεράνε στις θηλές») με την ποιητική έμπνευση και την απατηλότητα της φύσης της, αφού σαν ερωτική γυναίκα αναδίνει «αρώματα και φθόγγους» προκαλώντας τη σφοδρή επιθυμία στον ποιητή να την κατακτήσει και να την κάνει δική του γι’ αυτό και την εκλιπαρεί να έρθει, για να μη μείνουν «τα άκρα του μετέωρα». Ποιήματα αυτοαναφορικά και τα οκτώ μικρά διαμαντάκια με τίτλο «Ιντερμέδιο i» στα οποία ο ποιητής κάνει λόγο για τη μεταφορικότητα της ποιητικής γλώσσας, για την επιθυμία του καλλιτέχνη να χορτάσει το πλήθος με τα «καρβέλια» του και για την αυθαίρετη αποσυμβολοποίηση των ποιημάτων:
 
«Κουκούτσια σπέρνει στο χαρτί
ο ποιητής τις λέξεις
και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές
να κόψει πορτοκάλια» (σελ. 14)
 
και:
 
«Μπαίνει στο ποίημα χαρωπά ο αναγνώστης
κι αγνοώντας τη σήμανση
τις μεταφορές ανύποπτος απασφαλίζει» (σελ. 15)
 
     Αντίθετα, στο «Ιντερμέδιο ii» ο δεσπόζων άξονας είναι ο έρωτας. Σπουδαία ποιήματα που σε καθηλώνουν με τη σφοδρότητα των συναισθημάτων τους και την έντονη ερωτική πνοή τους:
 
«Η γλώσσα μου ψάρι στο στόμα σου
ροκανίζοντας τη δική σου γλώσσα
που ροκανίζει ψάρι κι εκείνη τη γλώσσα μου» (σελ. 20)
 
και
 
«Σαν το πρόβατο γλείφω το χορτάρι σου
πασχίζοντας να φτάσω στην πηγή» (σελ. 21)
 
     Μικρά αριστουργήματα είναι και τα υπόλοιπα «Ιντερμέδια» της συλλογής, πέντε στο σύνολό τους, με θέματα που απορρέουν και πάλι από τους δύο βασικούς νοηματικούς πυρήνες που έχουν άμεση σχέση τόσο με την ομορφιά όσο και με την τέχνη. Η φθορά που απεικονίζεται στον καθρέφτη, τα χρόνια που βαραίνουν την ύπαρξη, το γήρας που καραδοκεί («Μονάχος στην άκρη της κοιλάδας/ κι από τα γύρω όρη/ κατηφορίζει γρυλίζοντας/ ένα τσούρμο γηρατειά» – «Ιντερμέδιο iv», σελ. 33) αλλά και η ομορφιά που επιμένει είναι μερικές από τις ιδέες που πυροδοτούν την έμπνευση του ποιητή.
     Ιδιαίτερα συγκινητικά είναι τα τέσσερα ποιήματα αποχαιρετισμού της μητέρας, όπως και σε προηγούμενες συλλογές του πατέρα. Ποιήματα γνήσιας λυρικής πνοής και ειλικρινούς αισθήματος, έμπλεα λύπης για την απώλεια, την απουσία και τη σιωπή που σκεπάζει το αγαπημένο σώμα της μητέρας, για τη νοσταλγία που διακατέχει τον ποιητή, ιδίως όταν το βλέμμα του αγκαλιάζει τα πράγματά της, όπως τις κάλτσες της, που αποδίδονται μεταφορικά με δυο γάτες που κλαίνε βουβά.  
     Φτάνοντας στο τέλος της συλλογής, η γενική εντύπωση που αποκομίζουμε από αυτήν είναι ότι έχει ταυτόχρονα και το άρωμα του ρόδου και τ’ αγκάθια του. Είναι ποιήματα που σαγηνεύουν τον αναγνώστη, λεπτοδουλεμένα, με αισθησιακές εικόνες, με μουσικότητα και λέξεις υγρές και εύχυμες. Μοιάζουν με «κοσμήματα στη χλόη», με στίχους κεντημένους με πάθος, ποιήματα που ανακαλούν στη σκέψη μας την ερωτική ποίηση του Εμπειρίκου (τα τριαντάφυλλα στο παράθυρο, τη σχισμή που διευρύνεται μόνο με τον πόθο της διεύρυνσης, «τα νερά της νεότητος» και τις λέξεις που «όταν πέφτουν στο σώμα της νυκτός/ Μοιάζουν με καράβια που τις θάλασσες οργώνουν»). Η έμπνευσή τους αντλείται από απλά πράγματα και συνδέεται με τη θέα της ομορφιάς που προκύπτει είτε από μια ανεπαίσθητη κίνηση στο μπαλκόνι η οποία ανάβει τον πόθο ή μια μπουγάδα που ανεμίζει «σεντόνια εσώρουχα φουστάνια» ή ένα παντζούρι που ανοιγοκλείνει, εξάπτοντας τη φαντασία. Η γραφή του Κουτσούνη είναι, ωστόσο, προσωπική, λαμπερή, μεταφορική και συμβολική, με πλήθος αντιθέσεις που δείχνουν το διπλό είδωλο της ζωής στον καθρέφτη, του έρωτα και του θανάτου, της νεότητας και του γήρατος, της απόλαυσης και του ζόφου. Χειρίζεται τη γλώσσα με μαεστρία και ευρηματικότητα, παιχνιδίζοντας με τις λέξεις πότε με χάρη και πότε με αυτοσαρκασμό, όπως στο ποίημα «Νιάτα»: «Νέος επάνω στα ντουζένια μου/ σκέφτηκα απ’ το πλεόνασμα/ ν’ αποταμιεύσω λίγα νιάτα/ χάπια για τα γεράματα// όταν έφτασε η ώρα/ πήγα στον γιατρό να τον ρωτήσω/ μην τα πάρεις μου λέει/ δεν είναι τα νιάτα χάπια/ για την ηλικία σου/ βλάπτουν τα κύτταρα του εγκεφάλου/και προξενούν παλιμπαιδισμό/ ερεθίζουν τα νεύρα των ματιών/ δημιουργώντας παραισθήσεις/ ενέχονται ακόμη για εμφράγματα/ αλλά η πιο φριχτή παρενέργεια/ είναι που προκαλούν// ακατάσχετη νοσταλγία» (σελ. 40). Ελέγχει τη γλώσσα του ώστε να μην καταλήγει σε αχαλίνωτο συναισθηματισμό και ακραίο ερωτισμό αλλά χτίζει τον αισθησιασμό των ποιημάτων του με υπονοούμενο τρόπο, με τη χρήση καίριων λέξεων και εμπνευσμένων συνειρμών: «Αν και τα χρόνια με βάραιναν/ σθεναρά σε πολιόρκησα μικρή μου/ κι εγώ σε θέλω μου έλεγες/ ευτυχώς κεκλεισμένων των μηρών»  («Ιντερμέδιο v», σελ. 39). Ο Στάθης Κουτσούνης εκπροσωπεί επάξια τη γενιά του ’80 με μια ποίηση δυναμική, τολμηρή, εκφραστική, πλούσια, καλοδουλεμένη και έμφορτη νοημάτων.
 
 
 
Αγάθη Γεωργιάδου
[ηλεκτρονικό περιοδικό Ο αναγνώστης, 6 Μαΐου 2024]
 

Mια διαρκής σταθερά στον αέναα κινούμενο κόσμο
 
Όγδοη ποιητική συλλογή για τον πολυγραφότατο και ώριμο πλέον ποιητή, συγγραφέα και μελετητή Στάθη Κουτσούνη, το Ρόδο σε καθρέφτη (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2024) έρχεται να συμπληρώσει και να ανανεώσει το ποιητικό έργο του δημιουργού με 24 ολιγόστιχα και ελευθερόστιχα ποιητικά κείμενα χωρισμένα από 5 Ιντερμέδια, τα οποία λειτουργούν τόσο συνδετικά –συμπυκνώνοντας την πεμπτουσία της ποιητικής του, λιτά και περιεκτικά– όσο και αυτοτελώς, καθώς το κάθε Ιντερμέδιο χωρίζεται σε επιμέρους ποιήματα-επιγράμματα, των δύο, τριών ή τεσσάρων στίχων. Στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή ο Κουτσούνης γράφει, κατά βάση, ποιήματα αυτοαναφορικά, τόσο εξομολογητικά και βιωματικά όσο όμως και ποιήματα υπό το πρίσμα των οποίων βλέπει τον κόσμο. Εκκινώντας, δηλαδή, από μια δική του περίπτωση ή ένα βιωματικό περιστατικό, καταθέτει τη δική του εμπειρία και άποψη γύρω από τον κόσμο και την ανθρώπινη υπόσταση. Ωστόσο, πρέπει ευθύς εξαρχής να σημειωθεί ότι στην παρούσα συλλογή η ποίηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γυναικείο φύλο· με τη γυναίκα κόρη, τη γυναίκα μάνα, τη γυναίκα σύζυγο, τη γυναίκα ερωμένη και τη γυναίκα που είναι ποθητή αλλά απλησίαστη, κοντινή και συνάμα τόσο μακρινή. Η γυναίκα καθοδηγεί τον ποιητή να γράψει, είναι η Μούσα του, και όταν η γυναίκα, η εκάστοτε γυναίκα, δεν θα υπάρχει πια, τούτα τα ποιήματα θα μείνουν άφθαρτα και αιώνια να την εξυμνούν και να θωπεύουν τη δική της ξεχωριστή και πάντοτε ευγενική και όμορφη θωριά. Οι τίτλοι που χρησιμοποιεί ο Κουτσούνης, για να επιγράψει τα ποιήματά του, είναι ευσύνοπτοι, αποτελούνται από μία, το πολύ δύο λέξεις, όπου συνήθως η μία είναι το ουσιαστικό και η δεύτερη το άρθρο που το συνοδεύει. Η επιλογή αυτή δεν είναι άσχετη με την αισθητική της γραφής του Κουτσούνη, η οποία διακρίνεται για τη νοηματική πύκνωση και την εκφραστική της λιτότητα. Επιπλέον, η απουσία στίξης εντείνει τον επιτονισμό και τις πολλαπλές και, όπως είναι αναμενόμενο, διαφορετικές αναγνωστικές ανταποκρίσεις.
     Είναι ενδιαφέρον ότι ο ποιητής στο πρώτο ποίημα της συλλογής δηλώνει προγραμματικά και εκ προοιμίου ότι προσεγγίζει την ποίηση ομοιοπαθητικά. Γράφει: Όταν ήμουν μικρός/ τα ποιήματα με τρόμαζαν/ τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω/ μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη// […]// ώσπου μεγαλώνοντας/ αντιμετώπισα το ζήτημα ομοιοπαθητικά// άρχισα να γράφω ποιήματα (από το ποίημα «Similia similibus», σ. 9). Τη μητέρα θα τη συναντήσει ξανά ο αναγνώστης αργότερα, καθώς ο ποιητής αφιερώνει στη μνήμη της μητέρας του τέσσερα ελεγειακά ποιήματα: «Το ταξίδι» (σ. 28), «Σε μια γωνιά» (σ. 29), «Νοσταλγία» (σ. 30), «Στο δάσος» (σ. 31). Στα ποιήματα αυτά η μορφή της μητέρας, αβρή, συναισθηματικά τεταμένη, σχεδόν υπερβατή, την ανάγει σε ύψιστη μορφή-σύμβολο στη ζωή του ανθρώπου. Ας δούμε κάποιους σχετικούς στίχους –σαφώς μοντερνιστικούς: Περιπλανώμενη στον ουρανό η μητέρα/ μπαίνει ξαφνικά στο δάσος σαν ιπτάμενο/ έπιπλο που επιστρέφει/ κι εξελίσσεται σ’ ένα ήμερο ζώο/ […]/ απρόσιτη προβάλλει η γραφή/ είναι αδύνατο να αισθανθώ/ αν δεν κοιτάξω μες στα μάτια τη μητέρα// μα η μητέρα είναι μακριά κι ας λάμπει/ ακέραιο κενό μπροστά μου (από το ποίημα «Στο δάσος», σ. 31). Η απούσα μητέρα δίνει τη θέση της στην κόρη που ανθίζει, στην κόρη του ποιητή που τη βλέπει να μεγαλώνει και να κατακτά δικούς της κόσμους. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι και σε αυτό το ποίημα με τίτλο «Δυστοκία» (σ. 12), ο Κουτσούνης συνταιριάζει την αφιέρωση στην κόρη του (το ποίημα είναι αφιερωμένο στην Άλκηστη) με τη γραφή:
 
Η κόρη μου έφτασε κιόλας
στην Πρώτη Δημοτικού
σιγά σιγά εξοικειώνεται
με τον τρόμο της άδειας σελίδας
και τη γεμίζει λέξεις
– ανορθόγραφες έστω –
 
εγώ ακόμη να εξημερώσω τη λευκότητα
ακόμη να δαμάσω το θηρίο
 
Ο τρόμος της άδειας, της λευκής σελίδας είναι κάτι πέρα από γνώριμος στους συνειδητά υπηρετούντες τη λογοτεχνία.
     Επιστρέφοντας στην αποτύπωση της γυναίκας-ποίησης από τον Κουτσούνη δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε το ποίημα «Η καλλονή» (σ. 10), όπου η ομορφιά συμπαρασύρει την έμπνευση, επιτείνει την ψευδαίσθηση, επιδαψιλεύει την –εν πολλοίς μάταιη– ελπίδα, φουντώνει το πάθος παραμένοντας η ίδια αδιάφορη, ανέγγιχτη και άσπλαχνη και βλέποντας τα θύματά της να τη φοβούνται. Αυτό την τρέφει και τη γιγαντώνει. Η ποθητή γυναίκα εξιδανικεύεται και ο ερωτισμός της σωματοποιείται με αισθησιασμό αλλά και σεβασμό απέναντι στο γυναικείο σώμα. Παράλληλα, το ποιητικό εγώ νιώθει ηττημένο και όμηρο του κάλλους και του έρωτα. Ας δούμε το ποίημα «Ο καθρέφτης» (σ. 16):
 
Σε κοιτάζω που κοιτάζεσαι
γυμνή με τις ώρες στον καθρέφτη
κι αδυνατώ να καταλάβω
ο όμηρος ποιος είναι
ο καθρέφτης του κορμιού σου
ή το κορμί σου του καθρέφτη
 
νυχιά στο βλέμμα μου η ομορφιά
ώστε σαστίζει ο νους
και δεν ξέρω αν φλέγομαι
για το πραγματικό κορμί σου
ή για εκείνο που απαστράπτει
μέσα στον καθρέφτη
 
όμηρος εξάπαντος και των δύο

     Το ποιητικό υποκείμενο ορέγεται με πάθος το γυναικείο σώμα, τα μέλη, το πρόσωπο, τα χείλη, τη μυρωδιά του. Το ονειρεύεται, το φαντάζεται και το κοιτά διακριτικά αλλά και λαίμαργα. Η νοσταλγία σκοτώνει το ποιητικό υποκείμενο, το ταλαιπωρεί και το εξουθενώνει. Ας δούμε τρία μικρά ποιήματα από το δεύτερο Ιντερμέδιο (σ. 20-21):
 
Μύλοι τα χείλη αλέθουν τα φιλιά μας
και πέφτει αφράτο στα σώματα
του έρωτα το αλεύρι
~
Τα στήθη σου γροθιές
μου μαύρισαν τα μάτια
~
Ώσπου στα σκέλη σου προβάλλει
ένα σγουρό τσαμπί νερό
έτοιμο να σπάσει στη γλώσσα μου
 
     Ο Κουτσούνης υμνώντας την αιώνια Γυναίκα επιστρατεύει στην ποίησή του τον μύθο της Περσεφόνης, η οποία όμως ανεβαίνοντας στον επίγειο κόσμο απεκδύεται τα μαύρα φορέματά της και φαίνεται να απολαμβάνει πρόσκαιρα τις ομορφιές του. Έχοντας, όμως, ήδη μασήσει κόκκους ροδιού επιστρέφει στον Κάτω Κόσμο νομοτελειακά, χωρίς να αισθάνεται καμιά διαφορά. Είναι εκείνη που νίκησε το μυστήριο της ζωής και του θανάτου: […]// κι όταν σώνεται ο χρόνος/ γδύνεσαι το φουστάνι σου/ και ρίχνοντας στους ώμους πέπλο/ το νικημένο μυστήριο/ κατεβαίνεις ανέκφραστη/ επάνω και κάτω τα ίδια ψιθυρίζεις/ λίγο πριν σε χωνέψει ο ζόφος/ παντού ενεδρεύουν αράχνες/ να με βυζάξουνε φαρμακωμένο γάλα (από το ποίημα «η Κόρη», σ. 22-23).
     Η ευαισθησία του ποιητή δηλώνεται με δύο, κάπως αλλιώτικα από τα υπόλοιπα της συλλογής, ποιήματα: «Πόλεμος» (σ. 11) και «Σαστισμένα» (σ. 24). Στο πρώτο ο λόγος αφορά σε ένα νεαρό αγόρι που αποστρέφεται τον πόλεμο και οραματιζόταν την οικουμενική ελευθερία και την ειρήνη στον κόσμο, αλλά θυσιάστηκε σπρωγμένος στη μάχη καταναγκαστικά. Το δεύτερο είναι αφιερωμένο στα παιδιά εκείνα, των οποίων το νήμα της ζωής κόπηκε βίαια και άδικα στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής τον Ιούλιο του 2018. Ακόμη, η προσωπική αλλά και πανανθρώπινη μοίρα του καθενός ορίζεται από τον χρόνο. Επομένως, ο ποιητής δικαίως τεχνουργεί στίχους για τα νιάτα που φεύγουν και το γήρας που πλησιάζει χαιρέκακα και αδυσώπητα. Ας δούμε τρία μικρά ποιήματα από το τέταρτο Ιντερμέδιο (σ. 32-33):
 
Κουλουριάζεται πάνω στο μπαστούνι
λίγο λίγο τρώγοντας τα άκρα του
βουλιάζει στη σιωπή το γήρας
ένα σοφό του χρόνου υστερόγραφο
~
Αίφνης στην πάλη των χρόνων
καταφθάνουν αδίστακτοι οι παρατατικοί
κατεδαφίζοντας συθέμελα τους ενεστώτες
~
Να τες οι φιλενάδες
πιασμένες χέρι χέρι
η καλλονή κι η ματαιότητα
 
     Ο Κουτσούνης στην ποίησή του ανατέμνει την πραγματικότητα σκηνοθετώντας ποιητικούς κόσμους που σχοινοβατούν μεταξύ ωμού ρεαλισμού και φαντασιακής περιπλάνησης. Επιλέγει προσεχτικά τις λέξεις, ενώ αναπλάθει απρόσμενα εκφράσεις σχεδόν παγιωμένες υποτάσσοντάς τες σε ό,τι ο ίδιος θέλει να πει με αυτές. Ενδεικτικό παράδειγμα το ποίημα «Νιάτα» (σ. 40), όπου τα αποταμιευμένα για τα γεράματα νιάτα-χάπια προκαλούν πολλές παρενέργειες με πιο φρικτή την ακατάσχετη νοσταλγία.
     Σε όσα ερωτήματα ο ποιητής θέτει στον εαυτό του και στους δυνητικούς αναγνώστες δίνει την απάντηση μέσω της αυτόφωτης ποίησης, η οποία παραμένει μια διαρκής σταθερά στον αέναα κινούμενο κόσμο, ένας φάρος που καθοδηγεί την πλέουσα ζωή. Γι’ αυτό, καταληκτικά, θα παραθέσουμε δύο μικρά ποιήματα (ποιητικής) από το πρώτο Ιντερμέδιο (σ. 14-15):

