Ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης
Συνολική προσέγγιση του έργου του
Η παρουσίαση του συνολικού έργου ενός ποιητή δεν είναι εγχείρημα εύκολο. Η ποίηση βάζει δύσκολα ακόμη και στους εξοικειωμένους και «επαρκείς» αναγνώστες της και απαιτεί απ’ αυτούς αγώνα πνευματικό και ψυχικό. Ωστόσο, με αφορμή την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής του Στάθη Κουτσούνη, Στιγμιότυπα του σώματος, ενός ποιητή με μακρά πλέον πορεία, γνωστού στους ποιητικούς κύκλους και το αναγνωστικό κοινό, θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση του έργου του, λαμβάνοντας υπόψη και αξιοποιώντας και τις βιβλιογραφικές για τον ποιητή πηγές.
Ο Στάθης Κουτσούνης (Νέα Φιγαλία Ολυμπίας, 1959) πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα το 1987 με τέσσερα ποιήματα στο τεύχος 10 του περιοδικού «Νέες Τομές». Ποιήματά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες, έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και μερικά έχουν μελοποιηθεί από νέους συνθέτες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του Κύκλου Ποιητών και της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει μέχρι σήμερα δημοσιεύσει έξι ποιητικές συλλογές, στις οποίες πιο κάτω θα αναφερθούμε με τη χρονολογική τους σειρά. Επίσης, ένα διήγημα, τρεις μελέτες και πολλά κριτικά δοκίμια, άρθρα και βιβλιοκρισίες.
Ας ξεκινήσουμε με την παρατήρησηότιηνεότερη και σύγχρονη ποίηση προσεγγίζει με δικό της τρόπο τα θέματά της και η εξωτερική της όψη (στροφές, στίχοι, γλώσσα κλπ.) συνήθως δεν ακολουθεί τους παραδοσιακούς κανόνες. Ως σύγχρονη και η ποίηση του Κουτσούνηαντανακλά τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ανατέμνει τα προαιώνια μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου, αλλά και τα σύγχρονα προβλήματα που τον συνθλίβουν, μεγάλα ή «μικρά», προφανή ή άδηλα. Ο ποιητής, με την ευαισθησία του πνευματικού ανθρώπου και καλλιτέχνη, όλα αυτά τα βιώνει, ίσως πρώτος από όλους, με τρόπο βαθύ και επώδυνο και επιφορτίζεται με την ευθύνη να δείξει ότι δεν είναι μόνο δικά του θέματα, αλλά και δικά μας. Δε μας δίνει έτοιμες απαντήσεις. Αγωνιά και αυτός μαζί μας. Συνεισφέρει, όμως, στην αυτογνωσία μας. Η συνειδητοποίησή μας είναι «το πρώτο σκαλί» και, αν φτάσουμε εκεί, «λίγο δεν είναι», όπως έλεγε ο Κ. Π. Καβάφης.
Ο έρωτας είναι ένα από τα βασικά θέματα στα ποιήματα του Κουτσούνη.Είναι η αρχετυπική γενεσιουργός αιτία κάθε ζωής. Ερωτική πράξη είναι και η αγωνιώδης διαδικασία της σύλληψης του ποιήματος και συνέπειά της είναι ο τοκετός του.
Στη συλλογή Σπουδές για φωνή και ποίηση (Υάκινθος, 1987), ο ποιητής «κυοφορεί», το ποίημα βγαίνει από τα σπλάχνα του. Και συχνά μιλάει για ωδίνες, μαμή, έμβρυο κλπ. Π.χ., γράφει στα ποιήματα «Γέννηση» και «Βοή ελπίδων», αντίστοιχα: «Η λέξη χτύπαγε σαν έμβρυο μέσα μου/ Ξαπλώνω ανάσκελα στο χώμα/ Απλώνω τα χέρια μου και καρτερώ» – «Κάτι φορές/ Τα έμβρυα στ’ όνειρό τους/ Πιάνουν τη φαντασία απ’ τα μαλλιά/ Και τραγουδούν/ Και χορεύουν/ Και βγαίνουν πριν την ώρα τους// Κοίτα καλά ν’ ακούσεις θεατή/ Τον ήχο της δραπέτευσής τους».
Και όταν η ερωτική πράξη αναφέρεται στο γυναικείο σώμα, πάλι δε λείπει η αγωνία, ο πόνος, η πάλη με δυνάμεις εσωτερικές και εξωτερικές, βίαιες και αλλόκοτες. Γιατί το σώμα, αποτέλεσμα του έρωτα και του τοκετού και φορέας της ζωής, είναι όχημα και σύμβολο της πορείας του ανθρώπου από την ώρα της γέννησής του μέχρι το τέλος του.
