Η ποιητική κοσμογραφία του Γιώργου Γεωργούση
στις συλλογές των χαϊκού του
Ο Γιώργος Γεωργούσης (Αθήνα, 1940, με καταγωγή από το Πολύδροσο Παρνασσίδας) εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1966 με την ποιητική συλλογή Νυκτιλύκη. Έκτοτε, και μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, εξέδωσε άλλες 16 ποιητικές συλλογές. Όλα τα βιβλία του έχουν εκδοθεί με ιδιαίτερα προσεγμένο και καλαίσθητο τρόπο, πράγμα που δείχνει την αγάπη του ποιητή για το βιβλίο και ως αντικείμενο –να σημειώσουμε ότι η Παλινωδία του, Διάττων 1999, είναι μια βιβλιοφιλική έκδοση σε 124 αντίτυπα μεγάλου σχήματος με χαρακτικά του Δημήτρη Παπαγεωργίου. Εντύπωση προκαλούν δύο μεγάλα διαστήματα σιωπής στην έκδοση αυτών των βιβλίων, αλλά και η κατ’ έτος σχεδόν παρουσία του ποιητή κατά τα γόνιμα διαστήματά του, ενίοτε μάλιστα και με 2 βιβλία. Συγκεκριμένα, η δεύτερη ποιητική συλλογή του, οι Επιστροφές, εκδόθηκαν το 1984, 18 δηλαδή χρόνια μετά τη Νυκτιλύκη, ενώ ανάμεσα στην Παλινωδία, 1989, και τα Στίγματα, 1999, μεσολαβούν 10 χρόνια. Από την άλλη, έχουμε εκδόσεις βιβλίων τις χρονιές: 1984, 1985, 1986, 1987, 1988, 1989 – 1999, 2001, 2002, 2003 (2 βιβλία), 2004 (2 βιβλία), 2005, 2006 (2 βιβλία). Επομένως, μέσα σε 40 χρόνια δημιουργίας έχουμε μια 18ετία και μια 10ετία χωρίς εκδοτική παραγωγή και μια 6ετία και μια 8ετία με υπερπαραγωγή. Βέβαια, είναι αφελές να πιστεύουμε ότι ο Γεωργούσης γεννούσε ακατάπαυστα στα γόνιμα χρόνια του χωρίς να έχει υπάρξει μακρά κυοφορία στην άγονη εκδοτική περίοδό του. Όσο για την υπερπαραγωγή της τελευταίας τριετίας (7 βιβλία), οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ο Γεωργούσης απαλλάχτηκε πλέον από τις εργασιακές-επαγγελματικές του υποχρεώσεις –να σημειώσουμε ότι ο ποιητής ήταν εργαζόμενος ως νοσοκομειακός γιατρός καρδιολόγος, επάγγελμα καθόλου εύκολο, αντιθέτως ιδιαίτερα απαιτητικό και χρονοβόρο– με αποτέλεσμα να επιδοθεί αποκλειστικά πλέον στην καλλιέργεια της προσφιλούς του τέχνης. Παράλληλα με την ποίηση ο Γεωργούσης, όντας γλωσσομαθής, ασχολήθηκε και με τη μετάφραση. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του1, έχει αρκετό ανέκδοτο μεταφραστικό υλικό από διάφορες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά), ενώ εξέδωσε από τα Ισπανικά2 το Μοιρολόι για τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, 2002, του FedericoGarcíaLorca, και το Ντουέντε, 2003, κείμενο μιας διάλεξης του Lorca τον Οκτώβριο του 1934 στο Μπουένος Άιρες. Επιπλέον, έχει δημοσιεύσει και ορισμένα δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Ο ποιητής εντάσσεται γραμματολογικά στη Β΄ μεταπολεμική γενιά και είναι οπωσδήποτε από τους νεότερους της γενιάς αυτής, αφού γεννήθηκε στο χρονολογικό της όριο (1940)3. Και λόγω ηλικίας, νομίζω, αλλά κυρίως λόγω ιδιοσυγκρασίας ο Γεωργούσης έμεινε έξω από το γενικότερο κλίμα των ποιητών της γενιάς του και ακολούθησε εντελώς ξεχωριστό δρόμο με προσωπική φωνή στην ποίηση. Η ψυχροπολεμική περίοδος του ’50 και πολύ περισσότερο οι αμυδρές μνήμες της Κατοχής και του Εμφυλίου, αλλά και η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής ανεπαισθήτως και εμμέσως μόνον απασχολούν τον ποιητή, ο οποίος αφορμάται και ενδιαφέρεται για άλλα πράγματα.
