Η τρομοκρατία της ομορφιάς

 

4  Στάθης Κουτσούνης 
Η τρομοκρατία της ομορφιάς 
Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2004
 
Στη συλλογή αυτή ο ποιητής διακονεί με βακχική παραφορά την ιεροτελεστία της γραφής/σφαγής, καθώς ο έρωτας και η δημιουργία καταλήγουν σε ένα κανιβαλιστικό ξεφάντωμα.

 Ποιήματα

συνήθως ωριμάζω στο συρτάρι                                                      
όπως το έμβρυο στην κοιλιά
 
προτού διψάσω για οξυγόνο
ανασαίνω τα νερά                                                                 
του αμνιακού μου σάκου
 
τρέφομαι με τις σάρκες μου
καταβροχθίζω τις ασχήμιες              
τα περιττά κιλά
ώσπου η όρασή μου                                                                         
να ευφρανθεί στον καθρέφτη                                                           
της αυταρέσκειάς μου            
                                          
μεστώνω στο σκοτάδι    
                                                                    
έτοιμος να γεννηθώ
στο φως των ματιών σου

καθόταν μόνη στον κοιτώνα                                           
η ακόλαστη σάρκα της συντηρούσε τη μνήμη
και στο μυαλό της έρχονταν
σκηνές από τον πόλεμο
παλικάρια που πέσανε για χάρη της στη μάχη
ήρωες που λιώνανε για ένα άγγιγμα
για μια ματιά της
 
της άρεσε κι ο Πάρις κι ο Μενέλαος
και τόσοι άλλοι Τρώες και Έλληνες
 
τώρα καθώς κοιτάζεται γυμνή στον καθρέφτη                                            
ξελιγωμένη απ’ τη λαγνεία                                                    
που βράζει αμείωτη στο κορμί της                                      
βλέπει τις ρυτίδες της σαν τύψεις                            
για τους εραστές που πόθησε                                                        
μα δεν την κλέψανε
 
και ξεσπάει σε λυγμούς                                                        
όταν φαντάζεται πόσες ακόμη Τροίες          
θα μπορούσε η αχαλίνωτη
μανία της να κουρσέψει

είναι  ο  κίνδυνος  που με συνεπαίρνει  μέσα σου  κι εκείνες
    οι  πτυχές  απ’  το κορμί  σου  δρόμοι που  οδηγούν  στην
    παράκρουση                                 
τα πόδια σου ποτάμια κι η μαύρη τους  πηγή καθρέφτης να
     με  τραβάει αδιάκοπα στα πρώτα μου νερά
κι όταν η  φούστα  λύνεται  ελευθερώνονται  πουλιά  λάμπει
    λουσμένος  στη  δροσιά ο σιτοβολώνας      σιτάρι   γεμίζει
    το κρεβάτι να θρέψει αγρίμια πεινασμένα    
αγρίμια  που μουγκρίζουν με  απόγνωση  γυρεύουνε  τροφή
    να   ξεδιψάσουν  θέλουνε  στη  ρεματιά  σου  ν’  ανέβουν
    στα ψηλώματα να τσακιστούνε στα φαράγγια σου                
εσύ   ακάθεκτη   καρφώνοντας   τ’   αριστερό   τακούνι   στα
    πλευρά   μου   ανάσκελα   βυζαίνεις   την    ορμή          να
    πληρωθεί το στόμα σου το απέραντο                                                     
κι η  γλώσσα μου αμνάδα  βόσκει  άπληστα το  χορτάρι σου
    το   δέρμα   αποκάτω   αγριεύει        βαθιές   ανάσες  μάς
    κυκλώνουν από παντού
                                                     
δεν  είναι  ο  κίνδυνος  που  με χωνεύει  μέσα σου αλλά της
     ομορφιάς σου ο τρόμος

χρόνια ολόκληρα πάλευα                                                                 
να φτιάξω αυτό το ποίημα
ολονυχτίς το έγραφα                                                             
πρωί πρωί δαιμονισμένο
έτρωγε τις λέξεις                 
                                       
ώσπου κάποιο απόγευμα χτύπησε
το κουδούνι ένα ολόλευκο πουλί
 
αν δεν στοιχειώσεις άνθρωπο                                               
το ποίημα δεν στεριώνει 
και μη στοιχειώσεις κριτικό                                                               
μήτ’ επαρκή αναγνώστη             
                                                                                                       
παρά  της άγριας έμπνευσης                                    
την όμορφη την κόρη
που ’ρχεται βάζει τη φωτιά
κι ύστερα παίρνει δρόμο                                                       
κι αφήνει αποκαΐδια ένα σωρό
να τα διορθώσει ο πρωτομάστορας     
                                 
είπε κι εξαφανίστηκε
 
κι εγώ ενεός
έμεινα ν’ αντικρίζω το χαρτί                                                  
βαθιά καμάρα γιοφυριού                                                 
που μέσα γυάλιζε προκλητικά
το δαχτυλίδι

τα ποιήματα που έγραψα
με κυνηγούν για τις αναπηρίες τους
τα ποιήματα που δεν έγραψα
με κυνηγούν για την αφασία τους                                                    
ένας επικηρυγμένος είμαι                                                                 
που για να γλιτώσω
 