Επομένως, το σώμα, η μεταβολή, η φθορά του χρόνου και ο θάνατος δε θα μπορούσαν να λείπουν από τη θεματολογία του ποιητή. Ανίκητες δυνάμεις καθορίζουν τη διαρκή ροή των πραγμάτων: «τα πάντα ρει», είπε, περίπου, ο αρχαίος φιλόσοφος Ηράκλειτος. Όλα ρέουν και αλλάζουν, όπως το νερό στο ποτάμι. Και το ποτάμι της ζωής, κυλώντας προς το αχανές της θάλασσας, μας πετάει στο χάος της ανυπαρξίας, σαν «ληγμένα» προϊόντα. «Δεύτερη ζωή δεν έχει», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης.
Στη συλλογή Τρύγος αιμάτων (Σμίλη, 1991), συναντάμε εικόνες και θέματα τρόμου και φρίκης. Ο τρύγος και τα αίματα του τίτλου μας θυμίζουν τα όργια στη λατρεία του Διονύσου, θεού του ξεφαντώματος, του κρασιού, της μέθης. Φανατικές ιέρειές του ήταν οι Βάκχες, οι οποίες, στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, μέσα στην ιερή μανία και τον εκστασιασμό τους, κατασπαράσσουν το βασιλιά της Θήβας Πενθέα, που αρνιόταν να δεχτεί τη διονυσιακή λατρεία. Έτσι και η ποίηση διαμελίζει και κατασπαράσσει τον ποιητή. Για κάθε μεγάλο έργο απαιτείται θυσία. Και το έργο που έχει επωμιστεί ο ποιητής δεν είναι ούτε μικρό ούτε ιδιωτικό. Θυσία έγινε για να στεριώσει το γεφύρι της Άρτας χάριν του συνόλου. Τη θυσία για τον Άνθρωπο συμβολίζει και η μεταβολή του κρασιού σε αίμα Χριστού. Για το κρασί το αμπέλι δίνει τα σταφύλια του. Ο ποιητής για το ποίημα τα σωθικά του: «Ένας γύφτος κατοικεί μέσα μου/ τα σωθικά μου εργάζεται τ’ απλήρωτα/ στριφώνει το πετσί με σύρμα/ ακάματα σφυρηλατεί το κρέας/ ατσαλώνει τα οστά// κι όταν πεινάει τρώει το συκώτι μου/ κι όταν διψάει πίνει το αίμα μου…// άγριο πάντοτε τον γύφτο κουβαλώ/ φορτίο βαρύ// ατίμητο» («Αγώι»). – «Θηρίο που με παραμονεύεις/ θηρίο που κολυμπάς στο μυαλό μου…/ θηρίο που σπέρνεις πανικό/ τις νύχτες στην ψυχή μου…/ θηρίο που φουντώνεις τη ζήλια μου…/ γεννήτρια του άγχους μου/ της οργής και του πάθους/ της αδυναμίας/ της δύναμής μου// θηρίο θηρίο λαχτάρα μου/ έρωτα/ θηρίο («Βρυχηθμός»).
Στη συλλογή Παραλλαγές του μαύρου (Δελφίνι, 1998), ο πανταχού παρών θάνατος, με διάφορες μορφές, καταδιώκει τον άνθρωπο και θριαμβεύει στην άνιση αναμέτρησή του με το θνητό: «… όλη νύχτα με κυνηγάει αδυσώπητα/ το Μαύρο με τα τρομερά/ κι αναρίθμητα πρόσωπα». («Αρένα») – «...στο πεζοδρόμιο/ ένας άντρας πεσμένος μπρούμυτα/ προσπερασμένος απ’ όλους// τον γυρίζω να δω το πρόσωπό του/ και στ’ άσπρο φως του απομεσήμερου/ βλέπω καθαρά// τον εαυτό μου» («Αντικατοπτρισμός»). Και στον άλλο κόσμο: «… όλοι σκυφτοί δουλεύουνε στ’ απέραντο χωράφι/ σκάβουν και οργώνουνε για τον Μεγάλο Αφέντη…/ σπέρνουνε και θερίζουν κάρβουνο κι αλάτι…/ ολημερίς μαζεύουνε/ το βράδυ εκείνος τα σκορπίζει…/ κι αν κάποιος αποκάμει/ μαστιγώνεται αλύπητα/ και ξαναρχίζει απ’ την αρχή….» («Η έξοδος»).
Και δεν είναι μόνον ο υλικός θάνατος του σώματος του καθενός. Μπορεί να είναι και μεταφορικά ο θάνατος της ψυχής και του πνεύματος, του πολιτισμού, που φέρνει την έκπτωση των αξιών, την ευτέλεια στις ανθρώπινες σχέσεις και επιλογές και την άνευ όρων υποδούλωση σε λογής λογής εξουσίες. Μέσα στη δίνη της ρουφήχτρας όλων αυτών δεινοπαθεί ο ποιητής. Και προσπαθεί να τα αναγάγει –και τελικά τα ανάγει– από δικά του σε δεινά πανανθρώπινα.