Μπαίνει στο ποίημα χαρωπά ο αναγνώστης
κι αγνοώντας τη σήμανση
τις μεταφορές ανύποπτος απασφαλίζει
~
Το ποίημα που δεν γράφτηκε
μην το φοβάσαι
μες στην κοιλιά του ασύλληπτου
ακέραιο την αιωνιότητα διεκδικεί
 
 
 
Δημήτρης Μπαλτάς
[ηλεκτρονικό περιοδικό Literature, 8 Μαΐου 2024]
 

Ποιητική αρμονία σε θραύσματα
 
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή, Ρόδο σε καθρέφτη (2024), του Στάθη Κουτσούνη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο λειτουργεί ως ένα θραυσματικό άλμπουμ ζωής, άρτια επεξεργασμένο και αποδοσμένο με συναίσθημα και ποιητική ευαισθησία από τον δημιουργό της συλλογής. Ο Κουτσούνης επιλέγει σύντομους και εμβληματικούς τίτλους για τα ποιήματα της συλλογής, παρεμβάλλοντας πέντε ιντερμέδια, πολύτιμο συμπλήρωμα για το αρμονικό σύνολο του βιβλίου.
     Το πρώτο ποίημα, «Similiasimilibus», εισάγει τον αναγνώστη στην πρώιμη αγάπη του ποιητή για τα βιβλία και την ποίηση, στην οποία φαίνεται να μυήθηκε από το έργο του σημαντικού σύγχρονου Έλληνα ποιητή Μίλτου Σαχτούρη. Αναφέρει χαρακτηριστικές φράσεις και τίτλους από ποιήματά του τονίζοντας το βάθος της επιρροής του στην απόφασή του να γράψει μελλοντικά στίχους, αν και αρχικά τον τρόμαζε η ποίηση:
 
Όταν ήμουν μικρός
τα ποιήματα με τρόμαζαν
τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω
μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη
 
[…]
να τεντώνονται μέχρι να σπάσουν
να μιλούν για πληγωμένη άνοιξη
και κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
[…]
 
ώσπου μεγαλώνοντας
αντιμετώπισα το ζήτημα ομοιοπαθητικά
 
άρχισα να γράφω ποιήματα
 
     Οι αναζητήσεις του ποιητή συνεχίζονται προς ευγενείς και φιλειρηνικές αξίες. Τον απασχολεί η πραγματική ομορφιά, όχι εκείνη που προβάλλεται με τη βιολογική της έννοια και σημασία. Ο πόλεμος γρήγορα εγκαταλείπει το ελκυστικό πρόσωπο που γοητεύει τους νέους να πέσουν στη μάχη για τα αιώνια ιδανικά πίσω από τα οποία κρύβει τον βίαιο χαρακτήρα του και ο ποιητής βρίσκει νέους τρόπους να πολεμά μέσα από την δημιουργία και την τέχνη («Η καλλονή» - «Πόλεμος»). Παρόμοια συγκίνηση τού προκαλεί η ευχέρεια που αντιμετωπίζει η μικρή του κόρη την γλώσσα, αν και μόλις ξεκίνησε το σχολείο, ενώ στο επόμενο ποίημα καραδοκεί και πάλι ο κίνδυνος της ομορφιάς.
     Στο πρώτο ιντερμέδιο πρωταγωνιστεί η ποίηση από πολλές απόψεις και πτυχές, της τέχνης, της δημιουργίας και του έρωτα. Ο έρωτας και ο πόθος παρεμβάλλονται μέχρι το δεύτερο με τη μορφή της γυναίκας ως αντικείμενου λατρείας του υποψήφιου εραστή στα ποιήματα «Ο καθρέφτης», «Το φιλί», «Άπνοια» και «Το στήθος»Στην ουσία προετοιμάζουν το έδαφος για το κεντρικό θέμα του δεύτερου ιντερμέδιου, τον έρωτα.
     Τα επόμενα τέσσερα ποιήματα κινούνται, επίσης, σε οικεία μοτίβα της ανθρώπινης εμπειρίας, όπως είναι η όμορφη κόρη, το ταξίδι και αναμνήσεις από το πηγάδι. Στο τρίτο ιντερμέδιο κυριαρχούν η φύση και τα ζώα. Στο ποίημα «Νοσταλγία» που ακολουθεί ο ποιητής συνομιλεί απευθείας με τη νεοελληνική παράδοση και τα δημοτικά τραγούδια…
 
Πότιζα τα λουλούδια στην αυλή
μα βρήκε φλέβα το νερό και την ξεσήκωσε
μην τους ρίχνεις πολύ με συμβουλεύει
τα φύλλα κουλουριάζονται και κιτρινίζουν
ενώ σιγά σιγά μαραίνονται τα πέταλα
και το φυτό φαντάζει λυπημένο
 
     Στο τέταρτο ιντερμέδιο ο ποιητής αναφέρεται σε θέματα οικογενειακών σχέσεων, αναμνήσεων και χρονικών καταστάσεων. Στο ποίημα Αθήνα ο Κουτσούνης σκιαγραφεί ένα πορτραίτο της πόλης μέσα στους αιώνες ως γενέτειρας ποιητών ακατάβλητης στον χρόνο. Το στιγμιότυπο μιας μπουγάδας στο απέναντι μπαλκόνι μπορεί να περάσει στο πάνθεο της ποιητικής δημιουργίας ως μία ασήμαντη δραστηριότητα που κρύβει τη μικρή εκείνη λεπτομέρεια που την καθιστά αντικείμενο έμπνευσης, κάτι που, ίσως, καταφέρει να κινητοποιήσει το κοινωνικό σύνολο περνώντας σε διαδικασία απόψυξης σε αντίθεση με το βαρομετρικό χαμηλό που επικρατεί στο ποίημα «Στην κατάψυξη».
     Στο πέμπτο ιντερμέδιο ο ποιητής περιγράφει κάποια ανάμνηση ή μια φαντασίωση ερωτικών περιπτύξεων με την αγαπημένη του, όπως θα την διέσωζε η μνήμη, εν μέσω ενός πέπλου νοσταλγίας. Τα νιάτα, τον χρόνο και τις συνέπειές του διαπραγματεύονται τα ποιήματα που κλείνουν τη συλλογή λίγο πριν οι ποιητικοί κοπτήρες βυθίσουν ξανά τον ποιητικό αφηγητή στην βάσανό του, ώσπου να επανέλθει στον έρωτα ως πηγή έμπνευσης με την μορφή μιας όμορφης γυναίκας στο άμεσο οπτικό πεδίο του («Θέα»).
      H τελευταία ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, Ρόδο σε καθρέφτη, μιλάει για τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα πράγματα που προσπερνούμε, αλλά μιλούν μέσα μας πολύ περισσότερο από όσα επιτρέπουμε στον εαυτό μας να μιλήσει ή να προσέξει ανοιχτά. Το σύνολο του εσωτερικού κόσμου προβάλλεται μέσα από τη λυρικότητα του λόγου, ο οποίος ισορροπεί μεταξύ της συναισθηματικής λεπτότητας και του κυνισμού της σύγχρονης εποχής. Ο άνθρωπος παραμένει πάντα ένα περίπλοκο ον που παράλληλα δικαιώνεται από την πένα ενός ταλαντούχου ποιητή, όπως ο Στάθης Κουτσούνης, σε απόλυτα ρεαλιστικά πλαίσια.
 
 
 
Μένη Πουρνή
[ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal, 21 Μαΐου 2024]
 

Η προμετωπίδα μου: «Έχοντας τα 2-3 τελευταία χρόνια ξεπεράσει τη διαδικασία ανάγνωσης που στόχευε κυρίως στην αποσυναρμολόγηση του κειμενικού σώματος, όπου η αναγνωστική απόλαυση στόχευε στην επισήμανση θυλάκων που θα υποστήριζαν την ανάλυση του κειμένου, έχω υιοθετήσει κάποια κριτήρια αρκετά διαφορετικά. Συζητώ μάλλον για την ηδονή που ένα κείμενο μου προκαλεί: την αίσθηση δηλαδή μιας πληρότητας, μιας ευχαρίστησης. Ακόμα: την εντύπωση ότι ένα κείμενο (ποίημα, αφήγηση, μυθιστόρημα, αδιάφορο) κάπως σαν να έχει γραφτεί για μένα, σαν ο συγγραφέας του να μου απευθύνει ένα είδος επιστολής προσεκτικά συνταγμένης. Επιπρόσθετα, προσκαλούμαι σε μια ιδιωτική συνομιλία χαμηλών τόνων και με αυτή τη διαδικασία η μοναξιά της αναγνωστικής ηδονής γίνεται ηδονική συν-ομιλία. Δεν απολαμβάνω κατά μόνας, εν τέλει, συνομιλώ.» Ηλίας Καφάογλου, 22/02/1990, που μου ’στειλε το γράμμα αυτό στο Ντόρτμουντ, όπου ήμουν Γενικός Πρόξενος, καλωσορίζοντας την Παράφραση της νύχτας. Υιοθετώ αυτολεξεί, δεν πείραξα ούτε κόμμα ούτε ιώτα που λέγαν παλιά, το κείμενο αυτό, γιατί έτσι ακριβώς διαβάζω και υποδέχομαι το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, του Στάθη Κουτσούνη…
     «Το να ισχυριζόμαστε, όπως κάνουν κάποιοι πανεπιστημιακοί ακτιβιστές, ότι το σώμα είναι μια ‘κοινωνική κατασκευή’, αυτό σημαίνει ότι τασσόμαστε, όπως γράφει η κοινωνιολόγος Ναταλί Εϊνίκ, υπέρ του κορυφαίου στην ιεραρχία ‘ψευδοεπιστημονικού συνθήματος’. Εξάλλου, μήπως η ιατρική μπορεί να κάνει τα πάντα, ακόμη και να απαντήσει καταφατικά σε αιτήματα που υπόκεινται σε μια ιδεολογία; Μια ιατρική που λαμβάνει υπόψη μόνο το σύνθημα ενός ασθενή ο οποίος ζητά επιτακτικά επιθετικές πράξεις παραπέμπει σε επιθυμία παντοδυναμίας του ίδιου του ασθενή».
 
Παρασκήνιο
 
Κάτω απ’ τη δαντελένια κιλότα σου
κρύβεις το τρίτο μάτι
αυτό που βλέπει από μέσα
 
(Στάθης Κουτσούνης, 1991, από τη συλλογή του Τρύγος αιμάτων).
 
Από τη σελίδα 32 του βιβλίου που παρουσιάζουμε … :
 
Το παιδί κλειδωμένο στο δωμάτιο
παίζει έντρομο με το πέος του
όπως ο στρατιώτης με το όπλο του
 
 
Δια ταύτα, η αυτοπραγμάτωση πάση θυσία της ύπαρξης παραμένει και στην προκείμενη περίπτωση σταθερό, αδιαπραγμάτευτο μάλιστα, αίτημα. Ένα ανώτερο επίπεδο συνειδητού βίου κρίνεται ως εκ των πραγμάτων απαραίτητο. Λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες ζωής, η ποίηση διεκδικεί εκτός των άλλων το σώμα του ανθρώπου, το επαναλαμβάνω και το υπογραμμίζω, η ποίηση διεκδικεί εκτός των άλλων το σώμα του Ανθρώπου. Η διατήρηση της ακεραιότητάς του είναι άλλωστε το διαχρονικό έμβλημά της. Στους αντίποδες της λεγόμενης κοινωνικής κατασκευής, που ακούστηκε πριν, η οποία δήθεν συνιστά σώμα, η ποιητική αλήθεια του Στάθη Κουτσούνη ενεργεί με τη δέουσα ρηματική συνέπεια. Το σώμα αντιλαμβάνεται, ακούει ποίηση με το Ρόδο σε καθρέφτη. Η καθόλου εμπράγματη αυτή αίσθηση, γειωμένη στο πεδίο του εξ αντικειμένου πραγματικού, δικαιώνει απολύτως την αρχική πρόθεση του ποιητή, εξ ου και η ομολογούμενη απόλαυση της πρόσληψης. Αυτή είναι η εισαγωγή στην ομιλία μου. Το κομμάτι που σας διάβασα πριν, όπου καταγγέλλεται το γεγονός αυτό, δηλαδή ότι οι πανεπιστημιακοί ακτιβιστές ομολογούν ότι το σώμα είναι κοινωνική κατασκευή, γράφεται από την Καρολίν Ελιασέφ και τη Σελίν Μασσόν. Η Σελίν Μασσόν είναι καθηγήτρια στο Αϊντάχο, στο πανεπιστήμιο, κοινωνιολόγος και ψυχοθεραπεύτρια και ψυχαναλύτρια, το ίδιο είναι η Καρολίν Ελιασέφ, κοινωνιολόγος και ψυχαναλύτρια.
     Στο κυρίως θέμα, τρεις είναι οι αρχές, τρεις είναι οι αισθήσεις που έχω παρατηρήσει και έχω υπογραμμίσει διαβάζοντας το βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη: πρώτον, είναι η αρχή της πληρότητας, δεύτερον, είναι η αρχή της απόλαυσης και, τρίτον, είναι η αρχή της νοσταλγίας. Επειδή η ομιλία μου είναι πολύ μεγάλη και δεν μπορώ σήμερα να την παραθέσω, χαρίσω, αφιερώσω σ’ εσάς, επειδή έχουμε το πρόβλημα του χρόνου, θα είναι περίληψη όλα αυτά, αλλιώς καταλαβαίνετε ότι τα θέματα αυτά που αφορούν την τριπλή αυτή προσέγγιση που κάνω στον Κουτσούνη από μόνη της χρειάζεται τρεις ακαδημαϊκές περίπου αναλύσεις, έτσι, διαλέξεις.
     Η αρχή της πληρότητας. Επικρατεί παντού, είναι έκδηλη η ρηματική συνέπεια, η έλλειψη ρητορείας, η απουσία πόζας, δεν λείπει κάτι ούτε περισσεύει κάτι, το ποίημα είναι φροντισμένο με σύνεση και επάρκεια τεχνίτη. Μιλώντας με τον φίλο από παλιά και ψυχίατρο Μανόλη Πρατικάκη χθες, που είχε διαβάσει το βιβλίο, μου είπε ακριβώς αυτό, είναι το καλύτερό του Κουτσούνη … και είναι αποκαταστάλαγμα μεγάλης εμπειρίας, είναι βιβλίο σοφό που έχει δείξει ο Κουτσούνης τι σημαίνει πύκνωση και συμπύκνωση και φιλτράρισμα των λέξεων για να γίνει ένα ποίημα άρτιο.
     Δεύτερον, είναι η αρχή της απόλαυσης. Δεν υπάρχει σελίδα στο βιβλίο που να μην υφίσταται το αίτημα της απόλαυσης, είτε άμεσα είτε εμμέσως πλην σαφώς. Δρα στους αντίποδες της ορμής προς θάνατον, δρα στους αντίποδες του θέματος που αναλύει σε άλλη πλευρά του βιβλίου, σε άλλη όχθη του ποιητικού ποταμού ο Στάθης Κουτσούνης, που αφορά στον θάνατο. Είναι αντίβαρο, εξού και τα πέντε ιντερμέδια τα οποία προσπαθούν να αναπληρώσουν, μέσα από την επιθυμία και την ηδονή που υπόσχονται ή που έχουν ήδη κατακτήσει και βιώσει, το μαύρο, τον θάνατο. Όταν πρωτοάκουσα μικρός τη λέξη ιντερμέδιο και είχα και την παράσταση της Μήδειας στο μυαλό μου, νόμιζα ότι υπάρχει Μήδεια μες στο ιντερμέδιο. Δεν το εγκαταλείπω, πιστεύω ότι είναι αυτή η εμμονική, η μεγάλη δύναμη, τυφλή, της απόλαυσης και της ηδονής στην ακραία της περίπτωση που φωλιάζει μέσα σε αυτή τη λέξη την ξένη, που έγινε όμως ελληνική και που εμφανίζεται πέντε φορές αντιστικτικά στη σύνθεση του Στάθη Κουτσούνη. Τα ιντερμέδια λοιπόν είναι κείμενα που έρχονται να ισοφαρίσουν, να εξοβελίσουν, να εξορκίσουν το μαύρο, το οποίο μαύρο είναι από τη γέννησή μας μπροστά μας και μας συνοδεύει υπόγεια μέχρι το τέλος, και μετά εμφανίζεται ολοκληρωτικά.
     Το τρίτο είναι το αίτημα της νοσταλγίας. Μια προσφυγή στην τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημα του Κουτσούνη να μη θυμάται, να μη νοσταλγεί. Υπάρχει μια αλλεργία στη «Νοσταλγία», το ποίημα θα διαβαστεί, … έχει 3-4 φορές τη λέξη νοσταλγία ο Στάθης στο ποίημα, προσπαθεί να αποφύγει τη θύμηση, τη μνήμη ορισμένων πραγμάτων νοσταλγικά, θέλει να τα απωθήσει, να τα πάει στο ασύνειδο. Το ασύνειδο όμως κάποια στιγμή φουλάρει, κοινώς, όπως το ντεπόζιτο της βενζίνης και αρχίζει να εκρήγνυται. Έτσι βγαίνει η ποίηση στο βιβλίο, είναι μια έκρηξη λεκτική από κάτι που δεν μπορεί να περιορίσει ο Κουτσούνης. Και όταν λέμε έκρηξη, συμβαίνει στο εξής, ναι δεν θέλω να θυμάμαι, αλλά τι συμβαίνει, άλλο είναι αυτό που λέμε, άλλο είναι αυτό που θα θέλαμε να πούμε και άλλο είναι αυτό που θέλω εγώ να καταλάβω. Αν ήταν εδώ ο φίλος μου ο ψυχίατρος και ποιητής Αριστοτελίδης Παναγιώτης, θα μου ’λεγε: ακόμα και στο «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» υπάρχει έκρηξη του ασύνειδου, άλλο είναι το ένα, άλλο το άλλο και άλλο αυτό που θέλω να πάρω εγώ. Εγώ βλέπω το βιβλίο να είναι γεμάτο νοσταλγία, έχει χυμούς που ξεχειλίζουν τα ποιήματα από τη νοσταλγία. Έχοντας γράψει βιβλίο με τίτλο Ν, όπως νοσταλγία είχα ιδιαίτερη, αν θέλετε, έφεση ή έλξη να ασχοληθώ με τον τομέα αυτόν, τη νοσταλγία στο βιβλίο ως απώθηση και ταυτόχρονα ως ώθηση – είναι ένα εκκρεμές που δουλεύει στο βιβλίο του Κουτσούνη από πλευράς νοσταλγίας, η νοσταλγία παράγει ποίηση.
     Ξέρουμε ότι το διακύβευμα στη διερμηνεία ενός ποιητικού έργου έγκειται στην αποσαφήνιση των δισημιών του, των αμφισημιών του, στο ξεκαθάρισμα των μεταφορών του. Μόνο και ο τίτλος του βιβλίου μάς προκαλεί σε μια τέτοια διερεύνηση, μόνο ένας στίχος, ο στίχος διαβάστηκε, είναι από το ποίημα της σελίδας 13, «ρόδο σε καθρέφτη», όχι στον καθρέφτη αλλά σε καθρέφτη. Δεν υπάρχει ποιητής και στις πέντε ηπείρους που να μην έχει ασχοληθεί με άνθη και με το ρόδο και νομίζω καμία ποιήτρια ή κανένας ποιητής που να μην έχει γράψει για καθρέφτη. Θα μου πείτε, γιατί ο Κουτσούνης πηγαίνει να ακουμπήσει σε αυτές τις τρεις πολύ μονότονες, μονόχνοτες και κοινότοπες λεξούλες, ρόδο και καθρέφτη. Πάει γιατί είναι μια μεγάλη σημασιολογική οικογένεια, είναι μια κατηγορία αγάπης, είναι μια κατηγορία αλληλεγγύης, προσαρμόζεται εκεί για να αποφύγει μοναξιά, νιώθει την αγκάλη αυτών των συμβόλων των πανάρχαιων, που εξακολουθούν, παρά το ότι φαίνονται τετριμμένα, να είναι άφθιτα. Και μόνο αυτό, αν ήταν ο Μπόρχες εδώ θα μας έλεγε, και μόνο αυτή η πρόταση, ρόδο σε καθρέφτη, παραπέμπει στην ανάγνωση του πράγματος ή του προσώπου μέσα από έναν καθρέφτη που παραμένει αίνιγμα… Παραπέμπει δηλαδή σε έναν καθρέφτη που μπορεί να είναι κοίλος, παραμορφωτικός, σπασμένος –καθρέφτη λέει, στον αόριστο.
     Και ας δούμε το εξώφυλλο του φίλου μας, του κοινού μας φίλου, του αείμνηστου Ίσαρη. Παρουσιάζεται τι στο εξώφυλλο, τι θέλει να μας πει αυτό το πολλαπλό είδωλο που αντανακλά μια σύγχυση, τι είναι αυτό το πολλαπλό και τίποτα, ο καθένας ό,τι θέλει μπορεί να πάρει· είναι ρόδο σε καθρέφτη αυτό που προτείνει ο Ίσαρης από κει που είναι στον Κουτσούνη σήμερα, είναι έτσι; Τι ακριβώς παριστάνει το εξώφυλλο, γιατί ο Κουτσούνης διάλεξε αυτό το εξώφυλλο αντί να βάλει ένα ρόδο σ’ έναν καθρέφτη; Γιατί είναι ρόδο σε καθρέφτη αυτό που βλέπουμε, αν θέλουμε να το δούμε έτσι, «βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον· άρτι γιγνώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην.»
     Ακούγονται περίεργα αυτά, αλλά με το βιβλίο του Κουτσούνη γίνεται επίσης ένα κλείσιμο ματιού σε αυτή την παράδοση των συμβολισμών που υπάρχει στο βιβλίο, στον τίτλο του βιβλίου, σε 3 λέξεις. Αν προχωρήσουμε με αυτόν τον τρόπο να δούμε το βιβλίο, θα δούμε τι υπάρχει πίσω από πολλούς τύπους που φαίνονται απλοί, αθώοι, τετριμμένοι, κανονικοί, της, ας πούμε, κοινής χρήσης – από κάτω υπάρχει ένας άλλος κόσμος πολλές φορές, γιατί υπάρχει αμφισημία και δισημία, που συνεχώς δίνει το πράσινο φως στο ασύνειδο να βγει και να εμφανιστεί. Υπάρχει τόσο ασύνειδο στο βιβλίο του Κουτσούνη όσο και συνειδητό. Λέει σε μια πολύ ωραία φράση του ο Ιμμάνουελ Καντ, στην Κριτική της κριτικής δύναμης, ότι ο ποιητής μάς δίνει πάντα πιο πολλά από ό,τι υπόσχεται. Αυτό νομίζω συμβαίνει και στο βιβλίο του Κουτσούνη, μπορεί ο Στάθης… να έχει υποσχεθεί μέσα από τα ποιήματα ότι δίνω αυτό, αλλά νομίζω μας δίνει πιο πολλά, γιατί υπάρχει αυτή η πολυσημία, αυτή η πληθώρα σημασιών στην ποιητική του γραφή.
Ευχαριστώ πολύ!
 
