Παρατηρήσεις στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη
Ο Στάθης Κουτσούνης έχει εκδώσει ως τώρα τέσσερις ποιητικές συλλογές: Σπουδές για Φωνή και Ποίηση (Υάκινθος 1987), Τρύγος αιμάτων (Σμίλη 1991), Παραλλαγές του μαύρου (Δελφίνι 1998), Η τρομοκρατία της ομορφιάς (Μεταίχμιο 2004).
Εγώ δεν είμαι ούτε κριτικός ούτε φιλόλογος. Απλώς πλέκω στίχους, γράφω ποιήματα. Συνεπώς, δεν πρόκειται να προβώ σε κριτική ανάλυση της δουλειάς του Στάθη Κουτσούνη· το μόνο που μπορώ, με αφορμή και την έκδοση της τελευταίας ποιητικής συλλογής του, είναι να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις από την πλευρά ενός ομοτέχνου, να αναφέρω τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει η ποίησή του. Και αυτοί είναι οι εξής:
Είναι αψιμυθίαστη. Είναι κυρίως φτιαγμένη με ουσιαστικά, και όπου υπάρχουν επίθετα, αυτά είναι τα απολύτως αναγκαία και όχι εκείνα που ονομάζουμε κοσμητικά. Με άλλα λόγια, απουσιάζει παντελώς η ποιητικότητα, ο μεγαλύτερος εχθρός της ποίησης.
Είναι αφηγηματική. Όλα σχεδόν τα ποιήματα αφηγούνται έναν μύθο, μιαν ιστορία, μια παραβολή. Ανήκει λοιπόν στην κατηγορία των ποιητών «που πλέκουν μύθους και όχι λόγους», όπως έλεγε ο Παλαμάς για τον Καβάφη. Ως εκ τούτου, πρόκειται για μια ποίηση ευανάγνωστη, σε πρώτο επίπεδο, από όλους. Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλα επίπεδα, κάτω από την επιφάνεια των στίχων, για την ανακάλυψη των οποίων απαιτείται η σύμπραξη του κάθε αναγνώστη, η οποία, όπως είναι φυσικό, ποικίλλει από αναγνώστη σε αναγνώστη και εξαρτάται από την παιδεία του, την ευαισθησία του και την ικανότητά του για αποκρυπτογράφηση του κειμένου. Γιατί το καλό ποίημα, ακόμη και όταν είναι αφηγηματικό, είναι ένα κρυπτογράφημα.
Είναι δραματική. Με την έννοια ότι υπάρχουν σ’ αυτήν δρώντα πρόσωπα, ηθοποιοί που υποδύονται ρόλους. Υπάρχει ο θάνατος που παριστάνει τον Παίχτη και παίρνει το κεφάλι του παπατζή ή τον Χασάπη που, αφού ξελογιάζει με ερωτόλογα την αγελάδα, της χώνει στα σπλάχνα το μόριό του, μαχαίρι ακονισμένο, ή, ακόμη, τον Γαμπρό που ξεπλανεύει τη γεροντοκόρη, υποσχόμενος να την πάρει οριστικά. Υπάρχει επίσης η Καλλιόπη, που παίζει τη δύσκολη ερωμένη και ζητά τον ουρανό με τ’ άστρα για να δοθεί στον ποιητή εραστή της, ή η Πηνελόπη, που, αφού προκάλεσε μια δίχως προηγούμενο σφαγή, μαζεύει όλα τα δώρα που επί χρόνια της προσέφεραν οι μνηστήρες-θύματά της και, σαν ηθοποιός, μετά το πέρας της παράστασης, εγκαταλείπει τη φρικτή σκηνή.
Ας διαβάσουμε ενδεικτικά δυο ποιήματα:
ΕΝΟΡΑΜΑ
Χτυπά μεσάνυχτα η πόρτα του στάβλου της
και μπαίνει αποφασισμένος
σε θέλω της είπε και της πρόσφερε
ανθοδέσμη από τριφύλλι
η αγελάδα ξαφνιάστηκε
μισό λεπτό καθίστε ψέλλισε
κι έσπευσε στο λουτρό κολακευμένη
για να βάλει λίγο κραγιόν
αμέσως έπειτα τον άκουσε να λέει
λόγια τρυφερά και παθιασμένα
για την ξεχωριστή περπατησιά της
το συνεσταλμένο βλέμμα της
για το χνότο της που ονειρευόταν μήνες
να τον ζεσταίνει τις νύχτες του χειμώνα
της εξομολογήθηκε πως γούσταρε
ν’ αρμέγει με το στόμα τα μαστάρια της
πως λύσσαγε να γλείφει σαν λουκούμι
τα πλούσια πισινά και τα λαγόνια της
ή να ρουφάει από τα πόδια της το κότσι
προς τα χαράματα την είχε καταφέρει
πέσανε και παλέψαν άγρια στον αχυρώνα
λιγωμένη εκείνη από τη γλύκα της γλώσσας
ώσπου ένιωσε μέσα της το μόριο του
μαχαίρι ακονισμένο να τρυγάει τα σωθικά της
να την κόβει αλύπητα ως το κόκαλο
όταν ξημέρωσε κρεμόταν κομματιασμένη
στη βιτρίνα του κρεοπωλείου
και στο βάθος του αίματός της