Αναγιγνώσκοντας την ποίηση του Γεωργούση, διαπιστώνει κανείς ότι πρόκειται για πληθωρικό και καθόλου εύκολο δημιουργό. Ο ποιητής, υπαρξιακός κατά βάσιν, είναι σκοτεινός, ενίοτε λαβυρινθώδης, και από συλλογή σε συλλογή όλο και περισσότερο ερμητικός. Μπορούμε, ωστόσο, να διακρίνουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης και της ποιητικής του. Στο σύνολό του λοιπόν το έργο του Γεωργούση εμποτίζεται και διαποτίζεται από την ελληνική παράδοση σε όλες τις εκφάνσεις της: αρχαία, βυζαντινή και νεότερη ελληνική γραμματεία, μυθολογία, ιστορία, ορθοδοξία, λαϊκές παραδόσεις. Στην ποίησή του δηλαδή παρατηρούμε, θα έλεγα, μια ελληνική παγκοσμιότητα. Αυτό το δεδομένο τον κάνει να χρησιμοποιεί μια ευρεία γκάμα συμβόλων αλλά και μια πλούσια και μεστή, με γνώση και σωστή αίσθηση, ελληνική ποιητική γλώσσα στη διαχρονική της πορεία, με λέξεις και εκφράσεις λόγιες και λαϊκές από όλες τις περιόδους της. Ο Γεωργούσης, όπως και κάθε ποιητής άλλωστε, αλλά σε υπέρτατο βαθμό αυτός, έχει μεγάλο πάθος και μεγάλο έρωτα για τη γλώσσα, «ανάσα πατρίδας», όπως την αποκαλεί σε συνέντευξή του4. Η ποίησή του είναι πλούσια σε μεταφορές, παρατηρούνται συχνά υπερρεαλίζουσες αποχρώσεις, ενώ η μετρική και η ρυθμική παραπέμπουν πολλές φορές σε παλαιότερες ποιητικές μορφές (είναι εμφανής, για παράδειγμα, μια τάση αλλά και η κανονική χρήση σε πολλές περιπτώσεις του 15σύλλαβου). Τα θέματα που συναντούμε συχνά στην ποίησή του είναι η φύση (η ελληνική φύση, με τον αέρα, τα ποτάμια, τη θάλασσα, τα πουλιά), ο χρόνος, η ζωή, ο θάνατος, η μνήμη, η λήθη, η παιδική ηλικία, η πατρίδα. Βασικοί άξονες στην ποίησή του θα έλεγα ότι είναι η παράδοση, ο θάνατος και η φύση. Η μεταφυσική και η φυσική διάσταση των ποιημάτων του δια της παράδοσης δημιουργεί το ποιητικό του σύμπαν.
Ο Γεωργούσης κατά την τελευταία τριετία της ποιητικής παραγωγής του εξέδωσε και 4 συλλογές με χαϊκού υπό τους τίτλους: Ο λύκος των άστρων, 2003, Η λήκυθος των μύθων, 2004, Σήματα καπνού, 2006, Καθοδική Λυχνία, 2006. Όπως είναι γνωστό, το χαϊκού ή χαϊκάι είναι ένα τρίστιχο ποίημα ιαπωνικής προέλευσης με 17 συνολικά συλλαβές (5, 7 και 5 συλλαβές ανά στίχο –αν και οι περισσότεροι ποιητές, καθώς και ο Γεωργούσης, δεν τηρούν αυστηρά τον αριθμό των συλλαβών). Το θέμα των χαϊκού στην αρχική τους μορφή περιοριζόταν σε κάποια περιγραφή της φύσης με αντικειμενικά δεδομένα, που υπέβαλλαν ωστόσο ένα συναίσθημα. Αργότερα βέβαια η θεματολογία τους διευρύνθηκε, παρότι η μορφή τους έμεινε απαράλλαχτη. Βασική αρχή του χαϊκού είναι η έκφραση και υποβολή πολλών με τον συντομότερο δυνατό λόγο.