 
 
Γιώργος Βέης
[εκφωνήθηκε στον Ιανό, κατά την παρουσίαση
του βιβλίου Ρόδο σε καθρέφτη, 22 Μαΐου 2024]
 

Ο Στάθης Κουτσούνης με την όγδοη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Ρόδο σε καθρέφτη, συνεχίζει να «στεγάζεται» δημιουργικά κάτω από την Ποίηση για περισσότερο από τρεις δεκαετίες και να προκαλεί πνευματικά τους αναγνώστες. Συνήθως, ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τις προθέσεις του ποιητή, αλλά ούτε κι ο ποιητής μπορεί να ταυτίσει οπωσδήποτε τις δικές του προθέσεις με το τελικό αποτέλεσμα, οπότε κάπου εκεί επιτρέπεται στον αναγνώστη να επιχειρήσει την αποκρυπτογράφηση του ποιητικού αποτελέσματος με αρκετή δόση υποκειμενικότητας. Όσο, όμως, και να προσπαθεί ο αναγνώστης να δαμάσει το ποιητικό έργο πάντα θα του διαφεύγει το υπόρρητο και καλά κρυμμένο. Με αυτές τις σκέψεις επιχειρείται η προσέγγιση της παρούσας συλλογής.
     Ξεκινώντας από τον τίτλο, παρατηρούμε ότι ο ποιητής μάς κατευθύνει στην πρόσληψή του, όταν χρησιμοποιεί ως μότο το του Ελύτη «Ρόδο μου Αμάραντο» και τους στίχους του Πάουλ Τσέλαν από τη συλλογή του Του κανενός το ρόδο (Die Niemandsrose, 1963) σε συνδυασμό με το κόσμημα του εξωφύλλου από τον πίνακα του ζωγράφου και ποιητή Αλέξανδρου Ίσαρη «Μαγική εικόνα». Ο καθρέφτης του τίτλου, σε αυτό το περιβάλλον, φαίνεται να είναι το πεδίο των εκφάνσεων, των αποτυπωμάτων, ο χώρος των απεικασμάτων του ρόδου, το οποίο, κατά τη δική μου αντίληψη, υποστασιοποιεί ελλειπτικά και μεταφορικά την Ποίηση, άλλωστε πλήρης ο ελυτικός στίχος είναι «Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο». Συμπληρωματικά, στο πρώτο ποίημα της συλλογής η επίκληση της βασικής αρχής της ομοιοπαθητικής, «ὅμοια ὁμοίοις εἰσίν ἰάματα», οδηγεί ίσως προς αυτή την κατεύθυνση.
     Η Ποίηση για τον Σ.Κ. γίνεται η «Καλλονή» (σ. 10) που δύσκολα κατακτάται, παραμένει υπερβατική, μεταστοιχειώνεται προκειμένου «να κομματιάσει την τριχιά στα χέρια του δήμιου» και να αποικίσει την ελευθερία, ενώ τελικά αφορά μόνο ορισμένους, όχι όλους, εφόσον «μερικοί μεταλαβαίνουν». Ο ποιητής υποκύπτει στη δύναμή της λαβωμένος στο μέρος της καρδιάς, αφού γνώρισε τον ιδιότυπο πόλεμο που διεξάγεται με φθόγγους, συλλαβές και λέξεις, και με πεδίο επιχειρήσεων εκτεινόμενο εντός του. Όσο προχωρεί η εθελούσια υποταγή στην Ποίηση τόσο και μεγαλώνει για τον ποιητή η δυσκολία να δαμάσει το «θηρίο», γιατί ο ίδιος γίνεται πιο απαιτητικός, δύσκολα ικανοποιείται από τη γραφή του και πάντα διακινδυνεύει. Τι διακινδυνεύει ακριβώς δεν ξέρουμε, αλλά μας επιτρέπει να υποθέτουμε («Κίνδυνος», σ. 13), να διακινδυνεύουμε μαζί του στα περάσματα μεταξύ του εφικτού και του ανέφικτου, του ορατού και του αόρατου, να μετεωριζόμαστε στον «λαβύρινθο των λέξεων», κατακτώντας ιδιόμορφη ελευθερία και εκτιμώντας την ισχύ του φαινομενικά περιττού.
     Στο «Ιντερμέδιο i» ο Στάθης Κουτσούνης, έχοντας βιωμένη την εμπειρία, περιγράφει το πέρασμα από την έμπνευση στο αγώνισμα της γραφής, στη θήρα του μηνύματος που «κυκλοφορεί», παραμένει όμως αδύνατος ο έλεγχος της ανταπόκρισης σε ό,τι κατακτήθηκε και μορφοποιήθηκε σε ποίημα. Κρύβει γενναιοδωρία το ποιεῖν, αφού είναι επαναλαμβανόμενη διαδικασία που αγνοεί το αποτύπωμά της, γιατί αυτονομείται ως αποτέλεσμα και «επιβιώνει» εντός του κάθε αναγνώστη ανεξάρτητο από τον δημιουργό του.
     Τον καθρέφτη του τίτλου επαναφέρει ο ποιητής σε αυτόνομο ποίημα (σ. 16). Είναι το λευκό χαρτί στο οποίο απεικονίζονται εικόνες της Ποίησης; Είναι ο χώρος των πλατωνικών απεικασμάτων; Ό,τι κι αν είναι ο ποιητής-παρατηρητής παραμένει «όμηρος» και η ομηρία του εξηγείται, καθώς διαμεσολαβεί «φλεγόμενος» διαρκώς από τον πόθο της κατάκτησης και την αγωνία της πραγμάτωσης.
     Στον αέναο αγώνα του ποιητή είναι αφιερωμένο το «Ιντερμέδιο ii» (σ. 20). Πρόκειται για πάλη πολυδιάστατη που έχει μεν αρχή, «από τότε που σ’ αγάπησα», αλλά δεν έχει τέλος. Η επιλογή των ρηματικών τύπων είναι εύγλωττη: παλεύουμε… πασχίζοντας… βυθίζομαι… κι όμως «στον βυθό της δεν βρέθηκε ποτέ/ κανείς απ’ τους πνιγμένους». Κανείς δεν έφτασε στο βάθος της· πόσο, αλήθεια, γειτνιάζουν νοηματικά και μορφολογικά βυθός και βάθος!
     Το αντικείμενο του πόθου του ποιητή μεταμορφώνεται διαρκώς. Γίνεται κόρη/Περσεφόνη; Γίνεται «τεράστιος μαστός-τροφοδότης»; Γίνεται πουλί ελεύθερο; Ποιος ξέρει την απάντηση; Το βέβαιο είναι ότι τρέφεται από εμπειρίες, στιγμές, ανάγκες και στεγάζει πόνο, πόθο, όνειρα.
     Η ποίηση, κατά τον τρόπο του Σ.Κ., δρα και παραμυθητικά, γιατί αυτή αναλαμβάνει όσα ο ποιητής τής αναθέτει, όπως τόσο υποβλητικά τρυφερά δηλώνει στην τετραλογία «Το ταξίδι», «Σε μια γωνιά», «Νοσταλγία», «Στο δάσος» (σσ. 28-31). Δανείζει η Ποίηση τους πόρους κι ο ποιητής προσφέρει τους υποδοχείς για να συντελεστεί το θαύμα της ποιητικής έκφρασης.
     Στο «Ιντερμέδιο iv» (σ. 32) η Ποίηση γίνεται παράγοντας αυτεπίγνωσης με αφορμή τον πόνο από την απώλεια της μητέρας· έρχονται στο φως ξεχασμένες απωθήσεις, δικαιώνονται «αδίστακτοι παρατατικοί», αναδύονται «πιασμένες χέρι χέρι/ η καλλονή κι η ματαιότητα». Η τόλμη που απαιτεί αυτή η καταβύθιση είναι συνήθης στο ποιητικό σύμπαν, το οποίο ο ποιητής οικοδομεί με ευαισθησία, οξυδέρκεια και μαστοριά.
     Σε ολόκληρη αυτή τη συλλογή ο Στάθης Κουτσούνης πολιορκείται από την Ποίηση και την πολιορκεί· ανησυχεί, αναπολεί, εξαντλείται, «αποστεγνώνει», αλλά επιμένει να τρέφεται απ’ αυτή και την ομορφιά της, να την υπηρετεί αφοσιωμένα και να συνθέτει ποιήματα ποιητικής με αυτοαναφορικά αλλά και υπερρεαλιστικά στοιχεία («Ιντερμέδιο v», σ. 38).
     Η ποίηση του Σ.Κ. είναι υπαινικτική, καταφεύγει στους συμβολισμούς, αξιοποιεί τη μεταφορά και την παρομοίωση, αλλά δεν αδιαφορεί για το «παραδοτέο» του μηνύματος· θέλει να βρει τον αναγνώστη και να «συνομιλήσει» μαζί του αυτή τη φορά και με θέμα το ίδιο το ποιητικό φαινόμενο, την Ποίηση. Κατάφερε ο ποιητής και σε αυτή τη συλλογή να δημιουργήσει το δικό του νοητό σύμπαν με ζωντανές αναλογίες στην πραγματικότητα. Εικόνες γνώριμες με κορυφώσεις αισθησιασμού ωθούν τον αναγνώστη να μπαινοβγαίνει σε δύο σύμπαντα, χωρίς όμως να μετεωρίζεται επικίνδυνα, γιατί φροντίζει ο δημιουργός να υπάρχουν σταθερά σημεία αναφοράς, όπως εκείνα τα του έρωτα και του ερωτισμού. Μας καλεί, ως αναγνώστες, να συναντηθούμε μαζί του πάνω στο ποιητικό σώμα, ο καθένας μας με τις δικές του προσλαμβάνουσες. Ας αποδεχτούμε την πρόσκλησή του με τη σκέψη ότι η ποίηση είναι η ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων (Τάκης Σινόπουλος).
 
 
 
Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου
[ηλεκτρονικό περιοδικό «Φρέαρ {στο διαδίκτυο}», 29 Μαΐου 2024]
 

Η μοναξιά της δεύτερης ενηλικίωσης

Το Ρόδο σε καθρέφτη αποτελεί την όγδοη, εν σειρά, ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, ενός ποιητή που έχει χαράξει και συνεχίζει να χαράσσει τη δική του πορεία στον χώρο της ποίησης διελαύνοντας από ποικίλες ανά τα έτη κλίμακες της μοναξιάς. Περισσότερο δι­άφανος σε αυτήν τη συλλογή, σε αντί­θεση με την προηγούμενη, Στου κανενός τη χώρα, όπου έμοιαζε να εξερευνά τις κλίμακες του θανάτου, εδώ ο ποιητής επανέρχεται στη ζωή και την ιχνηλατεί με όλες του τις αισθήσεις σε έγερση. Πα­τώντας συνειδητά στα όρια του χρόνου και παρά τον πόθο να τον υπερβεί, πα­ραδίδει μία μεστή σύνθεση με ποιήματα που αναμετρώνται με τη συνθήκη μίας δεύτερης ενηλικίωσης. Ο ποιητής, βαθιά μοναχικός, πλέον δεν θρηνεί, έχει κατα­κτήσει την ωριμότητα της μνημοσύνης και του θαυμασμού. Και ακριβώς μέσα από αυτή την κατάκτηση συνθέτει το υλικό του σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, τα ποιήματα ποιητικής [«Κουκούτσια σπέρνει στο χαρτί/ ο ποιητής τις λέξεις/ και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκα­λιές/ να κόψει πορτοκάλια» – «Ιντερμέ­διο i»], τα μνημονικά ποιήματα [«Όταν ήμουν μικρός/ τα ποιήματα με τρόμαζαν/ τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω/ μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτού­ρη» – «Similia similibus»] που αγκαλιά­ζουν κάποια σπαράγματα πένθους (ένα κατά την εκτίμησή μου αυτόνομο σύνολο τεσσάρων ποιημάτων που μνημονεύουν τη μοναξιά της απώλειας της μητρικής στοργής: «Tο ταξίδι», «Σε μια γωνιά», «Νοσταλγία», «Στο δάσος») αλλά και τα ερωτικά ποιήματα ή ποιήματα θαυμα­σμού του κάλλους.
Αυτό το τελευταίο υποσύνολο, που δομεί ο Κουτσούνης, αναπτύσσει μία ιδι­αίτερη δυναμική μέσα στη συνολική σύν­θεση. Τόσο σε έκταση, όσο και σε ένταση αποκτά ένα εύρος που καταφέρνει να υποβάλει το γενικό αίσθημα του βιβλίου. Το κάλλος φαντάζει κάτι το φευγαλέο, το άπιαστο για το ποιητικό υποκείμε­νο. Ο θαυμασμός, η άκρατη λατρεία της καλλονής, που ίσως και να είναι η ίδια η ποίηση, όπως περιγράφεται στο ομώ­νυμο ποίημα [«Απρόβλεπτη κυκλοφορεί ανάμεσά μας/ ερωτοτροπώντας με τους ηττημένους// ενίοτε χώνεται οίστρος στις λέξεις/ …// μερικοί μεταλαβαίνουν και την ερωτεύονται/ με πάθος αμήχανο γιατί εκείνη/ σπάνια δίνεται σε κάποιον/ …// όλοι ωστόσο τρέμουνε την ομορφιά της/ λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο»], εγείρει τις αισθήσεις, τη σάρκα από την οποία όλα εκκινούν και στην οποία τις ευτυχέστερες στιγμές της κα­ταλήγουν, ενώ άλλοτε φυλλορροούν και ισορροπούν στην όραση. Με ιδιαίτερη ευφυία ο ποιητής εισάγει στην εικονο­ποιία του το σύμβολο του καθρέφτη το οποίο τον διευκολύνει να αναπαράγει τη μοναξιά του, να πολλαπλασιάσει την ομορφιά και να απενοχοποιήσει τελικά την ηδονοβλεψία του. Διαβάζουμε χαρα­κτηριστικά στο «Ιντερμέδιο iv»: «Δίχως εσένα δεν θα υπήρχα/ κι ας με κατα­τρώγεις ανεπαίσθητα/ κάθε μέρα με συνεργό σου τον καθρέφτη/ έλεγε στην όραση η ομορφιά». Η ομορφιά ελλοχεύει παντού γύρω και η αδυναμία αφής κα­θιστούν τον ποιητή έναν εκστατικό ηδο­νοβλεψία. «Αναμμένη απ’ τον ολονύκτιο καύσωνά/ βγαίνει πρωί μ’ ένα σιθρού κομπινεζόν/ και σκουπίζει με στιλ το μπαλκόνι/ …// το βλέμμα μπαινοβγαί­νει στο διαφανές/ κεντώντας το κορμί της ψιλοβελονιά/ αγκάθια με τρυπούν παντού», γράφει στο ποίημα «Άπνοια», το οποίο δεν είναι το μόνο της συλλογής που κινείται σε αυτό το ηχόχρωμα, ανά­γοντας, τελικά, τους καθρέφτες, τα τζά­μια, τα ανοιχτά παράθυρα στα μαγικά τοπία, στις κλειδαρότρυπες του ποιητή, μέσα από τις οποίες θωπεύει με το βλέμ­μα του την ομορφιά, όταν δεν μπορεί να τη γητέψει, αφήνοντάς τον άοπλο να θρυμματίζει και να θρυμματίζεται μέσα στην ερημιά μίας παρηκμασμένης νιότης.
Μέσα, όμως, από αυτές τις κλειδαρό­τρυπες ο Κουτσούνης μοιάζει να κρυφο­κοιτά και την ίδια την ποίηση. Ανασκα­λεύει τον χρόνο και κατακτά τα αντικλεί­δια που του επιτρέπουν να ξεκλειδώνει και να ξεκλειδώνεται, να μεταποιεί το οράν σε αισθάνεσθαι, ενεργοποιώντας κάθε μία αίσθηση ξεχωριστά και παρα­δίδοντας τελικά μία ποίηση όχι εικονική αλλά πολυαισθητηριακή. Με άλλα λόγια, και περνώντας από το πεδίο του χρόνου σε εκείνο το χώρου, και αναζητώντας ένα αποτύπωμα της πρόσφατης αυτής συλλο­γής, μπορούμε να διακρίνουμε έναν χώρο περίκλειστο, αδιάτρητο από έξω προς τα μέσα, γεμάτο καθρέφτες, πρίσματα και ερμάρια, και ανοίγματα, τυπικά, σαφώς οριοθετημένα και απολύτως ελεγχόμενα από την εσωτερική δύναμη και βούληση. Ανάλογα με τη θέση του ποιητικού υπο­κειμένου κάθε ένα από αυτά τα ποιητικά αντικείμενα ενεργοποιείται κάθε φορά, πολλαπλασιάζοντας, παραμορφώνοντας, ανασύροντας τη μνήμη ή προσπαθώντας να καταργήσουν τη μοναξιά, την ευθραυ­στότητα του ρόδου που είναι η ύπαρξη.
 