Στη συλλογή Η τρομοκρατία της ομορφιάς (Μεταίχμιο, 2004), ο τίτλος ξενίζει. Στην κοινή αντίληψη οι δύο αυτές λέξεις μοιάζουν αντιφατικές. Η ομορφιά δεν μπορεί να προκαλεί τρόμο. Αλλά από τα προλεχθέντα προκύπτει ότι τα πράγματα για την ποίηση και για τον ποιητή δεν είναι τόσο απλά. Η ομορφιά, κατά τον ποιητή, έχει διάφορες παραλλαγές, πάνω στις οποίες συγκεντρώνει το πάντα ανήσυχο, ερευνητικό και αγωνιώδες βλέμμα του. Με αυτά τα εξασκημένα και υποψιασμένα μάτια, όμως, που βλέπει, «το θέαμα δεν είναι ούτε ανώδυνο ούτε ακίνδυνο. Γιατί η ομορφιά θέλει δύναμη να την αντέξεις. Η ομορφιά μπορεί να καταστρέψει»1. Αυτό περίπου λέει και ο στίχος του YvesBonnefoy, «Celle qui ruine l’être, la beauté», που προτάσσει ως μότο ο ποιητής στην εν λόγω συλλογή. Ας συλλογιστούμε, π.χ., πόση ομορφιά έχει ο έρωτας. Και με πόση προσδοκία ομορφιάς μάς γεμίζει. Μα, αν ο ποιητής προσδοκά να κάνει ερωμένη του την ποίηση, στο ποίημα «Η Καλλιόπη» (σπουδαία μούσα της ποίησης στην αρχαιότητα), πρέπει πρώτα να υποστεί κατ’ επανάληψη δοκιμασία μεγάλη και «τρομερή» (να ο τρόμος!): «Για να γίνω ερωμένη σου/ πρέπει μερόνυχτα σαράντα…/ την πέτρα να οργώνεις/ και να σπέρνεις λέξεις/ κι ύστερα να περιμένεις άλλο τόσο/ να δεις αν έδεσε καμιά…/ και θα τις λιάζεις σε κορυφές…/ ώστε να στραγγίξουν/ τα περιττά υγρά/ κι αν στο τέλος δεν αρκούν/ θα ξαναρχίζεις από την αρχή…// … πρέπει σαν δούλος να με υπηρετείς…/ να γδέρνεις όλη νύχτα το πετσί σου.../ να σφυροκοπάς τα σπλάχνα σου…/ να με κομματιάζεις/ όταν ασχημίζω…/ εγκυμονώντας με ξανά…/ χωρίς καμιάν ελπίδα// και τότε πάλι βλέπουμε». Μόνο δουλεύοντας επίπονα τις λέξεις θα κατακτήσει ο ποιητής την ποίηση. Κι ώσπου να την κερδίσει, θα υποστεί τη δοκιμασία, γιατί η «τρομερή» ομορφιά της τον μαγνητίζει: «δεν είναι ο κίνδυνος που με χωνεύει μέσα σου αλλά/ της ομορφιάς σου ο τρόμος» («Κρεσέντο»).
Ο ποιητής θα δοθεί ψυχή τε και σώματι στην ποίηση, για να κατακτήσει την ποθητή και πολύφερνη ερωμένη ή, τουλάχιστον, για να πάρει το μερίδιο που του αναλογεί από την πλούσια και πολύτιμη προίκα της. Θα τα καταφέρει, άραγε, ο «Επίδοξος ποιητής»; Η ποίηση απαιτεί πολλές και μεγάλες θυσίες: «Τα ποιήματα που έγραψα/ με κυνηγούν για τις αναπηρίες τους/ τα ποιήματα που δεν έγραψα/ με κυνηγούν για την αφασία τους/ ένας επικηρυγμένος είμαι/ που για να γλιτώσω// γράφω ακόμη». («Επίδοξος ποιητής»). – «Χρόνια ολόκληρα πάλευα/ να φτιάξω αυτό το ποίημα// ολονυχτίς το έγραφα/ πρωί πρωί δαιμονισμένο/ έτρωγε τις λέξεις// ώσπου κάποιο απόγευμα χτύπησε/ το κουδούνι ένα ολόλευκο πουλί// αν δεν στοιχειώσεις άνθρωπο/ το ποίημα δεν στεριώνει/ και μη στοιχειώσεις κριτικό/ μήτ’ επαρκή αναγνώστη// παρά της άγριας έμπνευσης/ την όμορφη την κόρη/ που ’ρχεται βάζει τη φωτιά/ κι ύστερα παίρνει δρόμο/ κι αφήνει αποκαΐδια ένα σωρό/ να τα διορθώσει ο πρωτομάστορας…» («Του γιοφυριού της ποίησης»).