Και οι 4 συλλογές με χαϊκού του Γεωργούση έχουν τυπωθεί με τον πλέον καλαίσθητο και παραδοσιακό τρόπο. Έχουν εκδοθεί στους εκδοτικούς οίκους «Εριφύλη» και «Διάττων», από τους λίγους εναπομείναντες της παραδοσιακής τυπογραφίας, στοιχειοθετήθηκαν στο χέρι με στοιχεία κάσας, εκτυπώθηκαν σε επίπεδο πιεστήριο και σε καλό χαρτί, σελιδοποιήθηκαν από μάστορες εκλεκτούς, έχουν κόσμημα στο εξώφυλλο και προμετωπίδα από σπουδαίους χαράκτες και ζωγράφους, καθώς και κόσμημα στο οπισθόφυλλο, που είναι το ex libris του ποιητή. Ως υπότιτλο σε κάθε συλλογή ο Γεωργούσης αναφέρει τη φράση χ Ελληνικά Χαϊκού, όπου χ ο αριθμός των χαϊκού που περιλαμβάνονται στο κάθε βιβλίο. Αυτός ο τονισμός του επιθέτου ελληνικά σε όλες τις συλλογές, που απαρτίζουν τη σειρά Ελληνικά Χαϊκού, δείχνει νομίζω ότι ο Γεωργούσης κράτησε από το κλασικό χαϊκού την τρίστιχη και 17σύλλαβη μορφή του (το 17σύλλαβη όχι απαρέγκλιτα πάντως), το εξωτερικό δηλαδή σχήμα του, αλλά από πλευράς ουσίας λίγη συνάφεια έχουν τα γεωργουσιακά χαϊκού με το παραδοσιακό ιαπωνικό. Ο Γεωργούσης γράφει ελληνικά χαϊκού, δηλαδή χαϊκού με ελληνικά θέματα και ελληνική αίσθηση της γλώσσας και της ποίησης. Θα έλεγα μάλιστα ότι στο σύνολο της ποίησης του Γεωργούση το χαϊκού λειτουργεί με το μικρό σχήμα του εξισορροπητικά στα μεγάλα ποιήματα και τις συνθέσεις του. Επιπλέον, ο Γεωργούσης συμπυκνώνει ή συνοψίζει στα χαϊκού του όλα τα αγαπημένα θέματά του, όπως τα έχει αναπτύξει στα υπόλοιπα βιβλία του.
Διαβάζοντας προσεχτικά όλα τα χαϊκού και των τεσσάρων συλλογών της σειράς Ελληνικά Χαϊκού του Γεωργούση, παρατηρούμε ότι τα περισσότερα χαϊκού αρθρώνονται στα αντιθετικά ή συσχετικά ζεύγη: θάνατος-ζωή, φωτιά-στάχτη, φως-σκιά/ίσκιος, τίποτα-παν, μαύρο-άσπρο, μνήμη-λήθη, αλήθεια-ψέμα. Επίσης εξέχουσα θέση κατέχουν τα χαϊκού για την πατρίδα, αλλά και τα χαϊκού ποιητικής, τα αυτοαναφορικά δηλαδή χαϊκού. Η λειτουργία και ο συνδυασμός των αντιθέσεων και συσχετισμών δημιουργεί στέρεη φιλοσοφική βάση, ουσιαστική ενατένιση και οπτική για τα πράγματα, η οποία και εκφράζεται με ιδιαίτερο τρόπο, αναδεικνύοντας την ποιητική κοσμογραφία του ποιητή.
Πρώτα απ’ όλα ο Γεωργούσης, στην έβδομη δεκαετία του βίου και στην τέταρτη της ποιητικής διαδρομής του, έχει συνειδητοποιήσει απολύτως τη ματαιότητα των πάντων:
Μην κλέβεις φτερά·
δεν είναι που θα σε δουν
μα που θα τσακιστείς.
(Α)5
Όλα εντέλει είναι μάταια –χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να ζει και να δημιουργεί, χρειάζεται απλώς να το έχει υπόψη του, ώστε να αποφεύγει την υπερφίαλη συμπεριφορά και την ύβρη– και υπόκεινται στη φθορά και το αναπόφευκτο:
Πέφτουν τ’ άστρα·
κι εμείς θα τους μοιάσουμε,
πεσμένα φύλλα.