 
Έφη Κατσαρού
[ηπεριοδικό Απόπλους, τεύχος 100, Καλοκαίρι 2024]

Ένα ποιητικό curriculum vitae
 
Σύμφωνα με τον μύθο του πλατωνικού σπηλαίου σκιές
μόνο της ιδέας βλέπουμε, ποτέ την ίδια την ιδέα.
Το αντίγραφό της, ας πούμε αλλιώς…
 
Ρόδο σε καθρέφτη «καταπροσωπίζει» ο Στάθης Κουτσούνης στη νέα ποιητική του συλλογή, με ένα ποιητικό curriculumvitae, μικρό σαν τη μικρή ζωή μας και μεγάλο όσο μας θέλησε εκείνη. Ρόδο της μοίρας του, όπως θα συμφωνούσε και ο Γιώργος Σεφέρης.
     Η συλλογή αποτελείται από έξι μέρη με 24 ποιήματα και 5 ιντερμέδια. Similiasimilibus, αλλιώς ομοιοπαθητικά, και mutatismutandisμάς δίνει την εντύπωση μιας τραγωδίας αποτελούμενης από επεισόδια και ανακουφιστικά ιντερμέδια.
     Σε πρώτο πρόσωπο, όπου μας ενημερώνει τι έκανε όταν ήταν μικρός και πώς αντιδρούσε η μητέρα του, γράφει:
 
 
Όταν ήμουν μικρός                                                                                                                                          
τα ποιήματα με τρόμαζαν                                                                                                                            
τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω                                                                                        
μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη
 
 
Αυτός, λοιπόν, ήταν ο ποιητής που τρόμαζε τον Στάθη Κουτσούνη. Το «γιατί» αναλύεται στην εξέλιξη της συλλογής. Σαν σε καθρέφτη κοιτάζει το alterego του και, όταν περνούν τα χρόνια, αρχίζει να γράφει και μας ανοίγει τα χαρτιά του. Ποιος τον επηρεάζει, ποια περιπέτεια ποιητικής ψυχής βιώνει, πώς βρίσκει τον δρόμο του, πώς βλέπει μέσα στον καθρέφτη το ιδεατό, πώς πολεμά, πώς αντιδρά.
     Οι τίτλοι των ποιημάτων, σχεδόν όλοι είναι μονολεκτικοί. Σαν σημαδούρες πέφτουν, τοπόσημα στο αχανές ποιητικό πεδίο που περιμένει τον σπορέα του, τον κηπουρό, τον καλλιεργητή του. Ωστόσο, η ομολογημένη «δυστοκία» είναι εκεί:
 
 
εγώ ακόμη να εξημερώσω τη λευκότητα                                                                                          
ακόμη να δαμάσω το θηρίο
 
 
«Θηρίο», λέξη τρομακτική, παραπέμπει στον Σαχτούρη που έκανε προτάσεις στο θηρίο για να το καλοπιάσει να μη φύγει: «Μη φεύγεις θηρίο/ θηρίο με τα σιδερένια δόντια/ θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι/ θα σου δώσω ένα λαγήνι/ θα σου δώσω ένα κοντάρι/ θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις».
     Εντάξει, θέλει κι αυτό δολώματα για να μη σε φάει, για να σου κάνει τη χάρη, για να σε βοηθήσει, αν και όταν το θελήσει. Έτσι, ανέκαθεν οι ποιητές κοιτάζουν τον ουρανό και προσεύχονται να κατεβεί η έμπνευση. Ο Ελύτης έστηνε καρτέρι και παρακαλούσε την Πούλια, ο Σεφέρης αισθανόταν να ανοίγει στο στήθος του η πληγή όταν κατέβαιναν τα άστρα και συγγένευαν με το κορμί του. Και ο Κουτσούνης, τι; Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι η παθιασμένη ερωτική επιθυμία, αυτή που σηκώνει το βάρος της αλληγορίας και της κληρονομημένης από τους αρχαίους μας προσωποποίησης των ιδεών. Η Ποίηση ντύνεται γυναίκα ερωτική που ξυπνά ανομολόγητους πόθους, που διεγείρει τις αισθήσεις, που ξεσηκώνει αισθησιακές ανατριχίλες, όπως φαίνεται δραματικά στο ποίημα «Κίνδυνος».
 
Περνάς κι η ομορφιά σου κυματίζει                                                                                                                  
ρόδο σε καθρέφτη                                                                                                                                                
το ντεκολτέ σου επηρμένο                                                                                                                
ανοιγοκλείνει και τα δάχτυλά μου                                                                                                        
τρυγούν το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή
 
Το ποίημα θα γίνει πιο αποκαλυπτικό, θα μπει σε λεπτομέρειες που όλες όμως δεν δείχνουν άλλο παρά τη λυσσαλέα επιθυμία να την κατακτήσει. Είναι μια τεχνική να φορτώσεις στο ομοίωμα όλα εκείνα που δεν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις στο πρωτότυπο. Επανέρχομαι στον Ελύτη, όπου οι ιδέες όλες αποκτούν πρόσωπο μικρής ανάλαφρης κόρης, και στον Σεφέρη, για τον οποίο τα αγάλματα έχουν μια εσωτερική ζωή. Ζωή, Ελλάδα, Ποίηση παίρνουν υπόσταση θηλυκή, γίνονται πηγή έμπνευσης, σώμα της ποίησης της ίδιας, αλλά και της ιδέας της που σε όλη τη ζωή του βασανίζει τον ποιητή. Βλέπει τον «κίνδυνο» με τα μάτια του, τον αγγίζει με τα δάχτυλά του, οσφραίνεται τα αρώματά του σε θανάσιμη σχεδόν αναμέτρηση μέχρις εσχάτων:
 
μα ξάφνου οσφραίνομαι ότι εσύ                                                                                                        
δολώνεις τα αγκίστρια σου με ρήματα
 
 
όμως εγώ με αίμα σε ορέγομαι                                                                                                                     
έλα δεν θέλω να σε κάνω ποίημα                                                                                                                  
δεν θέλω να παγιδευτείς                                                                                                                                    
μες στον λαβύρινθο των λέξεων                                                                                                                     
για να σε καταπιεί τα τέρας
 
έλα και δεν θα το αντέξω                                                                                                                                    
τα άκρα μου να μείνουνε μετέωρα
 
 
     Τι άλλο να πει και πώς να διατυπώσει τη φλόγα που τον καίει; Ο Καρυωτάκης είχε πει πως σάρκα και αίμα θα έβαζε στους στίχους, ο Σεφέρης, άλλης κοπής και εποχής, αρκέστηκε σε μια σεμνή «ρουκέτα»: τα μαλλιά της όμορφης/ τ’ άσπρισαν τα κρίνα/ στο κορμί της όμορφης/ έγραψα βιβλία, αλλά στον Ερωτικό Λόγο ήταν πιο συγκλονιστικός για τη δύναμη του κεντρίσματος, έβαλε απέναντι στο ρόδο της μοίρας τον εαυτό του: … τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα/ το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί …/ Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα/ να ’σουν εσύ που θα ’φερνες την ξεχασμένη αυγή! Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα/ ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
     Κεκρυμμένος λόγος, δεν μπορείς να μη δεις την εξέλιξη του ίδιου συναισθήματος που ο νεότερος ποιητής αποστασιοποιημένος διατυπώνει αλλιώς, αλλά στο βάθος για το ίδιο αίσθημα πρόκειται. Το δικό του ρόδο μες στον καθρέφτη, σαν μια πλατωνική ιδέα ή σαν τον ήλιο που δεν μπορεί κανείς να κοιτάξει κατάματα, παρά μόνο τη σκιά του, το είδωλό του, το ψέμα, το ψέμα το ζωτικό, στο οποίο όμως πιστεύει, γιατί όποιος δεν πιστεύει στην άλλη ζωή χάνει και τούτη που έχει, έλεγε ο Γκαίτε, όσο για το ποια είναι η άλλη, ο καθείς και η άλλη του και για τον ποιητή είναι ΚΑΙ η Ποίησή του.
     Η αισθησιακή σχέση του επανέρχεται με κάθε ευκαιρία και η καλύτερη ίσως είναι το «Φιλί», το φιλί ως αρχή μιας ουσιαστικής συγχώνευσης των δύο σε ένα, αφού ανήκει στα εκ των ων ουκ άνευ. Εκεί το μεσαίο τετράστιχο γίνεται τραυματικό και απολύτως καθοριστικό της σχέσης:
 
κι όταν με εγκατέλειψες                                                                                                                                      
θα μου λείψουν πολλά                                                                                                                                      
από σένα μου είπες                                                                                                                                                
μα το φιλί σου περισσότερο
 
     Και φτάνουμε στα ιντερμέδια, αποτελούμενα από οκτώ μικροποιήματα το καθένα, με έντονη υποβλητικότητα, όπου ο ποιητής παίρνει την κιθάρα του και τραγουδάει τους ποιητικούς καημούς του, στους οποίους είναι προφανείς οι σκέψεις του, τα όνειρά του, κάνει σχόλια για τον αναγνώστη και του δίνει πληροφορίες, περιγράφει σκηνές, όμως λίγο πιο κάτω το κλίμα αλλάζει.
     Από το «Ιντερμέδιο ii» επιλέγω δύο με θέμα το φιλί:
 
Η γλώσσα μου ψάρι στο στόμα σου                                                                                        
ροκανίζοντας τη δική σου γλώσσα                                                                                                              
που ροκανίζει ψάρι κι εκείνη τη γλώσσα μου
 
και
 
Μύλοι τα χείλη αλέθουν τα φιλιά μας                                                                                                        
και πέφτει αφράτο στα σώματα                                                                                                                      
του έρωτα το αλεύρι
 
 
     Βαθύτατα υπαρξιακός στο ποίημα «Το πηγάδι», όπου ο Κουτσούνης αξιοποιεί το σύμβολο του πηγαδιού, προβάλλοντας στο φόντο την εικόνα του Πλάτωνα με τον μύθο του Αρδιαίου, του Κωστή Παλαμά την «Ψυχή», του Σεφέρη το «Επί ασπαλάθων»· και ακολουθεί ο ίδιος, τιμώντας με μια λέξη ή σε μια εικόνα όλους τους προγόνους που συγκέντρωσε στης ψυχής του το πηγάδι.
     Όμως ο ποιητής δεν είναι μόνον ορμητικά ερωτικός. Είναι και τρυφερός γιος. Μια σειρά από ποιήματα, αφιερωμένα στη μητέρα, γεμάτα τρυφερότητα και αγάπη, φανερώνουν τη μνήμη που πονάει και συγχρόνως γιατρεύει. Γι’ αυτό αφήνει τον χώρο τελείως ελεύθερο από άλλες σκέψεις για να κυκλοφορεί εκείνη με την ιαματική απουσία-παρουσία της. Σε διάφορες φάσεις θα της απευθυνθεί, ενώ στο βάθος ένας πρόγονος τού ψιθυρίζει τις λέξεις τις μαγικές. Είναι ο Βιζυηνός στο προφανές του παππού του ταξίδιον ή πιο κάτω ο Ελύτης στο Ημερολόγιό του ή ο ίδιος ο εαυτός του, που έρχεται από το παρελθόν να του θυμίσει την καταγωγή του:
 
σήμερα χρειάστηκε                                                                                                                                                
να σε ντύσω εγώ                                                                                                                                                     
να σε φιλήσω και να σε κατευοδώσω                                                                                                            
στο μοναδικό της ζωής σου ταξίδι
 
και
 
Μήνες μετά                                                                                                                                                
επιτέλους βρήκα το κουράγιο                                                                                                                           
να ξαναμπώ στην κάμαρά σου
 
όπου ο ποιητής παρατηρεί το δωμάτιο, τα πράγματα ακίνητα παραδομένα στη σιωπή. Εκείνο όμως που συγκινεί είναι
 
το νυχτικό στην πλάτη της καρέκλας… και
 
… σε μια γωνιά                                                                                                                                                  
βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες                                                                                                               
σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης                                                                                                                    
χάσανε το δρόμο τους                                                                                                                                         
δυο γάτες κλαίγοντας βουβά
οι κάλτσες σου μητέρα
 
Όλα φαντάζουν, και είναι, απλά, αλλά και όλα έχουν ένα δεύτερο επίπεδο ερμηνείας ή έστω συναίσθησης. Το δωμάτιο κλειστό (σαν εκείνης της χαροκαμένης μάνας της παραλογής), όπου η ψυχή του σπιτιού, που περιφέρεται αόρατη μέσα από το διπλωμένο νυχτικό (σαν πουκάμισο αδειανό μιας άλλης Ελένης), ενώ οι ζαρωμένες κάλτσες σαν τελευταία εκδοχή των εφτάψυχων αιλουροειδών της Αιγύπτου που συνυποδηλώνουν την παρουσία της. Αφάνεια και επιφάνεια, θάνατος και ανάσταση, απουσία και παρουσία αποτυπωμένη με μια μεταφυσική διαλεκτική.
     Πολλοί είναι οι δρόμοι που οδηγούν σε καθορισμένους τόπους, αλλά η «ιδιωτική οδός βγάζει σ’ ένα ‘παντού’· που είναι των άλλων το ‘πουθενά’», λέει ο Ελύτης, και που κατά τον Σικελιανό είναι η οδός της ψυχής.  
     Στη συνέχεια, βγαίνοντας έξω στην αυλή, λες και κατεβαίνει στον Άδη σαν Οδυσσέας σε μια δική του Νέκυια, συναντά τη δική του μητέρα-Αντίκλεια για να του παραπονεθεί:
 
δεν υποφέρεται σου λέω δεν μπορώ                                                                                                              
με πιάνει νοσταλγία
 
κι η νοσταλγία εδώ κάτω γιε μου                                                                                                                
είναι χειρότερη κι από το μαύρο χρώμα
 
Κι έπειτα έγινε άστρο. Μια ακόμα αρχαία ελληνική εκδοχή των μεταμορφώσεων των αφηρημένων εννοιών αλλά και των συγκεκριμένων εδώ. Η μητέρα επιστρέφοντας στη φύση μεταμορφώνεται σε φύλλο και δέντρο, ήμερο ζώο και πουλί, γράφει μηνύματα και στέλνει ποιήματα στον γιο της. Πρόκειται πλέον για τη μεγάλη Μητέρα που στέλνει τα έπεα πτερόεντα, που πέτονται στον αέρα, δυσανάγνωστα, δυσερμήνευτα, χρησμούς που θέλουν ερμηνεία, μηνύματα που παίρνει, αν κοιτάξει στα μάτια της βαθιά, στα μάτια εκείνης που τον γέννησε και την υπηρετεί· την Ποίηση:
 
Είναι αδύνατο να αισθανθώ                                                                                                                              
αν δεν κοιτάξω μες στα μάτια τη μητέρα                                                                                                                  
μα η μητέρα είναι μακριά κι ας λάμπει                                                                                                
ακέραιο κενό μπροστά μου
 
     Ο ποιητής είναι σεμνός. Η εικόνα του μπροστά στο κενό μου θυμίζει τον Ανδρέα Κάλβο που αγέρωχος χτυπάει την λύρα μπροστά στο ανοιχτό στόμα… (Αι Ευχαί, ιη΄), μόνο που ο Κουτσούνης δεν θέλει να παραδεχτεί την αρτιότητά του, μοιάζει να ομολογεί πως δεν μπορεί να αγγίξει τα πέπλα της θεάς, αλλά μπορεί να την ονειρεύεται.
     Δεν είναι υπερβολή να πω πως στην ψυχή του σύγχρονου ποιητή έχουν συγκεραστεί οι αιώνες ποίησης από τον Όμηρο, τους τραγικούς, τους λυρικούς και το δημοτικό τραγούδι μέχρι τους δικούς μας αιώνες, οι οποίοι έχουν μετουσιωθεί και μεταγραφεί από τον «παράφορα ερωτευμένο με τη γλώσσα», με τη ζωή και την Ποίηση Στάθη Κουτσούνη.
     Η συλλογή έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης, έχεις γερές βάσεις και ποικιλία στην επιφάνεια. Και είναι μια μεγάλη αλληλεγγύη αυτή η μνήμη που διαρκώς πονεί, που η καρδιά δεν παύει να την αγγίζει σαν να βουτάει το καλάμι στο αίμα της και να ξαναζωντανεύει.
     Το «Ιντερμέδιο iv» αφιερώνεται στο γήρας, όπως στο τρίτο Στάσιμο στον Οιδίποδα Επί Κολωνώ. Το γήρας το φθονερό που σέρνεται και κουλουριάζεται, τα γηρατειά που κατηφορίζουν γρυλίζοντας. Ακολουθούν τέσσερα ποιήματα για την Αθήνα, νέο ιντερμέδιο, ερωτικό και πάλι, χάρμα για τα αχόρταγα μάτια, και άλλα τέσσερα ποιήματα, για τα νιάτα και τη νοσταλγία τους, αλλά και για το αναπόφευκτο.
     Κι έτσι, κλιμακωτά και αδρομερώς, από τη δυναμική ζωική ορμή στη θλίψη για τη μητέρα κι έπειτα στα μισητά γηρατειά, ο ποιητής διέτρεξε το curriculumvitae με το οποίο αρχίσαμε. Όμως η ζωή δεν τελείωσε, μας επιφυλάσσει εκπλήξεις, και η Ποίηση προκαλεί πάντα σαν ρόδο σε καθρέφτη που κανείς δεν μπορεί να το αγγίξει ούτε να το κατακτήσει, μπορεί όμως να γονιμοποιεί τα μάτια. Ο καλλιτέχνης παλεύει συνέχεια για το ανέφικτο κι όσο παλεύει να το φτάσει τόσο αυτό απομακρύνεται. Κι αν κάποτε νομίσει πως το έφτασε, τότε αυτό βρίσκεται πίσω του και το κοιτάζει σαν αθεράπευτη νοσταλγία.
     Η «Μαγική εικόνα» του Αλέξανδρου Ίσαρη στο εξωφύλλου μας δίνει την αλήθεια μόνο σε αποσπάσματα. Κομματάκια· κάθε εποχή και το δικό της. Επίσης μου φέρνει στο νου το έργο «Τρίτη διάσταση» του Αχιλλέα Δρούγκα, ενώ ο τίτλος Ρόδο σε καθρέφτη μου θύμισε έναν άλλο πίνακα του Δρούγκα, τριαντάφυλλο σε διάφανο ποτήρι πάνω από μια πισίνα μπλε και κάτω από έναν γαλάζιο ουρανό. Μια μετέωρη ομορφιά της ζωής που ποτέ δεν τελειώνει και πάντα μας κοιτάζει προκλητικά μες στον καθρέφτη.
 