Με τη συλλογή Έντομα στην εντατική (Μεταίχμιο, 2008, υποψήφια για το Βραβείο ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω»),ο ποιητής επανέρχεται σε θέματα βίας και τρόμου. Σαν τη Λερναία Ύδρα, που από κάθε κομμένο κεφάλι της ξεπηδούσαν δύο καινούργια, έρχονται ξανά και ξανά φόβοι, αναμνήσεις, πράγματα και πρόσωπα που έφυγαν ανεπιστρεπτί και που ο χρόνος, η φθορά και ο θάνατος τα μεταμορφώνουν ή τα κατασπαράσσουν μπροστά στα μάτια του ποιητή. «Ο κόσμος είναι μια εντατική στην οποία νοσηλεύεται ο σημερινός άνθρωπος σε κρίσιμη κατάσταση. Μια εντατική κάθε άλλο παρά αποστειρωμένη, με έντομα να κυκλοφορούν, κάνοντας έτσι αναπόφευκτη τη μοιραία έκβαση»2. Για τον Πλάτωνα, κορυφαίο φιλόσοφο της αρχαιότητας, η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου. Το ίδιο και για τον Κουτσούνη η ποίηση. «Νύχτα ξυπνάει από μέσα/ και βγάζει έξω τα κεφάλια της/ από τις τρύπες του κορμιού μου/ προς τα χαράματα της κόβω ένα…/ μα ο σφαγμένος λαιμός/ δικέφαλος την επομένη ξεφυτρώνει// χρόνια τώρα παλεύω/ κυκλωμένος από κεφάλια/ άλλα κομμένα και άλλα ανέγγιχτα/ που με απειλούν επίμονα/ έντομα στην εντατική// ξεχνώ ο αδαής να κάψω/ κάθε κεφάλι όταν το κόψω» («Λερναία Ύδρα») – «…αργά τη νύχτα/ ακούω στον ύπνο μου λυσσασμένα/ κουδουνίσματα τηλεφώνου πετάγομαι/ κανείς δεν απαντάει// στην ταραχή μου κομματιάζω/ νευριασμένο παιδί τη συσκευή…// … μες στο ακουστικό ή κάτω απ’ το καντράν/ κουλουριασμένες σαν γριές/ οι φωνές που έχουν χαθεί…// ποικίλες φωνές…/ ψίθυροι κλάματα κραυγές/ φωνές επίμονες αισχρές ενίοτε/ χαρμόσυνες μεθυστικές ή απελπισμένες/ αγκυλωμένες πλην όμως ζωντανές// των εξαφανισθέντων φτυστές η απουσία» («Των εξαφανισθέντων»).
Στη συλλογή αυτή βρίσκουμε και τη σύνδεση της οικολογικής ευαισθησίας του ποιητή με την ποίηση, αφού, ξεκινώντας από διάφορα υλικά και προϊόντα (ρούχα, παπούτσια, συσκευές, τρόφιμα κλπ.), γυρίζει πίσω στην αρχική τους μορφή και ύλη (επιστροφή-μεταμόρφωση), πράγμα που του φέρνει στο νου την καταστροφή της φύσης και της ζωής. Π.χ., το μοντέρνο ανοξείδωτο –ίνοξ!– ψυγείο (με κρέας στα ράφια του) και η κιθάρα: «… ίνοξ απέριττο του φονιά οπτασία/ του σφαγμένου ζώου η τελευταία/ ανώφελη ελπίδα…/ συγκοινωνούντα δοχεία τα κρανία μας/ κρύβεις κι εσύ στα βάθη του εγκεφάλου σου// κυψέλες γεμάτες ενοχές» («Εγκώμιον») – «… δεν είμαι η κιθάρα/ είμαι το δέντρο που έκοψαν κάποτε/ για να φτιάξουν μια κιθάρα/ δεν είμαι δέντρο/ είμαι η κιθάρα που επέστρεψε στο δέντρο/ τούτες οι μελωδίες/ είναι τα πουλιά που ελευθερώθηκαν/ και το ώριμο φως/ ανάμεσα στις φυλλωσιές-χορδές/ είναι απείκασμα φωνής αδέσμευτης// η σιωπή» («Επιστροφή»). Σε αδηφάγο ζώο μεταμορφώνεται και ο υπολογιστής, όπου γράφει τα ποιήματά του. Το ταΐζει με λέξεις και με στίχους που ρίχνει στο σκληρό του δίσκο. Αποθηκεύοντας εκεί την ποίησή του, «υποθηκεύει» τον εαυτό του, τη ζωή του. Και φοβάται την απώλεια, τη διαγραφή: «…αυτό το ζώο με κυοφορεί/ η ζωή μου εξαρτάται/ απ’ τη σκληρή του μήτρα/ κι από τη μνήμη του…/ χώνομαι όλο και πιο βαθιά μέσα/ σιγά σιγά μ’ αφομοιώνει/ κι ούτε που θα καταλάβω/ πώς μ’ ένα λάθος πάτημα του delete/ θα με αποβάλει οριστικά// στον κάδο ανακύκλωσης» («Ζώον»).