(Α)
Αυτό ακριβώς το αναπόφευκτο, ο θάνατος δηλαδή, σε συσχετισμό με τη ζωή κυριαρχεί και στις 4 συλλογές των χαϊκού του Γεωργούση, όπως είναι και ένα από τα βασικά θέματα ολόκληρου του έργου του.
Σχετικά με το θέμα ο Γεωργούσης φιλοσοφεί νηφάλια. Εξοικειωμένος με το αναπόφευκτο, το παρουσιάζει σαν μια πλευρά φυσική της ζωής, χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς άγχος. Θα έλεγα ότι το εξετάζει με την ψυχραιμία και την αποστασιοποίηση που εξετάζει ο ιατρός τον ασθενή του. Το ακτινογραφεί και κάνει τη διάγνωση.
«Α, τι θέα, τι θέα η ζωή», γράφει στο ποίημά του «Το ολόγραμμα» της συλλογής Οθόνη υγρών κρυστάλλων, 2005. Έχοντας προφανώς συνειδητοποιήσει και θέλοντας να πει ότι το μόνο που προλαβαίνει ο άνθρωπος στη ζωή είναι απλώς να τη δει και όχι να τη βιώσει πραγματικά ή να την ερμηνεύσει ουσιαστικά. Δύσκολη και λαβυρινθώδης λοιπόν η ζωή, αλά από τη στιγμή που έρχεται κανείς δεν θέλει να φύγει:
ΖΩΗ
Διπλός καημός·
να μπεις στο λαβύρινθο
να τρέμεις μη βγεις.
(Β)
Βέβαια, στη νεότητά του ο άνθρωπος αγωνίζεται, παλεύει να κατακτήσει τον κόσμο, να επιβληθεί, πολλές φορές σαν να πρόκειται να μείνει αθάνατος, ουδέποτε σκέφτεται το θάνατο:
Το μάτι για το φως·
πού να πάει ο νους του
για τον άνεμο!
(Α)
Οι προτροπές όμως του ποιητή για εξοικείωση με το θάνατο δεν λείπουν:
Στον κόσμο αυτόν
πιες το θολό νερό του
να ’χεις στον άλλον.
(Α)
Πάτα αχινό
να μπει λίγο μαύρο,
να συνηθίζεις.
(Δ)
Με το θάνατο ο Γεωργούσης αναπτύσσει μια οικειότητα, τον αντιμετωπίζει, αν όχι φιλικά, οπωσδήποτε με αποδοχή. Με τον τρόπο αυτό απομακρύνει και συμφιλιώνεται με το φόβο του (ας θυμηθούμε άλλωστε και το λεγόμενο: αν δεν μπορείς να αποφύγεις κάτι, αγάπησέ το):
Συνομήλικος
θα ’ναι, λέω, κι ο θάνατος
για να με ξέρει.
(Β)
Αλλά κι ο θάνατος ανταποδίδει με την ίδια οικειότητα:
Σε πεθύμησα!
Κόψτα πια τα φτερά σου
να ’ρθεις εδώ κάτω.
(Β)
Πριν καν ακούσει
ο θάνατος τι θα του ’πω,
«δεν φταις», μου λέει.
(Β)
Αναμφίβολα όμως η ώρα του θανάτου έρχεται συνήθως στην πιο γλυκιά στιγμή:
Άχτι σ’ έχω ήλιε·
πριν κι απ’ των δυο μας τη δύση
πιο γλυκά φωτίζεις.
(Β)
Ο ποιητής, ωστόσο, παρηγοριέται από το γεγονός ότι απέναντι στο θάνατο εξισώνονται όλοι:
Κορφές και κορφές·
μόλις έρθει η νύχτα,
όλες τους ίσες.
(Γ)
Αυτό που στο τέλος μένει είναι η παραδοχή του θανάτου, μια φιλοσοφική και γαλήνια διάθεση για το θέμα·
Ο χρησμός ίδιος·
άδικα παιδεύεσαι,
πείρα του κόσμου.
(Γ)
για να καταλήξει τελικά στον θείο νόστο:
Ο ΘΕΙΟΣ ΝΟΣΤΟΣ
Κερνάει ο θεός
μπεκροπίνει ο χάρος
νόστιμον ήμαρ.