 
 
Ανθούλα Δανιήλ
[ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης, τεύχος 66, Ιούνιος 2024]
 

Με μια λεπτομέρεια από τον πίνακα «Μαγική εικόνα» του Αλέξανδρου Ίσαρη στο εξώφυλλο, ο Στάθης Κουτσούνης μάς παρουσιάζει τη νέα του ποιητική συλλογή Ρόδο σε κα­θρέφτη. Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής έχουν ήδη δημοσιευθεί σε έγκριτα περιοδικά (Διάστιχο, Βιότοπος πο­λιτισμού CultureBook, Τα Ποιητικά, Χάρτης) και σε Ημερολόγια της Ε­ταιρείας Συγγραφέων, ενώ στην παρούσα έκδοση δημοσιεύ­ονται σε νέα μορφή.
     […]
     Στη σελίδα 10 διαβάζουμε το ποίημα «Η καλλονή», η οποία κυκλοφορεί απρόβλεπτη, ερωτοτροπώντας με τους ηττημένους, άλλοτε ως οίστρος στις λέξεις και άλλοτε ως «ψευδαίσθηση» του μελλοθάνατου ότι μπορεί τάχα ο λόγος της «να κομματιάσει την τριχιά στα χέρια του δήμιου/ ή των πνιγμένων πως η θάλασσα κάποτε/ θα τους ξεβράσει ζωντα­νούς». Μερικοί, αφού μεταλάβουν, ερωτεύονται την καλλο­νή, όμως εκείνη σπάνια δίνεται σε κάποιον, ενώ σε άλλους φαντάζει αδιάφορη καθώς «στο πρόσωπό της/ την κηδεία των πράξεων βλέπουν/ και στις λέξεις της των πραγμάτων τα σάβανα». Όλοι ωστόσο τρέμουνε την ομορφιά της «λε­πίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο».
     Το ποίημα «Πόλεμος» (σελ. 11) καταδείχνει την πί­εση που ασκείται από τον πόλεμο στον άνθρωπο που ουδό­λως συγκινείται από τη λαίμαργη τροχιά της σφαίρας, το αίμα ή την κλαγγή. Μέσα του συνεχίζουν να βουίζουν φθόγγοι, συλλαβές και λέξεις, καθώς στόχος του μοναδικός παραμένει «να φτιάξει ένα ποίημα/ που θα κατέπαυε τον πόλεμο μεμιάς». Οι άλλοι όμως δεν τον καταλαβαίνουν και τον σπρώχνουν με το ζόρι στη μάχη «ώσπου το βόλι τον βρήκε αριστερά».
     […]
     Στο επόμενο ποίημα («Κίνδυνος», σελ. 13), η ομορφιά της γυναίκας συγκλονίζει τον ποιητή που, μπροστά στο επηρμένο ντεκολτέ και «το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή», αφοσιώνεται κυκλωμένος από επιθυμία στα αρώματα που αναδύονται από το κορμί της, ενώ ξαφνικά οσφραίνεται ότι εκείνη δολώνει τα αγκίστρια της με ρήματα. Ο ποιητής την ορέγεται αιμάτινη και δεν θέλει να την παγιδεύσει κάνοντάς την ποίημα για να την κατα­πιεί το τέρας
     Ο ποιητής σπέρνει λέξεις «κουκούτσια στο χαρτί» και «περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές/ να κόψει πορτοκάλια». «Ολόγυρα πλήθος που λιμοκτονεί κι ο καλλιτέχνης/ πε­λώρια λαχταριστά καρβέλια ζωγραφίζει/ οι πεινασμένοι τα καταβροχθίζουν/ αλλά εκείνοι μόνο ξέρουν αν χορταίνουν». «Μην κοιτάζετε ποτέ/ τα ποιήματα κατάματα/ μεταφορές τα μάτια τους/ κι αλληθωρίζουν», καταλήγει.
     Ο αναγνώστης ανύποπτος μπαίνει στο ποίημα και απασφαλίζει, αγνοώντας τη σήμανση. «Κάθε φορά που δια­βάζω τα ποιήματά σου/ σαν να μου κάνεις έρωτα εξομολο­γήθηκε/ ωστόσο μαζί μου ποτέ της δεν πλάγιασε». Και κα­ταλήγει: «Το ποίημα που δεν γράφτηκε/ μην το φοβάσαι/ μες στην κοιλιά του ασύλληπτου/ ακέραιο την αιωνιότητα διεκδικεί».
     Ακολουθεί το ποίημα «Ο καθρέφτης» (σελ. 16), με τον ποιητή όμηρο του γυναικείου κορμιού, ο οποίος δεν γνωρίζει αν φλέγεται για το πραγματικό κορμί ή για κείνο που απαστράπτει μέσα στον καθρέφτη.
     Το «Φιλί», ποίημα της σελ. 17, ενώνει τις εικόνες του φιλιού παλεύοντας ή και σπαράζοντας, καθώς η νο­σταλγία σε βάθος χρόνου τον σκοτώνει.
     […] Το ποίημα «Το στήθος» (σελ. 19) εστιάζει κυρίως στη μυρωδιά του γυναικείου στήθους, καθώς οι χούφτες άτολμες να το αγγίξουν λουφάζουν με τις ώρες μέσα στις τσέπες, καραδοκώντας την υπέροχη μυρω­διά.
     Το «Ιντερμέδιο ii» (σελ. 20-21) εικονοποιεί ερωτι­κές σκηνές, με τον ποιητή ως αμφίβιο που βυθίζεται στην γυναικεία ύπαρξη κι εκείνη τον ρουφάει σαν λίμνη που στον βυθό της δεν βρέθηκε ποτέ κανένας από τους πνιγμένους.
     Ακολουθεί το ποίημα «η Κόρη» (σελ. 22-23) που ετοιμάζεται να ανέβει στο φως... Ώσπου ο χρόνος σώνεται κι η Κόρη δεν ελπίζει τίποτε μέσα στην πλήξη του φωτός.
     […]
     Το «ιντερμέδιο iii» (σελ. 26-27) θα εξελίξει τις εικό­νες του κόσμου… Κι ενώ «οι πνιγμένοι γογγύζουν σκυλιά λυπημένα/ που χάσανε το δρόμο για το σπίτι», ο ποιητής α­νακαλύπτει πάνω στο αίμα το μαχαίρι που κοιμάται «κι αν τύχει η φλέβα και φουσκώσει/ ο ύπνος ταράζεται και ξαφ­νικά/ ξυπνάει μέσα του ο φόνος».
     Εκλεκτό ποίημα του βιβλίου είναι «Το ταξίδι» (σελ. 28) που συνεχίζεται με το ποίημα «Σε μια γωνιά» (σελ. 29). Και τα δύο πραγματεύονται τον θάνατο της μη­τέρας, τον γιο που ντύνει τη νεκρή του μητέρα, πασχίζοντας μάταια να ακούσει ακόμα και τώρα τη συμβουλή της και μήνες μετά βρίσκει επιτέλους το κουράγιο να ξαναμπεί στην κάμαρά της, με τα ακίνητα πράγματα λουσμένα στη σιωπή και στη γωνιά οι κάλτσες της ζαρωμένες, σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης χάσανε τον κόσμο τους, δυο γάτες κλαίγοντας βουβά.
     Κλείνοντας το ποιητικό βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη, θα παρατηρήσουμε ότι ο ποιητής γίνεται και ζωγράφος ψυχολογικών καταστάσεων και αποχρώσεων με οξεία την αίσθηση πραγμάτων και ανθρώπων και έντονη τη δεινότητα της εκφοράς.
 
 
 
Νένα Κοκκινάκη
[περιοδικό Θευθ, τεύχ. 19, Ιούνιος 2024]
 

Η μοναξιά της δεύτερης ενηλικίωσης

Το Ρόδο σε καθρέφτη αποτελεί την όγδοη, εν σειρά, ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, ενός ποιητή που έχει χαράξει και συνεχίζει να χαράσσει τη δική του πορεία στον χώρο της ποίησης διελαύνοντας από ποικίλες ανά τα έτη κλίμακες της μοναξιάς. Περισσότερο διάφανος σε αυτή τη συλλογή, σε αντίθεση με την προηγούμενη, Στου κανενός τη χώρα, όπου έμοιαζε να εξερευνά τις κλίμακες του θανάτου, εδώ ο ποιητής επανέρχεται στη ζωή και την ιχνηλατεί με όλες τους τις αισθήσεις σε έγερση. Πατώντας συνειδητά στα όρια του χρόνου και παρά τον πόθο να τον υπερβεί, παραδίδει μία μεστή σύνθεση με ποιήματα που αναμετρώνται με τη συνθήκη μίας δεύτερης ενηλικίωσης. Ο ποιητής, βαθιά μοναχικός, πλέον δεν θρηνεί, έχει κατακτήσει την ωριμότητα της μνημοσύνης και του θαυμασμού. Και ακριβώς μέσα από αυτή την κατάκτηση συνθέτει το υλικό του σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, τα ποιήματα ποιητικής [«Κουκούτσια σπέρνει στο χαρτί/ ο ποιητής τις λέξεις/ και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές/ να κόψει πορτοκάλια», «Ιντερμέδιο i»], τα μνημονικά ποιήματα [«Όταν ήμουν μικρός/ τα ποιήματα με τρόμαζαν/  τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω/ μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη», «Similia similibus»] που αγκαλιάζουν κάποια σπαράγματα πένθους (ένα κατά την εκτίμησή μου αυτόνομο σύνολο τεσσάρων ποιημάτων που μνημονεύουν τη μοναξιά της απώλειας της μητρικής στοργής, με τρόπο ανάλογο με αυτόν που είδαμε στο βιβλίο της Ηλιοπούλου: «Το ταξίδι», «Σε μια γωνιά», «Νοσταλγία», «Στο δάσος») αλλά και τα ερωτικά ποιήματα ή ποιήματα θαυμασμού του κάλλους.
     Αυτό το τελευταίο υποσύνολο, που δομεί ο Κουτσούνης, αναπτύσσει μία ιδιαίτερη δυναμική μέσα στη συνολική σύνθεση. Τόσο σε έκταση, όσο και σε ένταση αποκτά ένα εύρος που καταφέρνει να υποβάλει το γενικό αίσθημα του βιβλίου. Το κάλλος φαντάζει κάτι το φευγαλέο, το άπιαστο για το ποιητικό υποκείμενο. Ο θαυμασμός, η άκρατη λατρεία της καλλονής, που ίσως και να είναι η ίδια η ποίηση, όπως περιγράφεται στο ομώνυμο ποίημα [«Απρόβλεπτη κυκλοφορεί ανάμεσά μας/ ερωτοτροπώντας με τους ηττημένους// ενίοτε χώνεται οίστρος στις λέξεις/ …// μερικοί μεταλαβαίνουν και την ερωτεύονται/  με πάθος αμήχανο γιατί εκείνη/ σπάνια δίνεται σε κάποιον/ …// όλοι ωστόσο τρέμουνε την ομορφιά της/  λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο»], εγείρει τις αισθήσεις, τη σάρκα από την οποία όλα εκκινούν και στην οποία τις ευτυχέστερες στιγμές της καταλήγουν, ενώ άλλοτε φυλλοροούν και ισορροπούν στην όραση. Με ιδιαίτερη ευφυία ο ποιητής εισάγει στην εικονοποιία του το σύμβολο του καθρέφτη, το οποίο τον διευκολύνει να αναπαράγει τη μοναξιά του, να πολλαπλασιάσει την ομορφιά και να απενοχοποιήσει τελικά την ηδονοβλεψία του. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο «Ιντερμέδιο iv»: «Δίχως εσένα δεν θα υπήρχα/ κι ας με κατατρώγεις ανεπαίσθητακάθε μέρα με συνεργό σου τον καθρέφτη/ έλεγε στην όραση η ομορφιά». Η ομορφιά ελλοχεύει παντού γύρω και η αδυναμία αφής καθιστούν τον ποιητή έναν εκστατικό ηδονοβλεψία. «Αναμμένη απ’ τον ολονύκτιο κάυσωνα/ βγαίνει πρωί μ’  ένα σιθρού κομπινεζόν/ και σκουπίζει με στιλ το μπαλκόνι// …// το βλέμμα μπαινοβγαίνει στο διαφανές/  κεντώντας το κορμί της ψιλοβελονιά/  αγκάθια με τρυπούν παντού»,  γράφει στο ποίημα «άπνοια», το οποίο δεν είναι το μόνο της συλλογής που κινείται σε αυτό το ηχόχρωμα, ανάγοντας, τελικά, τους καθρέφτες, τα τζάμια, τα ανοιχτά παράθυρα στα μαγικά τοπία, στις κλειδαρότρυπες του ποιητή, μέσα από τις οποίες θωπεύει με το βλέμμα του την ομορφιά, όταν δεν μπορεί να τη γητέψει, αφήνοντάς τον άοπλο να θρυμματίζει και να θρυμματίζεται μέσα στην ερημιά μίας παρηκμασμένης νιότης.
 
 
 
Έφη Κατσαρού
[ηλεκτρονικό περιοδικό Ο αναγνώστης, 6 Ιουνίου 2024]
 

Ο μαγικός λαβύρινθος των λέξεων
 
Μια ιδιότυπη θεματική χαρακτηρίζει την πρόσφατη συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, Ρόδο σε καθρέφτη (2024). Από την ανάγνωση του βιβλίου προκύπτει μια ιδιαίτερη πραγματικότητα που κινείται ανάμεσα στην ομορφιά και την τραγωδία, την καλλονή και τη ματαιότητα, τα νιάτα και τα γηρατειά. Η εικόνα του ρόδου άλλωστε ανακαλεί τις αντίστοιχες συνθέσεις των Rilke, Celan, Σικελιανού, Ελύτη, Δαράκη. Το ρόδο μεταμορφώνεται σε άπειρες εκδοχές χάρη στη μεσολάβηση του καθρέφτη με τις μαγικές του ικανότητες. Επιπρόσθετα, ως γλωσσικό σημείο γίνεται κατανοητό σαν μέρος ενός συνόλου ή μιας δομής και εντάσσεται στο σύστημα της γλώσσας.
     Οι λέξεις είναι μια σκαλωσιά [1], μια βάση για να περιγράψει κάποιος τον κόσμο. Η τεράστια αναπαραστατική τους δύναμη αντιστοιχεί στην εικονοπλαστική τους ικανότητα. Οι λέξεις για τους ανθρώπους είναι ό,τι τα καρβέλια για τους φτωχούς: «οι πεινασμένοι τα καταβροχθίζουν/ αλλά εκείνοι μόνο ξέρουν αν χορταίνουν» (σ. 14). Η λοξή ματιά του ποιητή δημιουργεί μια ποίηση-ναρκοπέδιο, ενώ ο αναγνώστης απασφαλίζει τις νάρκες-μεταφορές. Οι λέξεις στήνουν «θηλειές», θεωρούνται «αδέσποτα», «κουκούτσια» και οριοθετούν ένα ολισθηρό έδαφος. Κάποτε γράφονται στο περιθώριο. Ισχυρός είναι «ο τρόμος της άδειας σελίδας» ακόμα και για το μικρό παιδί. Η ίδια η πόλη της Αθήνας άλλωστε είναι η μήτρα των λέξεων που ζωντανεύουν το ιστορικό της παρελθόν.
     Έρωτας, θάνατος, γηρατειά, ομορφιά είναι μερικά από τα θέματα της συλλογής. Ιδιαίτερη συγκίνηση διατρέχει τη σειρά των ποιημάτων που αφιερώνονται στη νεκρή μητέρα. Κατ’ ευφημισμό, αυτή βρίσκεται σε ένα μακρύ ταξίδι μέσα «στο δάσος». Η Κόρη/Περσεφόνη διχάζεται ανάμεσα στον επάνω και τον κάτω κόσμο για να διαπιστώσει τελικά, όπως ο αρχαίος φιλόσοφος, ότι «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή». Τα νεκρά παιδιά κινούνται «σαστισμένα» μέσα σε έναν ασαφή χωρόχρονο. Ο έρωτας ωστόσο αντισταθμίζει τις απώλειες του θανάτου. Τα ερωτικά ποιήματα αναπαριστούν γλαφυρά το πάθος του υποκειμένου για το αντικείμενο του πόθου. Περισσότερες αναφορές στην παντοδυναμία του σώματος συναντώνται στα Στιγμιότυπα του σώματος (2014). Όταν αυτό εξαϋλωθεί απομένει ένας ίσκιος, όπως στην ομηρική Οδύσσεια.
     Σημαντικότερο είναι «το πηγάδι» των μυστικών, που αντιστοιχεί στο υποσυνείδητο (σ. 25). Περιέχει τις παιδικές μνήμες, τα όνειρα και τους ελεύθερους συνειρμούς που αποτελούν γέφυρα με τον ξεχασμένο κόσμο. Στο ίδιο βάθος βρίσκονται οι αρχέγονες εικόνες που στοιχειώνουν το Εγώ. Το ασυνείδητο άλλωστε είναι δομημένο όπως η γλώσσα. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες μοντέλο για την εξήγηση της πραγματικότητας με βάση τα σύμβολα [2]. Το αντικείμενο της επιθυμίας (ρόδο/σώμα) είναι πάντα χαμένο, συμβολικό, άπιαστο μέσα στον καθρέφτη. Το υποκείμενο όμως οραματίζεται με φόβο ανάμικτο με ηδονή τα σκοτεινά βάθη του πηγαδιού.
 
και καθώς η ακοή μου αμβλύνεται
σκύβω τρεμάμενος
ολοένα και περισσότερο
σ’ εκείνο το φρικτό πηγάδι
                                               (σ. 25)
 
     Τα εκτεταμένα ποιήματα της συλλογής εναλλάσσονται με σύντομα, τα «Ιντερμέδια». Το μήνυμα μπορεί πάντως να αποδοθεί και με εξωγλωσσικούς τρόπους. Οι ακουστικές εικόνες είναι εξίσου ισχυρές με τις οπτικές.
 
Οι πνιγμένοι γογγύζουν σκυλιά λυπημένα
που χάσανε τον δρόμο για το σπίτι
                                                             (σ. 27)
 
     Η λοξή ματιά του ποιητή εξασφαλίζει την ειρωνική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Η ισχυρότερη βέβαια ειρωνεία στρέφεται εναντίον του ίδιου του εαυτού. Και ποιο καλύτερο θέμα, από την αντίθεση ανάμεσα στα νιάτα και τα γηρατειά. Το μέλλον παρουσιάζεται ζοφερό έως γκροτέσκο («Κοπτήρες»). Το υποκείμενο απευθύνεται «εις εαυτόν» σε β΄ πρόσωπο χωρίς παραμυθητική πρόθεση:
 
δεν είναι τα νιάτα χάπια
για την ηλικία σου
[…]
αλλά η πιο φρικτή παρενέργεια
είναι που προκαλούν

ακατάσχετη νοσταλγία
                                           (σ.40)
 
     Η αλλόκοτη σειρά των λέξεων στο ποιητικό κείμενο προκαλεί τη δυσπιστία του παιδιού-μελλοντικού ποιητή που αποφασίζει να κατανικήσει τον φόβο του «ομοιοπαθητικά» –γράφοντας δηλαδή ποιήματα («Similia similibus»). Παρουσιάζουν ενδιαφέρον τα σημεία που προκαλούν τη δυσπιστία του: οι λέξεις που πλάθουν «ένα ψωμί αλλιώτικο», η «πληγωμένη άνοιξη», τα «κυπαρίσσια που σφάχτηκαν», οι «εικόνες από τα αθέατα», η διαστροφή της πραγματικότητας «και άλλα πολλά» (σ. 9). Ως πιθανή πηγή επίδρασης αναφέρεται ο Σαχτούρης. Οι επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση καθώς και η συναισθηματική ταραχή που δημιουργεί η ανάγνωση της ποίησης έχουν επισημανθεί ήδη στην αρχαιότητα. (Ο Πλάτων, ποιητής ο ίδιος, εκφράζει ανάλογες επιφυλάξεις). Καλό είναι όμως να γνωρίζει κάποιος από μέσα τον αντίπαλο. Μεγαλύτερη αξία έχει πάντα η ομορφιά, «λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο» (σ. 10), καθώς και κινητήρια δύναμη («οίστρος»). Αυτή ξεπερνάει τα στενά όρια του ποιήματος και δημιουργεί μια απέραντη διαδοχή πιθανοτήτων. Η πραγματικότητα ωστόσο υπερέχει κάθε αναπαράστασης. Το αγαπημένο πρόσωπο πρέπει να μείνει ζωντανό σε πείσμα των λέξεων.
 