Ακόμα, στο στόχαστρό του βάζει, ως εκπαιδευτικός, την εκπαίδευση και το σχολείο, χαρακτηρίζοντάς το τρυφερά ως θηριοτροφείο. Με τις ποιητικές του εικόνες αναδεικνύει την ψυχολογία των δύο «αντίπαλων» πλευρών, του δάσκαλου και του μαθητή. Μια σχέση ιδιότυπη, μοναδική σε ομορφιά, παρόλο που –ίσως και επειδή– συνυπάρχουν σ’ αυτήν η αγάπη και το «μίσος», δηλαδή η σύμπτωση και ταύτιση των ψυχών αλλά και η «σύγκρουση» των αντιθέσεων που συνεπάγεται η διαφορά της ηλικίας. Μπορεί να «μάχονται» και να ισορροπούν σε τεντωμένο σκοινί, αλλά από τη «θέση» και την «αντίθεση» προκύπτει η όμορφη και πολύτιμη «σύνθεση» της γνώσης και της αγωγής νου και ψυχής. «Δουλεύω σ’ ένα θηριοτροφείο…// τα θηριάκια μου είναι απρόβλεπτα/ εγωκεντρικά και απόλυτα…// … τα θηριάκια μου τα αγαπώ/ και ταυτόχρονα τα μισώ/ αλλά κι εκείνα μ’ αγαπούν/ γι’ αυτό σπαράζουν την καρδιά μου/ και ρουφάνε/ ρουφάνε ακόρεστα αίμα» («Το θηριοτροφείο»). Πνευματικό είναι το έργο τους, αλλά ποιητής και δάσκαλος έχουν και σώμα, που αίμα κυλάει στις φλέβες του. Και βρίσκονται σε διαρκή διαδικασία αιμοδοσίας (ή μήπως αφαίμαξης;).
Η συλλογή Στιγμιότυπα του σώματος(Μεταίχμιο, 2014, υποψήφια για τα βραβεία Public 2015), αποτελεί τη νέα σπουδαία κατάθεση του Κουτσούνη στον κοινό λογαριασμό της ποίησης και των αναγνωστών της, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσαν δύο κριτικοί λογοτεχνίας (Αλέξης Ζήρας και Γιώργος Κοκορέλης) και ένας πανεπιστημιακός καθηγητής (Θεοδόσης Πυλαρινός) κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό στις 31 Μαρτίου 2015. Τα ποιήματα της νέας συλλογής χαρακτηρίζονται από μεγάλη ένταση, είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, «γροθιές στο στομάχι», όπως λέει και ο ίδιος ο ποιητής σε μια συνέντευξή του: «Πιστεύω πως η ποίηση αυτό ακριβώς οφείλει να είναι: μια γροθιά στο στομάχι κι όχι ένα χάδι. Ένας ταύρος μαινόμενος στο υαλοπωλείο της ψυχής, ένα στιλέτο που κατευθύνεται ιλιγγιωδώς στο κέντρο της συμβατικότητας και της ασφάλειας. Η ποίηση δεν είναι απλώς λέξεις. Είναι λέξεις-μολότοφ σε ανύποπτα χέρια. Είναι το άρρητο και αθέατο των πραγμάτων. Είναι ο μεγεθυντικός φακός πάνω από ένα εξάνθημα, που μας βολεύει να μην το βλέπουμε»3.
Στη συλλογή προτάσσεται η ρήση του Ρωμαίου αυτοκράτορα και φιλοσόφου Μάρκου Αυρηλίου, «πάντα τα μεν του σώματος ποταμός» (από το έργο του Εις εαυτόν). Από τη φράση αυτή και από τον τίτλο γίνεται φανερό ότι στη συλλογή κυριαρχεί ως θέμα το σώμα. Είναι ολόκληρη μια «σωματογραφία», που καταγράφει την αγωνία και τα πάθη του ποιητή και του ανθρώπου, με νέες, υψηλότερες επιδόσεις ποιητικής, στιχουργικής και γλωσσικής ωριμότητας. Άρρηκτα δεμένος με το σώμα, ως κορυφαίο «στιγμιότυπό» του, είναι ο έρωτας: «Το κορμί σου στα χέρια μου ζύμη/ φτιάχνω τρύπες και χάνομαι μέσα τους – Σε κάθε τρύπα/ καρτέρι μου στήνουν οι μέλισσες – Το δέρμα σου…/ σπαρταράει διαρκώς στα δάχτυλά μου – Τα δάχτυλά μου αλκοολικά/ μονορούφι το σώμα σου πίνουν – Χώνομαι ολόκληρος στο σώμα σου/ όπως το χέλι μες στη λάσπη» – «Στην πηγή των μηρών σου/ τσακάλι ξανθό καθρεφτίζεται/ με στόμα ανοιχτό και διψασμένο – Θέλω πάντα να με κοιτάζεις/ σαν λύκαινα που επέζησε/ μοναχή στο χιονιά για βδομάδες/ και κατεβαίνει στην πόλη λιμασμένη» («Σωματογραφία i» και «ii», αντίστοιχα).