(Α)
Οι μεταφορές, οι προσωποποιήσεις και οι παρομοιώσεις για το θάνατο είναι πολλές και συχνές. Γράφει ο ποιητής στην ενότητα «Από την αλληλογραφία με τον Ερμόλαο» της συλλογής Πήλινη φύση, 2002: «Αποδημητικό πουλί ο θάνατος / και θα ξαναγυρίσει» («ι΄»). Και πιο κάτω: «Αδίδακτη ύλη η ζωή / κι ο θάνατος κόλλα λευκή.» («ιβ΄»). Στη συλλογή Γραμμική γραφή ΙΔ΄, 2004, γράφει: «–σφυρήλατον έλασμα ο θάνατος» («Τα σιδηρουργεία»), ενώ στην Οθόνη υγρών κρυστάλλων, 2005: «–μεταβαλλόμενον σχήμα ο θάνατος.» («Τα σχήματα του υπνοβάτη»). Στη σειρά των χαϊκού ο θάνατος χαρακτηρίζεται ως αθέατος:
Μυριάδες μάτια·
ένας ο αθέατος
και τους τα κλείνει.
(Γ)
Ένα άλλο θέμα που απασχολεί τον Γεωργούση, συγγενές με το προηγούμενο, είναι το δίπολο φωτιά-στάχτη. Ας θυμηθούμε ότι το τρίτο βιβλίο της σειράς Ελληνικά χαϊκού έχει τον τίτλο Σήματα καπνού, με τίτλους ενοτήτων: «Ο ιερός καπνός», «Το ένστικτο της στάχτης», «Προπέτασμα καπνού» (ο καπνός προϋποθέτει βέβαια φωτιά). Τι είναι η φωτιά για τον Γεωργούση; Ίσως ο θάνατος που οιακίζει τα πάντα και αφήνει πίσω του στάχτες:
Αφού τα πάντα
οιακίζει κεραυνός,
τέφρα το σκήπτρο.
(Α)
Μπορεί όμως να είναι και ο οίστρος που μας ξεσηκώνει, το πάθος που μας κάνει παρανάλωμα με κέρδος τη στάχτη, δηλαδή την πείρα, που μας ωθεί να δημιουργούμε και να αφήνουμε στα δημιουργήματά μας τα ίχνη μας:
Φωτιά που μας καις,
η στάχτη που αφήνεις
καίει πιο ψηλά.
(Α)
Από την άλλη μεριά, η στάχτη και τα αποκαΐδια είναι τα μόνα που ξέρουν την πραγματικότητα, τουτέστιν ο άνθρωπος πρέπει να καεί, να βιώσει βαθιά, για να μπορέσει να μάθει:
Καπνός στις στέγες·
Ιθάκη ή πυρκαγιά;
Η στάχτη ξέρει.
(Β) και (Γ)
Άλλο συχνό δίπολο στα χαϊκού του Γεωργούση είναι το: φως-σκιά/ίσκιος. Τι είναι το φως;
ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΑΚΑΡΙΑΙΟΝ
Μια λάμψη είναι
–τι θαρρείς– κι ο άνθρωπος,
κι αν είδες, είδες.
(Δ)
Μια λάμψη, ένα φως λοιπόν η ζωή κι ότι προλάβει κανείς. Ελάχιστα δηλαδή. Γι’ αυτό και παραπονιέται ο ποιητής όταν στη δύσκολη ή στην ύστατη στιγμή συλλογίζεται:
Τόσα μου ’πες, φως,
μα για τον ίσκιο μου
ούτε μια λέξη.
(Δ)
Άλλωστε, «Καμιά φωτιά δεν γνοιάζεται για τη στάχτη της· / καμιά λάμψη για τον ίσκιο της» («Ο ίσκιος της λάμψης», γ΄), όπως έγραφε παλαιότερα στη συλλογή του: Τα χρονικά των κήπων, 2001. Η σκιά τελικά αποδεικνύεται πιο ισχυρή απ’ το φως:
Η σκιά που ’γινα
να μ’ υποτάξει θέλει
στης σκιάς της το φως.
(Β)
Εσύ ’σαι ίσκιος·
όποτε θέλεις χτυπάς
πίσω απ’ το φως μου.