άκουγε τον Χασάπη να την κολακεύει ακόμη
στους λιμασμένους του πελάτες
[από την ποιητική συλλογή: Παραλλαγές του μαύρου, 1998]
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Κάθε βράδυ στον ύπνο της με τους μνηστήρες
ονειρευόταν σημεία και τέρατα
το πρωί ξυπνούσε μουσκεμένη
έπιανε τον αργαλειό και ύφαινε
με υπομονή μέχρι πάθους
το νόστιμον ήμαρ του Οδυσσέα
κάποτε κείνος επέστρεψε
βλέπει στο σπίτι του ξένους να λυμαίνονται
την περιουσία του να λιμπίζονται
τη γυναίκα του
δεν άντεξε
έγινε ανήμερο θεριό που τσάκισε τις αλυσίδες
η Πηνελόπη στο κρεβάτι ένιωσε τον πόθο της
να ’χει στερέψει στην προσμονή
ήταν κι αυτός εξαντλημένος
γρήγορα την πήρε ο ύπνος
και το αποτρόπαιο όνειρο
με γλώσσα βάρβαρη οι μνηστήρες
τη βρόμικη έπλεναν τη σάρκα της
κι εκείνη ουρλιάζοντας με νύχια λυσσασμένα
έκοβε λεπίδι τις φλέβες τους
κάθυγρη πετάχτηκε μεσάνυχτα
–ο Οδυσσέας δίπλα ξεφυσούσε αποκαμωμένος–
και πήγε στη μεγάλη σάλα
ολόγυρα ζεστά κορμιά
άχνιζε ακόμη το αίμα
κομμένα μέλη ανάμεσα
φωσφόριζαν στο λίγο φως
κι εκείνη τρέμοντας έγλειφε τις πληγές
δάγκωνε βαθιά να χορτάσει
έβαλε ύστερα στη βαλίτσα της
τα δώρα που της πρόσφεραν
είκοσι χρόνια τώρα
κι έφυγε απ’ το παλάτι
προτού να ξημερώσει
κανείς δεν την ξανάδε από τότε
[από την ποιητική συλλογή: Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 2004]
Όπως καταλαβαίνετε, πολλά από τα ποιήματα του Κουτσούνη είναι μικρά, κάποτε μάλιστα ακαριαία, θεατρικά μονόπρακτα. Υπάρχει σ’ αυτά η ίδια σκοτεινή, αδιέξοδη ατμόσφαιρα, το ίδιο μαύρο χιούμορ, ο ίδιος σαρκασμός και αυτοσαρκασμός που συναντάμε στο θέατρο του παραλόγου. Και, φυσικά, υπάρχει επίσης η ίδια μεταφυσική αγωνία: Γιατί ζούμε μια ζωή δίχως νόημα, μια ζωή χωρίς καμιά προοπτική αιωνιότητας; Πρέπει να πω ακόμη ότι συχνότατοι είναι οι διάλογοι στα ποιήματα του Κουτσούνη. Άλλο ένα στοιχείο αυτό της θεατρικότητας του λόγου του.
Είναι αναγνωρίσιμη, έχει δηλαδή δικό της ύφος. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ύπαρξη προσωπικού ύφους στην ποίηση, αλλά και στη ζωή γενικότερα, είναι πράγμα πολύ σημαντικό. Διαβάζουμε πολλές φορές στίχους, ενίοτε σπουδαίους, περίτεχνους, γραμμένους ίσως από το χέρι κάποιου «βραβευμένου ποιητή», που μας δίνουν ωστόσο την εντύπωση ότι θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από τον οποιοδήποτε καλό τεχνίτη· δεν έχουν όμως ταυτότητα, δεν έχουν την προσωπική σφραγίδα του δημιουργού τους. Δε φτάνει λοιπόν να κάνεις καλή ποίηση· πρέπει να κάνεις ποίηση με βούλα, κι ας μην είναι τέλεια. Άλλωστε, ως γνωστόν, τελειότητα δεν υπάρχει.
Είναι ποίηση που ψάχνεται. Όπως είπα τώρα μόλις, τέλειο ποίημα δεν υπάρχει· υπάρχει μόνο η αναζήτηση, η αέναη, εναγώνια αναζήτηση του τέλειου ποιήματος. Αυτό, βέβαια, στην περίπτωση που ο ποιητής είναι άξιος και δεν έχει καβαλήσει το καλάμι, γιατί ξέρω ένα σωρό ανάξιους ποιητές που είναι σίγουροι ότι έχουν γράψει όχι μόνον ένα, αλλά άπειρα τέλεια ποιήματα. Ευτυχώς, ο Κουτσούνης δεν ανήκει σ’ αυτούς· κυνηγάει αδιάκοπα την ουτοπία του τέλειου ποιήματος, γι’ αυτό και εξελίσσεται από βιβλίο σε βιβλίο.
Είναι ένα καλό δείγμα ποίησης της γενιάς του ’80, μιας γενιάς που έχει δώσει πολύ καλούς ποιητές και πιστεύω ότι είναι ακόμη ακμαία και εξελίξιμη, και όχι καθισμένη και αυτοεπαναλαμβανόμενη, όπως, δυστυχώς, πολύ συχνά συμβαίνει με την ποίηση της δικής μου γενιάς.
Αργύρης Χιόνης
[εκφωνήθηκε στη Στοά του βιβλίου, κατά την παρουσίαση
του βιβλίου Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 1 Μαρτίου 2024]