Από την άλλη, ο ποιητής μεταμορφώνεται διαρκώς, μεταβάλλεται από τη φθορά του χρόνου, σαν τους συντρόφους του Οδυσσέα που μεταμόρφωνε η μάγισσα Κίρκη: «Δεν είμαι εκείνος που ήμουν/ ούτε και θα ’μαι αυτός που είμαι// πάντα μια Κίρκη αδιάκοπα/ μ΄ ακουμπάει με το ραβδί της» («Το ραβδί»).
Μελαγχολία εμφανίζεται συχνά στην παρούσα συλλογή, όταν ο ποιητής βυθίζει το μαχαίρι του ως το κόκαλο μέσα στο γκρίζο της ζωής των ανθρώπων. Παράδειγμα η οικιακή βοηθός και ο γέροντας πατέρας. Μια μελαγχολία, αλλά και συμπόνια για καταπιεσμένους και ταλαιπωρημένους ανθρώπους, που μοιάζουν με «φορτηγά που σκούριασαν/ κολλημένα στην άμμο». Γι’ αυτό ο πατέρας ζητάει το θάνατο («βιάζεται να περάσει αντίπερα») και είναι έτοιμος να «φύγει» («ξαπλωμένος ψηλά απ’ το κρεβάτι στο κενό»), για να λυτρωθεί από τα δεινά της ζωής του. Παραθέτουμε τα τρία σχετικά ποιήματα, με μια διευκρίνιση, για όσους τυχόν τη χρειάζονται: κατά τους αρχαίους, σύνορο μεταξύ ζωντανών και νεκρών ήταν ο ποταμός Αχέροντας (κοντά στην Πρέβεζα) και ο νεκροπομπός Ερμής μετέφερε με βάρκα τους νεκρούς από τη μια όχθη στην άλλη, για να κατεβούν μετά στον Άδη. Και ο μεταφερόμενος ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει στο βαρκάρη έναν οβολό (τα κέρματα στο ποίημα) για τα μεταφορικά, κάτι σαν διόδια. (Μόνον ένας δεν πλήρωσε, λέει ο αρχαίος σατιρικός συγγραφέας Λουκιανός στο έργο του «Νεκρικοί Διάλογοι»: ο φιλόσοφος Μένιππος, που δεν είχε τα ναύλα. Και στο βαρκάρη είπε την παροιμιώδη φράση «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος»).
«Κάτι φορές…/ όταν μένει μόνη/ ασφαλίζει τις πόρτες/ και προβάρει τα ρούχα που ορέγεται…// ζει για λίγες ώρες/ για ελάχιστα έστω λεπτά/ (και με ρίσκο να γυρίσει/ η κυρία απρόοπτα)/ μιαν άλλη ζωή// κοιτάζεται θλιμμένη στον καθρέφτη/ και δοκιμάζει άπληστα/ ψηλοτάκουνη γόβα τη ματαιότητα» («Ψηλοτάκουνη γόβα»)
«Όσο πάει κι απομακρύνεται// η μορφή του ολοένα θαμπώνει…// … στρέφει πίσω το πρόσωπο/ κι αγναντεύει τα χρόνια του/ φορτηγά που σκούριασαν/ κολλημένα στην άμμο// όσο πάει κι απομακρύνεται/ βιάζεται να περάσει αντίπερα/ ελαφρύς σαν πουλί/ πετάει πάνω απ’ τα νερά/ χάνεται ακουμπισμένος/ με τα δυο του χέρια στο ραβδί/ σχισμένος στα τρία// ο πατέρας» («Στα τρία»)
«Πατέρα φωνάζω/ τι γυρεύεις εκεί πάνω θα πέσεις// ξαπλωμένος ψηλά απ’ το κρεβάτι στο κενό/ με μάτια άκλειστα κοιτώντας το ταβάνι/ και τα χέρια να ψάχνουν τις τσέπες του// μη φοβάσαι μού λέει/ και τι να κάμω/ πια φόρτωμα οι μέρες μου βαρέθηκα// κατάπιε τη μιλιά του σκυθρωπός/ μα ξαφνικά η όψη του φωτίζεται/ κι όπως τότε που ήμουν παιδί/ μη με χασομεράς/ με μαλώνει τρυφερά/ δεν έχω τώρα καιρό// σώπασε κι εξακολούθησε ατάραχος/ να ψαχουλεύει επίμονα τις τσέπες του/ ώσπου θολωμένος/ με άδραξε απ’ το μπράτσο// γιε μου μού σώθηκαν όλα/ μήπως σου βρίσκονται κέρματα για τα διόδια» («Τα κέρματα»)
Το ότι η σύγχρονη ποίηση δεν ακολουθεί τους παλιούς κανόνες και δε χρησιμοποιεί τα παλιά εργαλεία δεν πρέπει να νοηθεί κατά γράμμα. Μεταξύ άλλων, ο Κουτσούνης είναι χαρακτηριστική περίπτωση ποιητή, που αξιοποιεί τους τρόπους της αφήγησης και τα εκφραστικά μέσα έτσι που στα ποιήματά του το περιεχόμενο και η μορφή αλληλοϋποστηρίζονται και συναντώνται σε ένα ολοκληρωμένο και ισορροπημένο συνολικό αποτέλεσμα. Εικόνες, μεταφορές, παρομοιώσεις, συμβολισμοί, ρυθμός εσωτερικός αλλά και συχνά εξωτερικός (π.χ. στίχος 15/σύλλαβος ιαμβικός κλπ.), παρηχήσεις (ηχητικός συνδυασμός λέξεων και επαναλαμβανόμενων φθόγγων) κ.ά. προσδίδουν στους στίχους ιδιαίτερη μουσικότητα. Μόνο στα επίθετα είναι φειδωλός. Τα ουσιαστικά είναι η βάση της ουσιαστικής ποίησης. Γιατί, σκοπός της είναι να μη στέκεται στην επιφάνεια, αλλά να σκάβει και να εισχωρεί στο βάθος των πραγμάτων και της ψυχής. Μια ενδοσκόπηση, την οποία παραγγέλνει πάλι ο Μάρκος Αυρήλιος: «ένδον σκάπτε» – σκάβε μέσα (σου).