(Γ)
κι είναι η μόνη που μένει, η μόνη κραταιά:
Σαν φύγει το φως,
του κανενός ο ίσκιος
το μόνο ορατό.
(Β)
Να σημειώσουμε εδώ ότι η δεύτερη ενότητα της συλλογής Η λήκυθος των μύθων έχει τον τίτλο «Του κανενός ο ίσκιος».
Το δίπολο μαύρο-άσπρο επανέρχεται επίσης αρκετές φορές. Το χρώμα που κυριαρχεί στα χαϊκού (και όχι μόνο) του Γεωργούση είναι το μαύρο:
Μαύρα κόκαλα·
θα σας ασπρίσει η νύχτα
να ’χει να λέει.
(Β)
Ποτίζεις το μαύρο·
έτσι βλασταίνουν τ’ άστρα
κι ανθίζουν νύχτα.
(Β)
Κοιτάς το μαύρο
κι ούτε που ξέρεις ποιανού είναι,
αν και το κρατάς.
(Α)
Ακόμη και όταν δεν φαίνεται, το μαύρο καραδοκεί:
Πάγχρωμη δύση,
το μαύρο που σου λείπει
θα ’ρθει σε λίγο.
(Α)
Το δίπολο μνήμη-λήθη παίζει το ρόλο του και στα χαϊκού του Γεωργούση, όπως και σε ολόκληρη την ποίησή του. Γράφει στο ποίημα με αριθμό «4» από την ενότητα «Κεραμεικός» της συλλογής Τα χρονικά των κήπων, 2001: «Ταλάνισέ μας, ω μνήμη, όσο μας έχεις ακόμα του χεριού σου, / κι όσο τυραννικά μας αγαπάς τάχα σε αγαπούμε». Η ζωή φεύγοντας σιγά σιγά, και μέχρι να χαθεί οριστικά, γίνεται μνήμη (ή και λήθη), μνήμη που βρίσκεται σε διαλεκτική τυραννική σχέση αγάπης με το υποκείμενό της· μνήμη οδυνηρή πολλές φορές που πονάει:
Γλώσσα στο δόντι·
εκεί που πονάει,
όπως η μνήμη.
(Β)
Ποτέ δεν γελά
η μνήμη μες στη λήθη,
κι ας ξεχάστηκε.
(Β)
Η λήθη είναι βεβαίως αδυσώπητη:
Ψηλά στη λήθη,
το πουλί που υπήρξες,
πετάει φτερά.
(Β)
Η ποίηση, ωστόσο, δίνει ίσως μια κάποια λύση:
Δέσε την μνήμη
και μ’ ένα ποίημα
λύσε την πάλι
(Α)
Το δίπολο αλήθεια-ψέμα είναι ένα άλλο μοτίβο που απασχολεί τον ποιητή. Πολλές φορές η αλήθεια γυμνή δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή, ενώ άλλες φορές αλήθεια και ψέμα βρίσκονται τόσο κοντά που δύσκολα τα ξεχωρίζει κανείς:
Εφτά τα πέπλα·
κι αν γυμνωθείς, Αλήθεια,
εφτά τα σπαθιά.
(Α)
Είδε κι απόειδε
το ψέμα π’ αλήθεψε
ξανάγινε ψέμα.
(Β)
ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ
Στο τσακίρ κέφι,
το ψέμα κι η αλήθεια
μαζί τα ’πίναν.
(Γ)
Το δίπολο παν-τίποτα είναι συχνό επίσης και αγαπημένο του ποιητή. Παν και τίποτα αλληλοσυμπλέκονται, απέχουν, ενώνονται:
Τόσο φαρδύς ο δρόμος
απ’ το παν στο τίποτα
και να μην φαίνεται!
(Β)
Κι αν το τίποτα
διαψεύδει το παν
σκιά πού θα βρει;
(Δ)
Σαν μας φωτίζεις
γίνεσαι πιο σκοτεινό,
μέγα Τίποτα.
(Γ)
Το ξέρεις τώρα·
τα πάντα καλός οδηγός
για το τίποτα.
(Α)
Όλα λοιπόν είναι παν και τίποτα μαζί. Παρότι το τίποτα τελικά μας περιέχει, όπως έγραφε παλαιότερα στην Πήλινη φύση, 2002: «κι αυτό το κάτι ξέρει πως θα ταπεινωθεί από το τίποτα, / ενώ το τίποτα δεν ξέρει πως υπάρχει, / αφού, χωρίς αυτή την άγνοια, / δεν θα μπορούσε να μας περιέχει.» («Από την αλληλογραφία με τον Ερμόλαο, β΄»).