δεν θέλω να παγιδευτείς
μες στον λαβύρινθο των λέξεων
για να σε καταπιεί το τέρας
                                                 (σ.13)
 
     Το γλωσσικό σημείο έχει διπλή υπόσταση: το απαρτίζουν «φθόγγοι και συλλαβές και λέξεις» (σ. 11) καθώς και σημασία, περιεχόμενο. Σκοπός είναι η παρέμβαση στην πραγματικότητα. Το νεαρό παιδί αγωνίζεται «να φτιάξει ένα ποίημα/ που θα κατέπαυε τον πόλεμο μεμιάς» (σ. 11). Στη διαδικασία της ποίησης ωστόσο επεμβαίνουν «οι άλλοι», αμέτοχοι στο μήνυμά της και διακόπτουν. (Στο βάθος του ποιήματος ακούγεται ο Καβάφης). Όσοι δεν μετέχουν στον ποιητικό λόγο προφανώς αδυνατούν να συλλάβουν τη μαγική του εξουσία. Είναι γεγονός πάντως ότι ακόμη και το άγραφο ποίημα «ακέραιο την αιωνιότητα διεκδικεί» (σ. 15), καθώς περιέχει ασύλληπτη δύναμη. Μεγαλύτερη είναι η αναπαραστατική δύναμη των λέξεων στα ερωτικά ποιήματα, στα οποία φαίνεται γλαφυρά η δύναμη της μεταφοράς. Η φύση αποτελεί τη μεγαλύτερη παρακαταθήκη εικόνων.
 
Στον ποταμό του κρεβατιού
το κορμί σου σχεδία που ανεβαίνει
                                                              (σ.38)
 
     Εντοπίζεται επομένως μια αμφίθυμη διάθεση απέναντι στις λέξεις που εγκλωβίζουν αλλά και συντηρούν τη μαγική εικόνα. Από ψυχαναλυτική άποψη, η γλώσσα χρησιμεύει ως μηχανισμός αντιμετώπισης της εισβολής του πατέρα στη σχέση μητέρας και παιδιού [3]. Το μικρό παιδί τρομάζει από την αλλόκοτη πραγματικότητα των ποιημάτων και ομολογεί:
 
(…) η μητέρα μου για να διαβάσω
μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη
                                                                 (σ.9)
 
     Ο ποιητής  πραγματικά παρουσιάζει τρομακτικές εικόνες θανάτου στην προηγούμενη συλλογή (2020). Περιγράφει νεκρές φύσεις, πνιγμένους, τον κόσμο των οστών. Στου κανενός τη χώρα οι νεκροί μετέχουν και επεμβαίνουν στον κόσμο των ζωντανών. (Χαρακτηριστικοί είναι οι μονόλογοι-διάλογοι που αξιοποιούν τη μυθική μέθοδο, πχ. της Κλυταιμνήστρας). Οι λέξεις δημιουργούν έναν λαβύρινθο, από τον οποίο ο ποιητής και ο αναγνώστης μπορούν να βγουν ακολουθώντας τον μίτο του νοήματος. Οι σημασίες ανοίγουν μια νέα προοπτική στην εικόνα που απλώνεται ελεύθερη μέσα στο ποίημα. Πάντα όμως υπάρχει ένα όριο. Στη γραφή και την ανάγνωση.
 
ώσπου να σηκωθεί κακός αέρας
και το παράθυρο να κλείσει σφαλιστά
                                                       (σ.43)
 
     Η πραγματικότητα ωστόσο αποτελεί μια ενότητα, ένα χωροχρονικό συνεχές. Η γλώσσα με τις άπειρες δυνατότητές της εξασφαλίζει τη συνέχεια και η γραφή τη μνήμη. (Καρπό αυτής της πολύπλευρης αναζήτησης αποτελεί το βιβλίο του Κουτσούνη Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο [4], 2022). Ο ποιητής αποβλέπει στην απόδοση της διπλής αλήθειας (εικόνα και είδωλο), στοιχείο που επιτυγχάνεται απόλυτα στο Ρόδο σε καθρέφτη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απουσία κεφαλαίων στους τίτλους: δεν υπάρχουν σημαντικά και ασήμαντα στην ποίηση. Ο αναγνώστης μπορεί να εμπιστευτεί τη ματιά που διατρέχει τον κόσμο σε όλες του τις λεπτομέρειες «με έρωτα για τη γραφή και την τέχνη».
 
 [1] Ελισσαίος Βγενόπουλος, «Κώστας Αξελός», Χάρτης, 66, Ιούν. 2024 : «Άλλες φορές φτιάχνω τη σκάλα, λέξη τη λέξη. Καρφώνω δηλαδή μια λέξη πατάω πάνω της και μετά καρφώνω μιαν άλλη και προχωρώ» (hartismag.gr)
[2] «Ψυχανάλυση και Μαρξισμός», redlines.gr
[3] Οπ. παρ.
[4] Πλήρης τίτλος: Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο. Κριτικές επισκέψεις και άλλα κείμενα (1989-2020), Μεταίχμιο 2022
 
 
 
Στυλιανή Παντελιά
[ηλεκτρονικό περιοδικό Θράκα, 12 Σεπτεμβρίου 2024]
 

Η όγδοη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, Ρόδο σε καθρέφτη, είναι πολύ ώριμη, μικρογράμματη και χωρίς στίξη. Αυτό σημαίνει ότι ο αναγνώστης πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση για να μη χάσει κάτι κατά την ανάγνωση. Οι προμετωπίδες με στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, «Ρόδο μου αμάραντο», και του Paul Celan, που μιλάει για τη σύντομη ζωή στο Του Κανενός το Ρόδο, μας προετοιμάζουν για τα θέματα των ποιημάτων[1].
     Ο τίτλος εστιάζει στο ρόδο, που αντανακλάται στον καθρέφτη και στον καθρέφτη της συνείδησης, με όλη την πολυσημία του ποιητικού μοτίβου «ρόδο». Ο καθρέφτης-μνήμη, συχνά, πισωδρομεί στα παιδικά βιώματα, όπως φαίνεται στο ποίημα «Similia similibus», με τη σημείωση ότι τα όμοια με τα όμοια θεραπεύονται. Έτσι, παίρνει φωτιά η έμπνευση, με αναδρομή στο παρελθόν, τότε που ως παιδί τον τρόμαζαν τα ποιήματα… Στο ποίημα περιγράφεται η κατάσταση σε τέσσερις στίχους και ακολουθεί η ομοιοπαθητική θεραπεία σε δεκατρείς στίχους εξοικείωσης με το «θηρίο» της λέξης και της ποίησης. Σαν τεχνίτης ψαράς, ο ποιητής ψαρεύει τις κατάλληλες λέξεις και ως επιδέξιος της γραφής τις τοποθετεί με ξεχωριστές λεκτικές επισυνάψεις στο σώμα του ποιήματος, «συστήνοντας ξανά τον κόσμο». Αυτό αναδεικνύει και τη δομική οργάνωση του ποιήματος και όλης της συλλογής. Εδώ, στους δύο επόμενους στίχους και στον επόμενο μετεωρισμένο, αφενός, ολοκληρώνεται το ποίημα και, αφετέρου, ανοίγεται ο δρόμος στην ποιητική γραφή του δημιουργού. Έτσι, ανοίγει η αυλαία στην ποίηση του Κουτσούνη, με το δικό του ήθος και ύφος γραφής.
     Ο ποιητής βρήκε τη θεραπεία από τον φόβο της ποίησης με την ίδια την ποίηση. Και, καθώς η γραφή είναι ύπαρξη, ο ποιητής ανοίγεται σε αυτήν, δημιουργώντας νέους κόσμους. Πρόκειται για ποίηση που δεν υπόκειται σε εύκολες συνταγές, την οποία θα προσπαθήσω να διαπλεύσω, αναδεικνύοντας θέματα, συναισθήματα και την τέχνη της γραφής του δημιουργού.
     Το πρώτο ποίημα, «Η καλλονή», θεωρώ ότι είναι ποίημα ποιητικής. Η καλλονή-ποίηση δεν είναι εύκολη υπόθεση, είναι «απρόβλεπτη» και ερωτοτροπεί «με τους ηττημένους» ή προσπαθούν οι λέξεις να ξεφύγουν από τον «δεσμοφύλακα» της γραφής, αν και ο δεσμοφύλακας-ποιητής θαρρεί πως έσπασε τα δεσμά και βρήκε την αρχή και το τέλος, κρατώντας τον μίτο της Αριάδνης. Ο Κουτσούνης δημιουργεί ποιητικούς σπινθήρες με την τέχνη της γραφής του, που γίνεται έρωτας και πάθος, κατάκτηση του άυλου, που μεταπλάθεται σε υλικό, σε ποίημα. Με την κατακλείδα-επιμύθιο, μας προετοιμάζει για την αμφισημία της ομορφιάς της ποίησης, «λεπίδα μαχαιριού». Σε δεκαεννέα στίχους των τεσσάρων στροφών (2, 8, 7 και 2), άνοιξε το εργαστήρι της γραφής του και της ψυχής του, πάνω στη λευκή σελίδα. Εκεί στήνει τα ξόβεργά του για να παγιδεύσει την «καλλονή», την ποίηση! Και σε άλλο ποίημα, με τίτλο «Δυστοκία» κάνει λόγο για το δύσκολο εγχείρημα της γραφής, μέσα από μια συγκριτική εικόνα, της αθώας μικρής κόρης του, που εύκολα γεμίζει τη σελίδα με τα πρώτα της γράμματα, έστω και ανορθόγραφα, ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε αγώνα δύσκολο, καθώς ψάχνει να βρει την καίρια λέξη για να δαμάσει «το θηρίο» της ποίησης.
     Η ποίηση τρέφεται με μνήμες και αφηγήσεις ζωής, όπως φαίνεται στο επόμενο ποίημα, με τίτλο «Πόλεμος», που συγκροτείται, επίσης, από δεκαεννέα στίχους (4+6+6+3) και τέσσερις στροφές. Η ποιητική αφήγηση μάς μεταφέρει στη ζωή των χαρακωμάτων ενός αμούστακου νέου νεροκουβαλητή, που δεν τον συγκινούσε το τουφέκι. Όταν, όμως, έφτασε ο καιρός να δοκιμάσει την κλαγγή των όπλων και το αίμα, που ουδόλως τον ενδιέφεραν, εκείνος μπήκε σε χορό παράταιρο. Έξω τα όπλα και μέσα στην ψυχή του η αγάπη για τις λέξεις και την ποίηση, με την ακουστική εικόνα, τις λέξεις ως πολύβουο «μελίσσι» που θέλουν να γίνουν ποίηση για τη λευτεριά. Η ποιητική έκρηξη συντελείται στους δύο τελευταίους στίχους, όπου οι άλλοι –που δεν κατάλαβαν τι γίνεται εντός του– τον έσπρωξαν στη μάχη, εκεί τον βρήκε το βόλι στην καρδιά και χάθηκε ο ποιητής με τα άγραφα ποιήματά του. Διαβάζοντας αυτό το ποίημα, η σκέψη μου ταξίδεψε στον Μαβίλη, που σκοτώθηκε στον Δρίσκο της Ηπείρου, στον Σαραντάρη, εθελοντή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1940-1941), σε βιώματα του Στράτη Μυριβήλη από τα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πολλών άλλων ποιητών και λογοτεχνών και αμούστακων νέων που χάθηκαν και δεν πρόφτασαν να γράψουν την ποίηση που ήταν εντός τους. Επιπλέον, με αυτό το ποίημα, ο δημιουργός δίνει ένα επίκαιρο αντιπολεμικό μήνυμα. Στο ποίημα «Κίνδυνος» υπάρχει το μοτίβο του ρόδου ως ερωτική έλξη, ως πόθος, ως πάλη του εγώ με το εσύ, ως επίκληση, «έλα», ώστε ο πόθος να πάρει ανθρώπινα μέτρα, να μη γίνει μόνον ποίημα και γραφή στον «λαβύρινθο» των λέξεων.
     Μεταξύ των έξι ενοτήτων παρεμβάλλονται πέντε Ιντερμέδια[2]. Με τα Ιντερμέδια νεωτερίζει, αναπτύσσοντας έναν διάλογο ανάμεσα στην ποίηση και στο θέατρο, κάτι που φαίνεται σε αρκετά ποιήματα. Αξίζει να επισημανθεί ότι η δομή των ποιημάτων στα Ιντερμέδια είναι παρόμοια, καθώς συγκροτούνται από οκτώ ποιήματα, σύντομα, των τεσσάρων, τριών ή δύο στίχων. Το «Ιντερμέδιο i» εστιάζει στον ποιητή και τη γραφή του, στον αναγνώστη (ένα σε εξομολόγηση γυναίκας) και στη δύναμη της λέξης, που πάντα αγωνίζεται να ξεφύγει «απ’ του μπόγια τα μελάνια», από τον «μπόγια» της γραφής (οπτική σωματοποιημένη μεταφορά), αλλά και στο ποίημα που δεν γράφτηκε, διεκδικώντας την αιωνιότητα, καθώς ως άγραφο κυοφορείται «ακέραιο». Ο δημιουργός εξηγεί πώς τον βρήκε η ποίηση ένα πρωί σαν βροντή φωτός με λέξεις που του έστησαν «θηλειές» (παγίδες) στο πέρασμά του. Άλλοτε μιλάει, αλληγορικά, για την ποίηση, μέσα από τον λαϊκό λόγο, εκφράζοντας την αγωνία του για το αποτέλεσμα της γραφής του: «και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές/ να κόψει πορτοκάλια» (σ. 14).
     Από το ιντερμεδιακό του σύμπαν δεν απουσιάζει και ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος με τον πίνακά του, ο φούρνος με τα λαχταριστά καρβέλια σε πρόσοψη, που τα λαχταρούν οι πεινασμένοι, αλλά το στομάχι δεν γεμίζει με ζωγραφιές ψωμιών. Με την κατά μέτωπο λαϊκή ζωγραφική συνομιλεί και το τετράστιχο όπου ο ποιητής μάς προτρέπει να κοιτάζουμε τα ποιήματα όχι «κατάματα», αλλά να τα ανιχνεύουμε σε βάθος, διότι κρύβουν μεταφορές τα μάτια τους «κι αλληθωρίζουν» (σ. 14), καθώς κάτω από την επιφάνεια της λέξης βρίσκεται η σημασία της. Με τέτοιον πολύσημο ποιητικό λόγο ο ποιητής θίγει πολλά θέματα με την τέχνη του.
     Το «Ιντερμέδιο ii» δημιουργεί, αρχικά, αμφισημία ανάμεσα στην ποίηση και τη γυναίκα. Με μοτίβα (φιλί, στήθος) και πολλαπλές εικόνες αποδίδεται η δύναμη του έρωτα και της ποίησης χωρίς κορεσμό. Ακολουθεί το «Ιντερμέδιο iii», όπου στο πρώτο ποίημα έχουμε αντίστιξη φωτός και σκοταδιού. Στο επόμενο, ο κόσμος ως μαστός θυμίζει το θεατρικό έργο Οι Μαστοί του Τειρεσία του Γκιγιώμ Απολλιναίρ, που προσπαθεί να συμβιβάσει στο σουρεαλιστικό θέατρο τα ασυμβίβαστα. Έτσι και εδώ, ο δημιουργός αναζητάει τη σύνθεση της ειρηνικής ζωής μέσα από τις αντιφάσεις της στον κόσμο, από τον οποίο όλοι τρεφόμαστε. Ακολουθεί ένα ποίημα, που ίσως υπονοεί ότι από το πεπρωμένο του κανένας δεν μπορεί να ξεφεύγει. Προβάλλεται, ποιητικά, και ο νόμος επιβίωσης των ειδών, π.χ. το σπουργίτι κατασπαράζει τη μύγα και ο γάτος το σπουργίτι (σ. 26). Αλλού, ο γογγυσμός των πνιγμένων αποδίδεται μεταφορικά με τα αλυχτήματα των σκύλων, που έχασαν τον δρόμο για το σπίτι. Με υπερρεαλιστική εικόνα δίνεται το ξύπνημα του θυμού στις φλέβες για φόνο: «πάνω στο αίμα κοιμάται το μαχαίρι/ […]/ ξυπνάει μέσα του ο φόνος» (σ. 27). Στη συνέχεια, έχουμε την εικόνα του πουλιού που σώζεται από τα σκάγια, αλλά η σωτηρία του ανατρέπεται, καθώς, αντί να φύγει, πλησιάζει τον κυνηγό (αλληγορία ίσως για τη γραφή). Και σε αυτό το Ιντερμέδιο ο ποιητής θίγει διάφορα θέματα, είτε μεταπλάθοντας τη λαϊκή θυμοσοφία είτε επινοώντας δικούς του τρόπους για να θίξει σοβαρά ζητήματα.
     Το θέμα στο «Ιντερμέδιο iv» είναι οι διάφορες οπτικές του χρόνου: ως απουσία της μητέρας, ως φευγάτη εφηβεία, ως ομορφιά που χάνεται, «η καλλονή κι η ματαιότητα» ως φιλενάδες, τα γηρατειά ως «ένα τσούρμο» που κατηφορίζουν στην κοιλάδα, όπως επισημαίνει ο ποιητής εστιάζοντας στον πανδαμάτορα χρόνο.
     Το «Ιντερμέδιο v» έχει θέμα τον έρωτα, μέσα από εικονοποιΐα πρωτόγνωρη (το κρεβάτι ως ποτάμι και το κορμί της ως λιβάδι). Παρόν και πάλι το γυμνό γυναικείο σώμα, που σιγά σιγά γίνεται μισοντυμένο και πάντα ερωτικό. Το γυναικείο σώμα και το στήθος γίνονται ποιητικοί τόποι έμπνευσης, όπως η ομορφιά, τα αθώα παιδικά χρόνια, αλλά και οι καθρέφτες που ετοιμάζονται να υποδεχτούν τα γηρατειά και του ποιητικού υποκειμένου (έρως-ζωή-φθορά). Παρατηρούμε ότι τα θέματα του χρόνου, του έρωτα και της φθοράς διαπερνούν όλα τα ποιήματα.
     Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στην ομορφιά και τον έρωτα, με το σύμβολο του καθρέφτη, μέσα από ξεχωριστές συνάψεις λέξεων και εικόνων, όπου το α΄ και β΄ πρόσωπο «συνομιλούν» για την ομορφιά και την αντανάκλασή της. Ο καθρέφτης από την αρχαιότητα αποτελούσε απαραίτητο συστατικό της γυναικείας ομορφιάς και φιλαρέσκειας. Το ποίημα αναπτύσσεται σε δύο στροφές εξάστιχες, με το εκτόπισμά του στον δέκατο τρίτο μετεωρισμένο στίχο: «όμηρος εξάπαντος και των δύο» (σ. 16). Στο ποίημα «Το φιλί» ακούγεται μια διφωνία, με λόγο και αντίλογο, με θέμα τη νοσταλγία του φιλιού της γυναίκας, που μεταβάλλεται σε κατάρα (συνύπαρξη αντίθετων παθών). Ερωτικά και αισθησιακά αποτυπώνεται στο ποίημα «Άπνοια» η ερωτική έλξη, σε σκηνικό θεατρικό, με το ποθητό σώμα στο μπαλκόνι και στο απέναντι μπαλκόνι ο ποθών παρακολουθεί το όλο σκηνικό. Δίνονται η ερωτική εικόνα της γυναίκας και ο πόθος ως αγκάθια. Η ερωτική έλξη στην τρίτη εκτεταμένη στροφή των δεκατριών στίχων αποτυπώνεται με πολλές μεταφορικές αναλογίες. Με το σχήμα του κύκλου ολοκληρώνεται το ποίημα, με το θεατρικό σκηνικό και το εξωτερικό και εσωτερικό δρώμενο. Ερωτικό περιεχόμενο έχει και το επόμενο ποίημα «Το στήθος».
     Στην επόμενη ποιητική ενότητα παρούσα είναι η μυθολογία (Δήμητρα και Περσεφόνη), με κύριο θέμα τη ζωή και τον θάνατο. Η αέναη επιστροφή, ως νομοτέλεια του χρόνου του αξεπέραστου, σε αντίστιξη με την πεπερασμένη ανθρώπινη ζωή, οδηγεί στην αυτογνωσία τού εγώ σε σχέση με τη φύση του και τους νόμους της. Το ποίημα «Σαστισμένα», με αναφορά σε αδικοχαμένα παιδιά, που γυρίζουν στο παιδικό τους δωμάτιο, μας παραπέμπει στα παιδιά που κάηκαν στο Μάτι, με τους γονείς να παραλογίζονται από την απώλεια. Ο ποιητής συμφύρει με εξαιρετικό τρόπο μνήμες από τα παιδιά του σολωμικού ποιήματος, «Η Τρελή Μάνα», με τον Λάμπρο και τη Μαρία. Ο Κουτσούνης με μεταφορές και δυνατές εικόνες μεταπλάθει γόνιμα στη σύγχρονη ποίησή του στοιχεία της παράδοσης. Τη ζωή και τον θάνατο έχει ως θέμα του και το επόμενο ποίημα: «Το πηγάδι», με τη θέση, σε δύο στίχους, ότι μέσα στο σώμα μας υπάρχει «ένα βαθύ πηγάδι» (σ. 25). Το ειδικό γενικεύεται, καθώς η αγωνία της φθοράς δίνεται σωματοποιημένα, αφού σκύβουμε όλοι με το πέρασμα του χρόνου, προς την άβυσσο, προς το πηγάδι της φθοράς και του θανάτου: «σ’ εκείνο το φρικτό πηγάδι», σύμφωνα με τον ποιητή. Το πηγάδι παραπέμπει, ακόμα, και σε θανάτους επί θανάτων σε πηγάδια, είτε στον εμφύλιο είτε σε άτυχους θανάτους παιδιών, γνωστούς από το έργο του Παπαδιαμάντη.  
     Στην επόμενη ενότητα στο επίκεντρο βρίσκεται η μητέρα και η απώλειά της (αντιστροφή των όρων ανάμεσα στο τότε και το τώρα, με εστίαση στο ντύσιμο του παιδιού και της νεκρής μητέρας από τον γιο). Στο ποίημα, με τίτλο «Σε μια γωνιά», αποδίδεται η ψυχική κατάσταση του ποιητή από την απώλεια. Όταν βρήκε το κουράγιο και μπήκε στην κάμαρα της μητέρας, όλα ήταν όπως εκείνη τα είχε αφήσει: «στην εντέλεια/ το νυχτικό στην πλάτη της καρέκλας// όλα λουσμένα στη σιωπή». Η απουσία δίνεται και μέσα από την ποιητική φαντασία με αλληγορίες και ψυχοποιήσεις, που αναδεικνύουν έναν πυκνό και δυνατό ποιητικό λόγο:
 
«βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες
σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης
χάσανε τον κόσμο τους
δυο γάτες κλαίγοντας βουβά
 
οι κάλτσες σου μητέρα» (σ. 29)
 
Στο ποίημα «Νοσταλγία», ο ποιητής συνομιλεί με τις παραλογές, καθώς η ποίηση και νεκρούς ανασταίνει. Στήνεται το σκηνικό με τα λουλούδια της αυλής, με τον γιο να τα ποτίζει, αλλά εντός του ακούει και τη φωνή της μητέρας του που τον συμβουλεύει. Στη συνέχεια, γίνεται ταύτιση της απούσας μάνας με τα άνθη, καθώς λέει ότι το νερό την πνίγει. Ο ποιητής μεταφέρει την εσωτερική φωνή της σε πλάγια γραφή φωνήεσσα, που συγκλονίζει κάθε αναγνώστη, καθώς η μάνα υποφέρει από νοσταλγία για τη ζωή: «μες στο ξυλόσπιτο μονάχη/ λαχταρώντας τα άνθη να δω/ εδώθε μόνο ρίζες αντικρίζω/ με μάτια που τα ρήμαξαν/ του ζόφου οι βελόνες/ δεν υποφέρεται σου λέω δεν μπορώ/ με πιάνει νοσταλγία». Και το ποίημα ολοκληρώνεται με δύο μετεωρισμένους στίχους, που παντρεύουν τα δημοτικά του Κάτω Κόσμου, τις παραλογές και τη λαϊκή θυμοσοφία σε μια δυναμική μετάπλαση, με την πλούσια σκευή και την τέχνη γραφής του Κουτσούνη:
 
«κι η νοσταλγία εδώ κάτω γιε μου
είναι χειρότερη κι από το μαύρο χώμα»
 
Το τελευταίο ποίημα αυτής της ενότητας, με τίτλο «Στο δάσος», συνομιλεί με το παραμύθι, καθώς η νεκρή μητέρα από τον ουρανό βρίσκεται στο δάσος «σαν ιπτάμενο/ έπιπλο που επιστρέφει». Από εκεί γράφει ποιήματα σε φύλλα δέντρων, τα οποία στέλνει με πουλιά στον γιο της, αλλά ο αέρας τα σκορπίζει και χάνονται· ακόμα και ένα να φτάσει, η γραφή του είναι απροσπέλαστη, «απρόσιτη προβάλλει» (σ. 31). Εδώ έχουμε εικόνες επί εικόνων υπερρεαλιστικές, ποιητική σύλληψη εξαιρετική, σκηνοθεσία και περιεχόμενο άριστο. Το ποιητικό υποκείμενο μάς εξηγεί ότι μόνον όταν κοιτάζει στα μάτια τη μητέρα μπορεί να πάρει τα μηνύματά της, κάτι αδύνατο (νέα ανατροπή), οπότε χαίνει μπροστά του το κενό της απώλειάς της. Και εδώ ο ποιητής συγχωνεύει μνήμες και παραδόσεις και δίνει ένα εξαιρετικά πετυχημένο ποίημα, παλίμψηστο της πολύτιμης σκευής του και των αυθεντικών συναισθημάτων του για τη μητέρα, που γίνεται φωνήεσσα μνήμη και ποίηση.
     Στην πέμπτη ενότητα έχουμε ποιήματα με εστίαση στην Αθήνα. Το ομότιτλο ποίημα αποτελεί ύμνο στην πόλη, με τους ποιητές και τον ξεχωριστό χώρο της επί αιώνες, με εικόνες πρωτόγνωρες, καθώς η Αθήνα παρουσιάζεται: «σαν σιδηροδρομική γραμμή/ στα πλευρά του χρόνου», που πάνω στο σώμα της: «κείμενα θέατρα ναοί» υπάρχουν, με αναγνώστες απ’ όλον τον κόσμο. Ακολουθεί το ποίημα «Στην κατάψυξη», με την αλληγορία του χιονάνθρωπου και του εγκλεισμού, απ’ όπου περιμένουμε «να βγούμε ως εκ θαύματος/ από τη χειμερία νάρκη μας» (σ. 35). Το ποίημα «Η μπουγάδα» στήνεται θεατρικά, όπως και το ποίημα «Άπνοια», όπου το μπαλκόνι γίνεται τώρα βεράντα. Τα διαφορετικά φουστάνια σε κάθε μπουγάδα, αλλά πάντα το ίδιο πουκάμισο: «ένα καρό πουκάμισο αντρικό» –ίσως υποδηλώνουν απώλεια του άντρα. Η εστίαση στην τρύπια τσέπη παραπέμπει στην ανοιχτή πληγή του πόνου από την απώλεια. Το επόμενο είναι ποίημα υπερρεαλιστικής σύλληψης, καθώς «μια γυναίκα με ψηλόλιγνα πόδια/ χορεύει στις στέγες/ στα δέντρα/ στους δρόμους» (σ. 37). Έτσι, μέσα σε κλίμα φθινοπωρινό, με αέρηδες και πτώση των φύλλων: «λέξεις υγρές», ξεπηδάει η γραφή και το ποίημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και αυτό είναι ποίημα ποιητικής, με τη φθινοπωρινή φύση και τον αέρα που λυσσομανά να συμμετέχουν στη «γέννα» του ποιήματος. Επομένως, συνάγεται ότι δεν επιλέγει ο ποιητής τον χρόνο της γραφής του ποιήματος, αλλά το ίδιο, συχνά, ερήμην του, και, όπως έλεγε και ο Σαχτούρης, το ποίημα με ξενυχτάει, δεν το ξενυχτώ.
     Το ποίημα της τελευταίας ποιητικής ενότητας με τίτλο «Νιάτα» εστιάζει στα νιάτα του ποιητικού υποκειμένου και στη νοσταλγία τους, σε αντίστιξη το ποίημα «Το δόλωμα» αναφέρεται στον γέροντα με το ραβδί (μοτίβο, σύμβολο), που σαν τον γερο-ποντικό (μεταφορά και αλληγορία) πιάνεται στη φάκα του θανάτου, επιθυμώντας όσα δεν φτάνει για την ηλικία του. Το ποίημα «Κοπτήρες», εκκινώντας από τη φθορά των δοντιών, καταλήγει στη γενική φθορά και την έκπτωση των πάντων, όταν ‒μετά τον θάνατο‒ δεν μένει τίποτα άλλο, παρά λίγα δόντια και οστά. Τέλος, η συλλογή ολοκληρώνεται με το ποίημα «Η θέα», της ομορφιάς και του ερωτισμού, μέσα από το
ανοιγοκλείσιμο του παντζουριού και την αποκάλυψη του γυναικείου σώματος ως ιεροτελεστία. Και εδώ, στήνεται θεατρικό σκηνικό με την απέναντι ομορφιά, έως ότου ο «κακός αέρας» κλείσει το παράθυρο, ο οποίος μπορεί να εκληφθεί ως ο χρόνος που όλα τα αλλάζει.
     Αξίζει να προστεθεί ότι η δομή της συλλογής αυτής είναι ιδιαίτερα φροντισμένη και ισορροπημένη ανάμεσα σε ποιητικές ενότητες και ιντερμέδια. Το πρώτο ποίημα μπορεί να εκληφθεί ως πρόλογος/εισαγωγή και ακολουθούν έξι ενότητες από τέσσερα ποιήματα η καθεμία, με παρεμβαλλόμενα πέντε ιντερμέδια των οχτώ ποιημάτων, με ποικιλία στίχων και θεμάτων. Στο σύνολο υπάρχουν 24 ποιήματα (23+1, με το εισαγωγικό) με ενδιαφέρουσα ποιητική των αριθμών στην ποίηση του Κουτσούνη. Επίσης, στη συλλογή 11 ποιήματα είναι χωρίς άρθρο και 13 με άρθρο –απλό ή εμπρόθετο (περιττοί αριθμοί). Από αυτά εντοπίζονται μόνον 1 με αρσενικό άρθρο, 6 με θηλυκό και 6 με ουδέτερο. Αν το άρθρο ορίζει, τότε το ειδικό και το γενικό σχεδόν ισοζυγιάζονται, επιδιώκοντας το οριστικό να γενικευθεί και το γενικό να εξειδικευθεί, ανάλογα με την ανάγνωση και την παιδεία των αναγνωστών/τριών. Συνεπώς, στο ποιητικό σώμα όλα αποκτούν βάθος (μεταφορά, αλληγορία, συνειρμικές σχέσεις, αριθμοί), δίνοντας στη συλλογή ιδιαίτερη δυναμική ποίησης και
ποιητικής.
     Τέλος, τα θέματα, στα οποία μας ταξιδεύει η ποίηση του Στάθη Κουτσούνη, δίνονται με ξεχωριστό τρόπο και με ύφος γραφής που τα πολλαπλασιάζουν και τα κάνουν πολύ ενδιαφέροντα, αφήνοντας γεύση από ξεχωριστές εικόνες και συναισθήματα. Οι λεκτικές συνάψεις είναι υπέροχες και οι ποιητικές του εικόνες διαπλέκονται με το ονειρικό/φαντασιακό, το πραγματικό και με τη συμμετοχή της φύσης. Η σκηνοθεσία των ποιημάτων είναι ευφάνταστη και αφήνει την αίσθηση μιας ποίησης ώριμης και ξεχωριστής.
     Κλείνοντας, τονίζουμε τη συνεχή και σημαντική προσφορά του ποιητή Στάθη Κουτσούνη στα ελληνικά γράμματα.
 

[1] Το μοτίβο του «ρόδου» είναι σύμβολο τόσο της ουράνιας τελειότητας όσο και της αιωνιότητας και του γήινου πάθους. Γνωρίζουμε ότι ως ρόδο αμάραντο υμνείται η αγνότητα της Παναγίας και η αιωνιότητα του Χριστού, μετά τη Σταύρωση, καθώς εισήλθε στον αιώνιο ουράνιο κόσμο. Το ρόδο είναι και σύμβολο του έρωτα, της ζωής και της γονιμότητας, της αγάπης, του πάθους και της ομορφιάς, ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια, που πέρασε και στον χριστιανισμό. Οπότε οι στίχοι της προμετωπίδας μάς προετοιμάζουν για το θέμα της απώλειας, της αγάπης, του πάθους και της θνητότητας, διότι ήμαστε, είμαστε και θα μείνουμε, σύμφωνα με τον Τσέλαν, ένα Τίποτα (σ. 7).
[2] Το ιντερμέδιο ή ιντερμέτζο (ιταλική προέλευση, εμφανίζεται τον 15ο αιώνα) σημαίνει ότι κάτι παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο θεατρικές πράξεις. Στην ποίηση παρεμβάλλονται στο κύριο σώμα της άλλα σύντομα ποιήματα πιο κοντά στον αναγνώστη για να τον ξεκουράσουν ή με θέματα ποικίλα (αγάπη, έρωτα, πάθη, φθορά κλπ.), που θέλει ψιθυριστά να πει ο ποιητής.
 
Χριστίνα Αργυροπούλου
[περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 72, 2024]
 

 Σταθερή πορεία προς το βουστροφηδόν αυτογνωσιακό ταξίδι.