Ο Κουτσούνης συχνά λειτουργεί και σαν σκηνοθέτης, δίνοντας στο ποίημα ζωντάνια έργου στην οθόνη ή επί σκηνής, όπως, π.χ., στα ποιήματα «Το είδωλο» και «Το πένθος». Δυνατές, παραστατικές εικόνες, που δε μένουν ασχολίαστες. Στο ένα ποίημα, οι «νήπιοι» (ανόητοι) γελούν σε βάρος του τρομαγμένου παιδιού, αλλά στην ουσία είναι ή (αργά ή γρήγορα) θα είναι οι ίδιοι στη θέση του. Το άλλο ποίημα είναι ένα συνταρακτικό ντοκουμέντο-σχολιασμένη αναπαράσταση πυρκαγιάς στο δάσος, που παίρνει και το νόημα προσωπικού δράματος για όσους (συμπεριλαμβανομένου και του ποιητή) βίωσαν ποικιλοτρόπως την τραγωδία της φωτιάς στην περιοχή της γενέτειράς του, τουλάχιστον, και βυθίστηκαν στο πένθος, πριν από μια εφταετία.
«Μάθημα ανθρωπολογίας ο δάσκαλος με στέλνει να φέρω τον σκελετό φοβάμαι κατεβαίνω στο υπόγειο βλέπω τα όργανα φοβάμαι επιστρέφω στην τάξη σκελετός ο δάσκαλος αγγίζει με τον χάρακα τα οστά μου φοβάμαι τα παιδιά ξεκαρδίζονται λένε αστεία…// αδυνατώντας οι νήπιοι να διακρίνουν/ στο κάτοπτρο του χρόνου το είδωλό τους» («Το είδωλο»)
«… χωροφύλακες καταπατητές/ παρελαύνουν κραδαίνοντας πυρσούς// ξαφνικά ένα δέντρο χαφιές/ τινάζει τα φύλλα του/ κι ο πληρωμένος άνεμος/ τα σπρώχνει απευθείας στις φλόγες/ και τα σκορπίζει στα κλαριά// προδοσία φώναξαν τα πεύκα/ κι οι δρύες άρχισαν να δέονται/ –εις μάτην– στη βροχή/ από παντού εραστές ξαναμμένοι/ χώνονται λάβροι στις κουφάλες// εμφύλιος μαίνεται πόλεμος// γιγάντια γυμνή γυναίκα/ ανάσκελα ξεψυχισμένη/ φαλακρή και λερή/ χωρίς μαστούς και φύλο/ την επομένη αντίκριζε/ το μάτι πικραμένο» («Το πένθος»)
Στην ενότητα «Αριθμητική», ο φιλόλογος ποιητής φιλοσοφεί ποιητικά για τη ζωή και τον άνθρωπο μέσω των μαθηματικών, με ευρηματικό τρόπο. Η διαρκής πρόσθεση (π.χ. αγαθών, χρημάτων, επιθυμιών, φιλοδοξιών κλπ. της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας) μας οδηγεί σε βρομερό βούλιαγμα: «Απ’ όλες της αριθμητικής τις πράξεις/ η πιο ύπουλη είναι η πρόσθεση// είναι μια πράξη εθιστική/ πασχίζεις συνέχεια να προσθέτεις/ ανίκανος σχεδόν ν’ αντισταθείς// κι έρχεται αίφνης η στιγμή/ που βουλιάζεις βαρύς/ στη λάσπη του αθροίσματος» («Η πρόσθεση»). Και η διαρκής και ασταμάτητη αφαίρεση των χρόνων που φεύγουν, από τον άγνωστο αριθμό ετών που θα ζήσουμε, θα οδηγήσει κάποια στιγμή σε υπόλοιπο μηδέν και η ζωή θα τελειώσει: «Με συνεπαίρνει πάντοτε η αφαίρεση/ τρόμο γεμάτη και συνάμα ομορφιά/ πράξη νουάρ που καθηλώνει/ όλο και με περισσότερο σασπένς// καθώς ο αφαιρετέος/ αυξάνει καθημερινά/ πλησιάζοντας την άγνωστη/ τιμή του μειωτέου/ η διαφορά καλπάζει στο μηδέν// που ξάφνου σε γραπώνει στη θηλιά του» («Η αφαίρεση»).