Δυο άλλα προσφιλή, βασανιστικά προσφιλή, θέματα του Γεωργούση σε όλη την ποίησή του, η πατρίδα και η αυτοαναφορικότητα, περνούν και στα χαϊκού του.
Ο Γεωργούσης, ο οποίος έχει στηριχτεί στην παράδοση, θα ήταν αδύνατο να μην έχει στενή σχέση με την πατρίδα. Και πράγματι η σχέση του με την πατρίδα είναι ερωτική, με ό,τι μπορεί να σημαίνει ο όρος. Γράφει στο ποίημα «Γενέτειρα» από τη συλλογή Οθόνη υγρών κρυστάλλων, 2005: «Εδώ στο μέγα Πανελλήνιον / γενέτειρα χρωμάτων, οραμάτων κι εχιδνών». Η πατρίδα λοιπόν τον εμπνέει, αλλά και τον πληγώνει. Ας θυμηθούμε και το σεφερικό: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»6. Και στα χαϊκού του το θέμα της πατρίδας επανέρχεται πολλές φορές. Πικρή την αποκαλεί ο ποιητής σε αρκετές περιπτώσεις κι αυτό το επίθετο έχει δίκοπη σημασία: πικρή και πικραμένη η ίδια ή πικρή γιατί πικραίνει τον ποιητή;
Αυτά τα ύψη
στηρίζουν τα βάθη σου,
πικρή πατρίδα.
(Α)
ΕΠΕΤΕΙΟΙ
Πικρή πατρίδα.
Σήμερα Πολυνείκης·
χθες, Ετεοκλής.
(Β)
Πικρή πατρίδα,
παίζοντάς με στα ζάρια
μου λες σ’ αγαπώ.
(Δ)
Σχέση αγάπης και μίσους, δηλαδή σχέση πάθους, φαίνεται να έχει ο ποιητής με την πατρίδα, αλλά και η πατρίδα με τον ποιητή, αφού από τη μια τον προδίδει κι από την άλλη του εκφράζει την αγάπη της. Σε άλλο χαϊκού ο ποιητής αποκαλεί την πατρίδα κρυφή, προτείνοντάς της να μείνει πάντα έτσι:
Κρυφή πατρίδα,
για ν’ αληθεύεις πάντα,
μείνε κρυμμένη.
(Γ)
Γιατί όμως κρυμμένη; Για να προστατευτεί από τους τυμβωρύχους; Για να προστατευτεί από αυτούς που την παρανοούν, από αυτούς που δεν μπορούν να την αντιληφθούν στο ουσιαστικό της μεγαλείο; Ο ποιητής αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να απαντήσει. Αλλού ο Γεωργούσης κάνει πικρές διαπιστώσεις και ειρωνικές σκέψεις:
Πόσοι σταυροί
κάνουνε μια πατρίδα;
Ψηλό το βουνό.
(Β)
Ομφαλός της γης·
θα σ’ στον κόψω, πατρίδα,
κι αν θες, γεννιέσαι.
(Β)
Τέλος, η αυτοαναφορικότητα απασχολεί, όπως και κάθε ποιητή, και τον Γεωργούση. Γράφει λοιπόν:
Λέξεις μαζεύω
όπως, παλιά, λάφυρα.
Νίκη, τάχα, κι αυτή.
(Β)
Μου ’πε το ποίημα:
το παν είναι στις λέξεις·
το τίποτα πού;
(Γ)
Κάποιοι δηλαδή μαζεύουν λάφυρα από τις νίκες τους, αλλά τα λάφυρα των ποιητών, το παν δηλαδή, είναι οι λέξεις. Και τι κάνει η ποίηση κατά τον Γεωργούση; Βρίσκει το δρόμο σ’ αυτούς που τον έχουν χάσει. Θα πρέπει όμως ακριβώς να τον χάσουν, για να μπορέσει να λειτουργήσει η ποίηση, θα πρέπει δηλαδή να αποκλίνει ο καλλιτέχνης από το καθιερωμένο, από το συμβατικό, από τη νόρμα, για να μπορέσει να δώσει μέσω της τέχνης του μια διαφορετική οπτική του κόσμου:
Και το ποίημα,
αν δεν χάσεις τον δρόμο
πώς να σ’ τον βρει;
(Β)
Οι λέξεις βέβαια, η ποίηση δηλαδή, είναι το ίχνος που αφήνει ο δημιουργός στο πέρασμά του, ίσως το μόνο ανεξίτηλο, το μόνο άσβηστο ίχνος, όταν βέβαια είναι ισχυρό, τουτέστιν αισθητικά άρτιο:
Εσύ το ξέρεις
πώς θα με βρεις αν χαθώ·
λέξεις τα ίχνη.