Κωνσταντίνος Μπούρας
[περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 203, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2024]
 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που ήμουν φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής στην Κρήτη, στο μάθημα Μεταπολεμική Ποίηση είχαμε στη βιβλιογραφία ένα κείμενο του Δημήτρη Μαρωνίτη που προσδιόριζε το ζήτημα του ορισμού των γενιών στην πνευματική δημιουργία. Σε πολλά είχε δίκιο ο αξέχαστος δάσκαλος και δεν σας το κρύβω ότι και εγώ πρώτα ξεκινώ από τον προσδιορισμό του, προκειμένου να αντιμετωπίσω συνολικά ένα πνευματικό δημιούργημα. Η γενιά στην οποία συγκαταλέγεται ο Στάθης Κουτσούνης είναι η γενιά που δημιουργεί και εκφράζεται δημόσια μια δεκαετία σχεδόν μετά την έναρξη της μεταπολίτευσης. Είναι θα λέγαμε πάνω κάτω η γενιά του ’80. 
     Όλα σε τούτη τη γενιά είναι στο μεταίχμιο (αγώνες, διαφοροποιήσεις και μεταβολές, δημιουργία νέων πολιτικοκοινωνικών μορφωμάτων). Η γενιά αυτή κατά τη διάρκεια της χούντας και στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου δεν είναι μέσα στο Πολυτεχνείο (ήταν ακόμη στις μικρές τάξεις του γυμνασίου), δεν είναι στο πεζοδρόμιο των κοινωνικών αγώνων, σε ευθεία σύγκρουση με τους συνταγματάρχες, είναι ακριβώς στο λίγο μετά, είναι εκεί που πάνε πλέον κοινωνικά να εδραιωθούν οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί, οι οποίοι φυσικά θα δεχτούν και κριτική από συλλογικότητες, ομάδες, χαρισματικά άτομα για μια γενικότερα δημοκρατική στροφή για τον άνθρωπο προσωπικά και την κοινωνία. Ας κρατήσουμε το «προσωπικά».
     Όπως κάθε πνευματική πειθαρχία, έτσι και η ποιητική δημιουργία έχει κανόνες κυρίως άγραφους που παρεισφρέουν, ακολουθούνται τυφλά, ανασυστήνονται σε κάθε γενιά που εκφράζεται με τα δικά της μέσα αλλά και τα δάνειά της από τις προηγούμενες. Η ποίηση σχετικά με άλλα γνωστικά πεδία δημιουργίας, επινόησης, ίσως και προβλεπτικότητας χωνεύει με μεγαλύτερη ευχέρεια τα ιστορικά της δάνεια, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή, λόγω της φύσης της, τα εμφανίζει με φειδώ και αφαιρετικότητα, καθότι μέσα από την «οικονομία» των λέξεων προβάλλει το παράδοξο της λιτότητας των εκφραστικών μέσων από την οποία αναδεικνύονται συμπυκνωμένη η πληθώρα των μορφών ζωής και των βιωμάτων, αλλά και ο πολύτροπος τόπος εμφάνισης της πραγματικότητας.
     Έτσι, συμβαίνει στη μεταπολεμική γενιά (Αναγνωστάκης, Θασίτης, Σινόπουλος, Παυλόπουλος –ας με συγχωρήσουν οι λοιπές και οι λοιποί μεγάλοι) να παρεισφρέει μια καρυωτακική διάθεση, χωρίς φυσικά να αποκλείεται και το κύριο θέμα της συγκρότησης του υποκειμένου μέσω των ύστερων συνεπειών της μετεμφυλιακής τραγωδίας.
     Μέχρις εδώ προσπάθησα με κάποιες αναλυτικές πρακτικές να σκιαγραφήσω χαρακτηριστικά γενιάς. Αλλά το να ορίσεις τη γενιά δεν σημαίνει ότι το συλλογικό  απορροφά την προσωπική δημιουργία· και ο Στάθης Κουτσούνης έχει εκδώσει ξεχωριστής ποιότητας ποιητικές συλλογές, πεζογραφήματα, αλλά και λογοτεχνικές μελέτες, στο βιβλίο του Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο. Κριτικές επισκέψεις και άλλα κείμενα  (1989-2020) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2022.  Μια ικανότατη δουλειά.  Αποτυπώνει εδώ και χρόνια το προσωπικό του ύφος που αγγίζει μεγάλες ποιητικές δημιουργίες και θα το εξηγήσω.
     Η ποιητική δημιουργία που έχουμε ενώπιον μας, το Ρόδο σε Καθρέφτη, μπορεί για μένα μεθοδολογικά να εντάσσεται σε γενιά, αλλά πάντα ισχύει για κάθε δημιουργία το γεγονός ότι  διαγράφει και την αυτονομία της στο πνευματικό της πεδίο.  Ο Στάθης Κουτσούνης θεωρείται εδώ και πολλά χρόνια  καταξιωμένος τεχνίτης στον ποιητικό λόγο,  φτιάχνει τη δομή του λόγου του, κάνει αγώνα για να διατηρήσει το νόημα και τη σημασία δοκιμάζοντας τις έννοιες, αλλά όπου χρειάζεται και να ξαναχτίσει το «ανθρώπινο στοιχείο» στη στιχουργική του. Διαβάζουμε στο «Ιντερμέδιο i»: «Μην κοιτάζετε ποτέ… – Μπαίνει στο ποίημα χαρωπά… (κοινός τόπος - commonsense) – Η λέξη κρύβεται … απ’ του μπόγια τα μελάνια».
     Να πω εδώ ότι τον ακολουθεί μια παράδοση του Τάκη Σινόπουλου, τα αντικλείδια της ποίησης του Γιώργη του Παυλόπουλου ή η καλλιτεχνική δεινότητα της καθημερινής αφήγησης από τον Γιώργο Μαρκόπουλο. Πρόσωπα σύμβολα οικογενειακών δομών –η μάνα (στα ποιήματα «Το ταξίδι», «Σε μια γωνιά», «Νοσταλγία» και «Στο δάσος») απεικονίζεται ακέραια αλλά και διαθλάται αλληγορικά σε σιωπές που υποδηλώνουν κατάφαση για το τι θα επακολουθήσει στον γιο και στο θηλυκό κομβικά, με υπαρξιακό πλέον πρόσημο. Είναι μια γενιά που διατυπώνει ερμηνείες φύλων μέσα από τη συνύπαρξη, οποιαδήποτε πάλη και να κρύβουν αυτά – ένας συνεχής διάλογος,  ένας αγώνας  που το καθένα φύλο κομίζει τα δικά του «ξίφη γιασεμιά» (όρος δικός μου) και μια στροφή που ξεχώρισα στο ποίημα του Κουτσούνη «Σε μια γωνιά»! 
«όλα λουσμένα στη σιωπή/ ώσπου σε μια γωνιά/ βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες/ σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης/ χάσανε τον κόσμο τους/ δυο γάτες κλαίγοντας βουβά// οι κάλτσες σου μητέρα»
     Ο Κουτσούνης σχεδιάζει τα ποιήματά του με μια απερίγραπτη ευαισθησία, την οποία δείχνουν παλιότερης γενιάς ομότεχνοί του –διαβάστε πώς περιγράφει την Αθήνα, έχει εκπληκτικές μεταφορές οι οποίες λειτουργώντας ως συνθηματικοί τίτλοι αποτυπώνουν γνωστούς μας τόπους της πόλης. Και σίγουρα δεν μπορεί κανένας να αφήσει ασχολίαστη τη διαρκή του μέριμνα για το αιώνιο θήλυ. Εδώ λειτουργεί ως αφηγητής, χρονικογράφος, υποψιασμένος στα ζητήματα, ενίοτε και αδαής, θα σχολίαζα ότι βγάζει συνεχώς λέξεις του από το δισάκι και, παρότι έμπειρος τεχνίτης, φαίνεται σαν να δοκιμάζει για πρώτη φορά να περιγράψει σχέσεις, σώματα, σιωπές, ακίνητες εικόνες, ματαιωμένες προσδοκίες –και τούτες οι δοκιμές, αυτό πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα γόνιμο, ανανεώνονται συνεχώς.
     Οι υπαρξιακές αναζητήσεις διάχυτες (συγκινητικά εξομολογητικός) με τη μορφή των αναπαραστάσεων που αποδίδονται ως κατοπτρικά είδωλα ταυτοτικής αναζήτησης. Με μια καθημερινή λαλιά που δείχνει σε νοητικές καταστάσεις ενσώματες, διαθλώμενες όπως το εξώφυλλο της συλλογής του –ένας πίνακας από τον αείμνηστο Αλέξανδρο Ίσαρη–, που πάνε σαν φιλμ καρέ να συλληφθούν από τον ποιητή, αλλά και ο ίδιος να νιώθει τη ματαίωση της προσπάθειάς του, γιατί άπιαστο είναι το όνειρο όταν πλέκεται με τις λέξεις. 
     Και ο ποιητής σκύβει στη μεταφορά που είναι η πανάρχαια μέθοδος και νόμιμη γλωσσική φαρέτρα  –ένα σκαλί  για την πραγματικότητα– η μεταφορά που τόσο αγαπιέται στην ποίηση και την πεζογραφία και που τόσο τη φοβάται η «ακαδημαϊκή» διανόηση να της αποδώσει μια γνήσια έστω και παρακινδυνευμένη οντολογική αναφορά. Ρόδο που μεταφέρει την εικόνα του προσώπου, όπως μιας κόρης, που γράφει ο ποιητής στο ομότιτλο ποίημα: «σε μια πιατέλα στο τραπέζι/ οι κόκκοι του ροδιού κι ολόγυρα/ το βλέμμα του αστράφτοντας// γεμίζεις το στόμα βιαστικά/ και πετώντας από πάνω σου/ ένα ένα τα φορέματα τα μαύρα/ –δώρα του τρομερού ερωτά του–/ ολόγυμνη προβάλλεις κι η μητέρα σου/ σε υποδέχεται κρατώντας/ φουστάνι ανθισμένο». Μύθος της Περσεφόνης, λέω εγώ, αλλά και να θυμίσω τον στίχο του Σινόπουλου «Θυμάσαι Ιωάννα πίσω απ’ τον τοίχο που κάναμε τον άνομο έρωτα κι η μάνα σου η φριχτή κρυφάκουγε το βόγγο μας».
     Θα μου πείτε ψυχαναλυτική η γραφή του. Δεν θα διαφωνήσω, δεν διαπράττει όμως τη ρήξη με τον κόσμο για να δημιουργήσει τον εαυτό του ναρκισσιστικά, αλλά παίρνει το νήμα της ιστορίας του, σχηματίζει τον καμβά του για να φτιάξει περιεχόμενα, σημασίες, νοήματα, δηλαδή να συμβάλει κι αυτός με τη δημιουργία του σε μια μορφή ζωής στην οποία ανήκει πάντα σε σχέση με το άλλο πρόσωπο. Ο ποιητής φτιάχνει τον μύθο του άλλου προσώπου, εν προκειμένω της γυναίκας, αναπλάθοντας τα δεδομένα  της μνήμης του. Τη σχέση με τη γυναίκα τη δηλώνει ως υποκειμενική εμπειρία που ορίζει και την παρουσία του στο χώρο και τα κοινά  και τη φροντίδα του για την ποίηση.  Κοντολογίς τη ζωή του!
     Άφησα τελευταίο τον Μίλτο Σαχτούρη, καταθέτοντας το πρώτο ποίημα της συλλογής: «Όταν ήμουν μικρός/ τα ποιήματα με τρόμαζαν/ τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω/ μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη». Ο Σαχτούρης γράφει τα ποιήματα  όπως όταν πάμε σε κομβικά σημεία της πόλης και βλέπουμε να  υπάρχουν αφίσες ζωντανές, όχι ξέπνοες, με ζωηρά χρώματα και κατασκευές που καθρεφτίζουν ιδέες και συναισθήματα –δηλαδή ρόδα σε καθρέφτη, όπως η συλλογή που έχουμε μπροστά μας και αξίζει να την έχουμε στο γραφείο και στη βιβλιοθήκη μας.
     Είμαστε λοιπόν με τις ποιήτριες και του ποιητές του καιρού μας ή και των άλλων,  κι ας μοιραζόμαστε στα δυο με τις μέριμνες του βίου μας. Ο καταξιωμένος ποιητής Στάθης Κουτσούνης κατέθεσε ένα βιβλίο που λαμπρύνει την ποιητική του πορεία, καθώς το γνωστό και κατακτημένο ύφος του ποιητή ανανεώνεται, χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται από τα βασικά χαρακτηριστικά του.
 
 
Θανάσης Σακελλαριάδης
[ηλεκτρονικό περιοδικό Poeticanet, 2 Νοεμβρίου 2024]
 

Η νέα ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, Ρόδο σε καθρέφτη (Μεταίχμιο, 2024), στοχεύει να φέρει στην επιφάνεια το αθέατο, εκείνο που αποφεύγουμε να αποκαλύψουμε και να εξομολογηθούμε, όπως τον πόνο του θανάτου, τον έρωτα και την αγωνία της δημιουργίας. Αν το ρόδο είναι σύμβολο του έρωτα και της −εύθραυστης− ομορφιάς, ο καθρέφτης αντανακλά τις αυταπάτες και το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης.
     Ο Κουτσούνης καταθέτει μια ιδιαίτερη αισθητική πρόταση που θεμελιώνεται σε μία μείξη προφορικού λόγου και ήπιας εξπρεσιονιστικής έκφρασης. Θρυμματισμένες εικόνες συμπληρώνουν το ποιητικό κάδρο ορίζοντας την υποκειμενική πρόσληψη της πραγματικότητας. Απέναντι σε έναν κόσμο που ισοπεδώνεται από τον πόλεμο και την ανδρική σκληρότητα, ο Κουτσούνης αντιπροτείνει την τρυφερότητα και την ποίηση:
 
[…]
μέσα του πανδαιμόνιο
βουίζαν μελίσσι στο σώμα
φθόγγοι και συλλαβές και λέξεις
εν μέθη ξαγρυπνούσε για τη λευτεριά
αγωνιζόμενος να φτιάξει ένα ποίημα
που θα κατέπαυε τον πόλεμο μεμιάς
οι άλλοι δεν κατάλαβαν
τον έσπρωξαν στη μάχη με το ζόρι
ώσπου το βόλι τον βρήκε αριστερά
«Πόλεμος»
 
     Η γλώσσα του είναι εικονοπλαστική και μεταφορική. Οι περιγραφές είναι πλούσιες σε εικόνες και συμβολισμούς, δημιουργώντας ζωηρές και πολλές φορές σουρεαλιστικές παραστάσεις. Για παράδειγμα, «Στην κατάψυξη» η εικόνα των ανθρώπων ως χιονάνθρωπων με μακρύ καρότο αντί για μύτη, και «Στο δάσος» όπου η μητέρα μεταμορφώνεται, αποδίδουν έναν τρόπο γραφής που προκαλεί το συναίσθημα και τη φαντασία του αναγνώστη:
 
Περιπλανώμενη στον ουρανό η μητέρα
μπαίνει ξαφνικά στο δάσος σαν ιπτάμενο
έπιπλο που επιστρέφει
κι εξελίσσεται σ’ ένα ήμερο ζώο
όταν πλησιάζουν να τη φάνε τα θηρία
γίνεται αόρατη και γλιτώνει
[…]
«Στο δάσος»
 
[…]
κι εμείς στον καταψύκτη της ασφάλειας
ανήμποροι λουφάζοντας
κάποιοι χωμένοι στα κρεβάτια
κι άλλοι στους καναπέδες ή στις πολυθρόνες
όλοι σωστοί χιονάνθρωποι
μ’ ένα μακρύ καρότο αντί για μύτη
κουβεντιάζουμε δήθεν αμέριμνοι
[…]
«Στην κατάψυξη»
 
     Αν και δεν πρόκειται για ποίηση δωματίου, το ποιητικό σκηνικό είναι κατά βάση περιορισμένο και εσωτερικό, παρά τις λίγες εξαιρέσεις:
 
Είναι κάτι παιδιά που γυρίζουν
αθόρυβα στο σπίτι τους τα βράδια
αφήνουν έξω από την πόρτα
τα παπούτσια μαυρισμένα
και στις μύτες των ποδιών πατώντας
κλείνονται στο δωμάτιό τους
[…]
«Σαστισμένα»
 
Χιονίζει εδώ και χρόνια μες στο σπίτι
τα έπιπλα ντυμένα στα λευκά
κι εμείς στον καταψύκτη της ασφάλειας
ανήμποροι λουφάζοντας
κάποιοι χωμένοι στα κρεβάτια
κι άλλοι στους καναπέδες ή στις πολυθρόνες
[…]
«Στην κατάψυξη»
 
     Η ποιητική του Κουτσούνη συνδυάζει την απλότητα και την αμεσότητα του προφορικού λόγου με την εκφραστικότητα και τη δραματικότητα του μεταμοντέρνου υπερρεαλισμού, δημιουργώντας ένα ύφος προσιτό αλλά και βαθιά συναισθηματικό.
 
[…]
κι εντούτοις
δεν λείπει ποτέ απ’ το σχοινί
ένα καρό πουκάμισο αντρικό
το ίδιο πάντοτε
με μια τρύπα στην τσέπη αριστερά
πεισματικά επιμένοντας να μην τη ράβει
και χάσκει μάτι που ξεχάστηκε ανοιχτό
«Η μπουγάδα»
 
     Η απουσία στίξης και ο μακροπερίοδος λόγος ορίζουν μία ρευστή στιχουργική που δένει λειτουργικά με −αυτό που σε παλαιότερη κριτική μας αποκαλέσαμε− δραματικό υπερρεαλισμό. Με τον τρόπο αυτόν ο ποιητής υποχρεώνει τον αναγνώστη και την αναγνώστρια να διαβάσουν το κείμενο απνευστί, ομοιάζοντας με ασύνδετο σχήμα. Προσδίδει δε μία ιδιαίτερη ένταση στην πτώση και το τραύμα του σύγχρονου ανθρώπου:
 
[…]
πονώ μα ντρέπομαι να το φωνάξω
–οι γείτονες παραμονεύουν–
ούτε δίπλα της με σάλτο να βρεθώ
ριψοκίνδυνο ασφαλώς
–η πτήση με την πτώση κολλητές–
κοιτάζω μόνο και ορέγομαι τη σκούπα
του μπαλκονιού της τα πλακάκια
και βλαστημώ την άπνοια
που μόλις έναν δρόμο μακριά
με καθήλωσε σκουπίδι
«Άπνοια»
 
     Η αφηγηματική δομή των ποιημάτων είναι συχνά ελεύθερη και μη γραμμική, με διακοπές και εναλλαγές στον ρυθμό και τη ροή. Αυτό συμβάλλει στη δημιουργία ενός ρυθμού που είναι τόσο απρόβλεπτος όσο και φυσικός, αντανακλώντας την εσωτερική ταραχή και την ένταση των συναισθημάτων του ποιητή:
 
[…]
ύστερα γράφει ποιήματα
πάνω σε φύλλα που τα δίνει
στα πουλιά να μου τα φέρουν
μόνο που τα γραφόμενα
σπάνια φτάνουν σ’ εμένα
τα φύλλα είναι ελαφριά και ο αέρας
τα παίρνει γρήγορα και τα σκορπίζει
αν κάποτε εντούτοις έρθει κάποιο
απρόσιτη προβάλλει η γραφή
είναι αδύνατο να αισθανθώ
αν δεν κοιτάξω μες στα μάτια τη μητέρα
[…]
«Στο δάσος»
 
     Το ύφος διακρίνεται από την ένταση της συναισθηματικής φόρτισης και της υπαρξιακής αγωνίας. Οι θεματικές που διαπραγματεύεται ο ποιητής αγγίζουν βαθιά προσωπικά και κοινωνικά ζητήματα, όπως η απομόνωση, η νοσταλγία, η παιδική αθωότητα και η φθορά του χρόνου. Η χρήση του πρώτου ενικού γραμματικού προσώπου προσδίδει αμεσότητα και οικειότητα, ενώ οι συχνές αναφορές σε οικιακές δραστηριότητες και καθημερινές σκηνές, όπως η μπουγάδα και το πότισμα των λουλουδιών, ενισχύουν τη σύνδεση του αναγνώστη με τα ποιήματα:
 
Κάτι φορές τα χέρια μου
αμήχανα το σώμα σου κοιτάζουν
τα δάχτυλα ιδρώνοντας
κινούνται αδέξια στον αέρα
ώσπου οι χούφτες δειλές
αντί να τολμήσουν να πληρωθούν
γυρεύουν τρύπα να κρυφτούν
χώνονται γρήγορα στις τσέπες μου
λαγοί που μπαίνουν στο λαγούμι
για ν’ αποφύγουν το λαγωνικό
λουφάζουν εκεί μέσα με τις ώρες
[….]
«Το στήθος»
 
     Στις συνθέσεις της συλλογής ξεχωρίζει η σωματικότητα. Κατά το πρότυπο της σωματικής ποίησης, ο Κουτσούνης διασπά το σώμα σε επιμέρους όργανα: χέρια/αγκαλιά, φιλιά, χείλη, βλέμμα, δάχτυλα κ.ά. Με τον ίδιο τρόπο διασπάται και ο ποιητικός εαυτός. Γίνεται ποιητής, πατέρας, ερωτευμένος, ορφανός γιος.
     Έχει δε ενδιαφέρον ότι ιδεολογικά η βασική πηγή έμπνευσης είναι το θηλυκό. Η ποίηση, η κόρη, η ερωμένη, η μάνα κατευθύνουν την πένα του δημιουργού. Μολονότι πρόκειται για ανδρική γραφή, το θηλυκό είναι το κεντρικό στοιχείο, χωρίς ίχνος κυριαρχικής διάθεσης. Περισσότερο, ο ποιητής ομοιάζει με τον υποταγμένο στο θηλυκό άνδρα, θυμίζοντας ρομαντικές συνθέσεις της αγγλικής και γερμανικής λογοτεχνικής ιστορίας.
     Επιλογικά, ο ποιητικός λόγος του Κουτσούνη παραμένει υποβλητικός και συχνά με υπονοούμενα ισορροπεί στη διακειμενικότητα, επιτρέποντας στον αναγνώστη και την αναγνώστρια να συνδέσουν εύκολα το έργο με άλλα πολιτιστικά κείμενα, ενώ κοινωνικά στιγμιότυπα παρεισφρέουν στον στίχο, στο πλαίσιο της υπερρεαλίζουσας απόδοσης του χώρου, καθιστώντας εμφανή την κοινωνική αγωνία. Έτσι όμως ο ποιητής παραδίδει ένα ανοιχτό κείμενο και πολυεδρικό, αφήνοντας τον αναγνώστη και την αναγνώστρια ελεύθερους να το συνδέσουν με τα δικά τους βιώματα και τη δική τους αναγνωστική εμπειρία.
 
Δήμος Χλωπτσιούδης
[ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal, 12 Νοεμβρίου 2024]
 

17 επιλογές – Κλείνοντας με ελληνική ποίηση τον χρόνο
Στάθης Κουτσούνης, Ρόδο σε καθρέφτη (Μεταίχμιο)
 
Η ομορφιά όχι μόνο αφηρημένα ή ως αισθητική κατηγορία αλλά στην υλική, απτή διάστασή της που συλλαμβάνεται με όλες τις αισθήσεις, που δεν υποτάσσεται αλλά, ενσαρκωμένη κυρίως στη γυναίκα, υποτάσσει, η ομορφιά που αναζητά τη λεκτική της υπόσταση είναι ο κύριος άξονας της συλλογής. Επίσης, ο αισθησιακός σωματικός έρωτας και ο πόθος που βρίσκει άλλοτε ορμητικά άλλοτε τρυφερά την ανταπόκριση αλλά και μνήμες και ο θάνατος ως αντίποδας της ομορφιάς, αυτές οι βασικές θεματικές του Κουτσούνη, επανέρχονται. Ο τίτλος πολυεπίπεδα ερμηνεύσιμος, με διακειμενικές αναφορές, όντως προετοιμάζει για ποιήματα που ανοίγουν διάλογο με πλήθος άλλων κειμένων αλλά και επιδιώκουν ανοιχτή επικοινωνία με τον αναγνώστη.
Βαρβάρα Ρούσσου
[ηλεκτρονικό περιοδικό Ο αναγνώστης, 18 Δεκεμβρίου 2024]
 


© 2014-2025 Στάθης Κουτσούνης | fb icon