Για την αδυσώπητη ανάγκη να ακολουθήσουμε υποχρεωτικά τη θανάσιμη μοίρα μας, έναν τραγικό δρόμο, σαν να μη δικαιούμαστε άλλον, γράφει με πικρά ειρωνικό τίτλο: «Ζέστη αβάσταχτη κοντανασαίνει/ στα πισινά του ο σκύλος καθισμένος/ με στόμα ορθάνοιχτο και τη γλώσσα/ να κρέμεται στεγνή// τα δόντια του λεπίδια// παρακεί το αρνί χαυνωμένο/ μπερδεύει τον σκύλο με λύκο/ κι ονειρεύεται δόξα// περίφημο το στόμα του/ και προτιμότερο ζεστό/ να νιώσω κάποτε το δόντι του παρά// την παγερή τη λάμα του χασάπη» («Εν δόξη»).
Για τη συμβατικότητα και την εύθραυστη ασφάλεια και σιγουριά μας συχνά μιλάει ο ποιητής: «Κοιτάζω ολόγυρα/ ψάρι μέσ’ από τη γυάλα// ο κόσμος έξω ακατανόητος/ ένα γυαλί το σύνορο/ και πώς να ημερέψει το εύθραυστο/ όταν από παντού καραδοκούν/ χέρια και πέτρες// μα εγώ ξεγελιέμαι/ στου νερού τη σιγουριά/ συνυπάρχοντας με τον άλλο κόσμο…/ έτσι που μ’ αγκαλιάζει απατηλά// απατηλά και σφιχτά/ ολοένα και πιο σφιχτά/ που θα σπάσει εξάπαντος το γυαλί» («Η γυάλα»).
Ο κύκλος υπάρχει και στη λογοτεχνία και στη ζωή. Στη λογοτεχνία σημαίνει ότι ένας στίχος, μια φράση, μια περίοδος ή και ολόκληρο έργο, αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη ή φράση που άρχισε. Ο Κουτσούνης το γνωρίζει, το διδάσκει και το χρησιμοποιεί. Μόνο που στον κύκλο της ζωής, μπορεί το τέλος να επαναλαμβάνει την αρχή, αλλά οι πρωταγωνιστές έχουν αλλάξει. Και ο μεγάλος δε γίνεται να μικρύνει, όσο η ψυχή του κι αν το λαχταρά: «Όσο γερνάω μικραίνω/ μοιάζω με κείνες τις κούκλες/ της κόρης μου που πρόσχαρη/ τις έβαζε κάτω από την μπλούζα της/ και καμωνότανε την έγκυο// τώρα η κόρη μου μεγάλωσε/ κι εγώ ομολογώ/ στο απαλό το χώμα της κοιλιάς της/ λαχταρώ να χωθώ» («Κύκλος»).
Τελειώνοντας, επισημαίνω ότι στο σύνολο του έργου του η γλώσσα του ποιητή είναι καλλιεργημένη, ώριμη, σκόπιμα λιτή και καθημερινή αλλά και, όπου χρειάζεται, πιο απαιτητική. Η επιλογή, η θέση και ο συνδυασμός των λέξεων απολύτως επιτυχημένα και αποτελεσματικά. Διαυγής, τολμηρός, ερωτικός, ενδοσκοπικός, πρωτότυπος, ουσιαστικός, γι’ αυτό και ολιγογράφος, ο Στάθης Κουτσούνης είναι, συμπερασματικά, ένας από τους καλύτερους ποιητές της γενιάς του. Εκτίμηση όχι μόνο δική μας, αλλά και των ομοτέχνων του καθώς και έγκριτων και έγκυρων μελετητών και κριτικών της λογοτεχνίας.
Σημειώσεις
1.Ανθούλα Δανιήλ, Στην ενέδρα της ομορφιάς. Συνολική θεώρηση της ποίησης του Στάθη Κουτσούνη: «Πόρφυρας», τεύχ. 118, Ιανουάριος-Μάρτιος 2006, σελ. 675-679.
2. Μπάμπης Δερμιτζάκης: «Ακτή», τεύχ. 79, Καλοκαίρι 2009, σελ. 367-369.
3. Συνέντευξη του Στάθη Κουτσούνη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη: «Βακχικόν», 7 Σεπτεμβρίου 2015.
Ιωάννης Αντωνόπουλος
[περιοδικό Ακτή, τεύχος 110, Άνοιξη 2017, σελ. 193-203]