(Δ)
Κλείνοντας την παρούσα εργασία και συνοψίζοντας στο θέμα μου θα έλεγα ότι ο Γεωργούσης καταθέτει με τα χαϊκού του ένα στέρεο ποιητικό σύμπαν, το οποίο λειτουργεί ως μικρογραφία του σύμπαντος που έχει δημιουργήσει με τις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις και τις υπόλοιπες ποιητικές συλλογές του. Και εδώ δεν λείπει η επικοινωνία με την παράδοση, κάτι που φαίνεται εκτός των άλλων και από τα μότο που έχει στις συλλογές και στις ενότητες των συλλογών του από τους: Ηράκλειτο(2), Αισχύλο, Πλάτωνα, Γοργία, Παλλαδά, Κορνάρο, Σολωμό, Κάλβο, καθώς και ένα μότο από Δημοτικό τραγούδι. Η σειρά Ελληνικά Χαϊκού του Γεωργούση λειτουργεί, ωστόσο, και ως ένα παράλληλο και αυτόνομο σύμπαν, το οποίο βρίσκεται ακόμη εν δημιουργία –έχω την πεποίθηση ότι ο Γεωργούσης δεν έκλεισε το κεφάλαιο με τα Ελληνικά χαϊκού του, όπως δεν έχει κλείσει το κεφάλαιο γενικά με την ποίησή του. «Ωραίος σαν Έλληνας»7 λοιπόν, για να θυμηθούμε τον Εγγονόπουλο, έχω την αίσθηση ότι πορεύθηκε και θα πορευθεί για πολύν καιρό ακόμη ο Γιώργος Γεωργούσης στο δρόμο της ποίησης.
Αθήνα, Δεκέμβριος 2006
Σημειώσεις
1. Βλέπε περιοδικό «Έρεισμα», τεύχος 36-37, χ.χ.έ., Αφιέρωμα στον ποιητή Γιώργο Γεωργούση. «Μια συνομιλία: Γιώργου Γεωργούση – Χρήστου Τουμανίδη». Άνοιξη, 2004.
2. Ο Γεωργούσης έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα Ισπανικά, υπήρξαν γι’ αυτόν ένα μεράκι, όπως δηλώνει στην παραπάνω Συνομιλία. Επιπλέον, είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Ισπανιστών, ενώ έχουν μεταφραστεί και δικά του ποιήματα στα Ισπανικά από τον JuanRuizdeTorres στην Ανθολογία Cuadernosdepoesianueva.
3. Τρεις ακόμη ποιητές της γενιάς αυτής γεννήθηκαν στο χρονολογικό όριο του 1940: ο Ανδρέας Αγγελάκης, Ο Μάριος Μαρκίδης και ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης.
4. Βλέπε περιοδικό «Έρεισμα», τεύχος 36-37, ό.π.
5. Τα (Α), (Β), (Γ) ή (Δ) κάτω από κάθε χαϊκού παραπέμπουν στην αντίστοιχη κατά σειρά έκδοσης συλλογή, από την οποία προέρχεται το καθένα.
6. Από το ποίημα «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» της συλλογής Τετράδιο Γυμνασμάτων του Γιώργου Σεφέρη.
7. Από τη σύνθεση «Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα» του Νίκου Εγγονόπουλου.
[στον τόμο: Η ποίηση του Γιώργου Γεωργούση.
Κείμενα των Κωνσταντίνου Βάσση, Βάσου Η. Βογιατζόγλου, Αλέξη Ζήρα, Ηλία Κεφάλα,
Στάθη Κουτσούνη και Αγγελικής Κωσταβάρα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007]