γράφω ακόμη

Κριτική

    Η ομορφιά είναι ένας στόχος και για να τον κατακτήσεις πρέπει να περάσεις από κοινωνικές, ιστορικές και προσωπικές συμπληγάδες, όπως όμορφα τις ιστορεί ο ποιητής.
Γιάννης Μπασκόζος
[εφημερίδα Εξπρές, 24 Οκτωβρίου 2004, σελ.16]

Μπροστά στο άπιαστο θαύμα της γυναικείας παρουσίας, ο δημιουργός στέκεται τρομοκρατημένος. Κρύος ίδρωτας λούζει το κορμί του και μέσα σ’ αυτή τη σωματοποιημένη αγωνία λέξεις αναζητά να εκφράσει της επιθυμίας το ανέκφραστον. Στην τέταρτη ποιητική συλλογή του Σ. Κουτσούνη όλα αρχίζουν και τελειώνουν στη θεαματικότητα της φαντασίωσης και όχι στην εκπλήρωση της σάρκας. Γι’ αυτό το αποτέλεσμά του αποκτάει ειλικρίνεια, όταν υπηρετεί των ματιών την πρόσληψη, όταν του πόθου το αντικείμενο κινείται απέναντι από το υποκείμενο της επιθυμίας, ως εικόνα αγχώδους δέους, η πόλη στην οχύρωσή της που ζητά τον κατακτητή της, ως απόσταση που κερδίζεται και χάνεται από την αδυναμία επικοινωνίας πρωτίστως. Ο φόβος του αρσενικού μπροστά στο θηλυκό οδηγεί σε μιαν οιονεί άμυνα ποδοσφαιρικού χαρακτήρος. Στη «Λευκή ισοπαλία» και στο «Γκολ», το άθλημα του ποδοσφαίρου, το γήπεδο και οι κανονισμοί του λειτουργούν ως μεταφορές της ερωτικής επιθυμίας. «Μπαίνω στο κορμί σου / ποδοσφαιριστής σ’ άδειο γήπεδο» και το τελείωμα «όλα τελειώνουν πληκτικά / στο φριχτό και αδιάφορο / μηδέν-μηδέν». Ή: «Μονότερμα με παίζει ο έρωτας / κι εσύ κρατάς πεισματικά / την εστία σου ανέπαφη» και ολοκληρώνεται με το τρίπτυχο «γίνομαι ένα μεγάλο κόκκινο / γκολ που ξεσχίζει το δίχτυ / στα καρέ των ποδιών σου».
    Ο Στάθης Κουτσούνης ξενυχτάει τον έρωτα και ξενυχτώντας τον πλουταίνει στην αγρύπνια του συναισθήματος.
Βασίλης Κ. Καλαμαράς
[εφημερίδα Ελευθεροτυπία - Βιβλιοθήκη, 12 Νοεμβρίου 2004]

Ερωτικοί στίχοι από έναν ποιητή ο οποίος ξέρει να ελέγχει την εκφραστικότητα του λυρισμού του και να δημιουργεί γόνιμο και ιδιαιτέρως πειστικό συγκινησιακό αποτέλεσμα. Ουσιαστική ανάσα σε μιαν εποχή που ο έρωτας έχει αποχωρήσει προκλητικά από την ποίηση.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
[εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 14 Νοεμβρίου 2004, σελ. 30]

Χαρακτηριστικό της συλλογής η έντονη αναζήτηση του δημιουργού για τη θραύση της συμβατικότητας και την εξέλιξη του μοντέρνου.
 
     Έξι χρόνια μετά την τελευταία του συλλογή, Παραλλαγές του μαύρου - 1998, ο Στάθης Κουτσούνης επανέρχεται με τη συλλογή του: Η τρομοκρατία της ομορφιάς. Τα είκοσι επτά ποιήματά της συνθέτουν ένα παζλ διαλόγων με προγενέστερους αλλά και σύγχρονους ποιητές. Έντονα ερωτικός σε κάποια απ’ αυτά και με τάσεις προβληματισμού σε άλλα δεν διστάζει να ενσωματώσει δημώδη ποίηση σε μοντέρνα γραφή αλλά και ν' ακολουθήσει την καβαφική οδό. Δημοσιευμένα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, τα περισσότερα έχουν κοινό τους χαρακτηριστικό την έντονη αναζήτηση του δημιουργού για τη θραύση της συμβατικότητας και την εξέλιξη του μοντέρνου.
     «Δεν είναι ο κίνδυνος που με χωνεύει μέσα σου αλλά της ομορφιάς σου ο τρόμος»·  γράφει στο ποίημά του “κρεσέντο”, απ' όπου και πήρε τον τίτλο της η συλλογή, και ο φαινομενικά απλός και προσωπικός λόγος μεταμορφώνεται με μιας σε συλλογικό.
     Εάν μέχρι πρότινος προσπαθούσαμε με μια λέξη να αποτυπώσουμε το κύριο χαρακτηριστικό της σημερινής ελληνικής ποίησης, το πιθανότερο είναι να καταλήγαμε στη λέξη αβεβαιότητα.  Με εξαίρεση τις ολιγάριθμες προσωπικές διαφοροποιήσεις, το σύνολο του ποιητικού λόγου θα λέγαμε πώς για μεγάλο χρονικό διάστημα βρέθηκε παγιδευμένο στην άρνηση και αποποίηση του παρελθόντος του, προσπαθώντας με νεωτερισμούς να υπερβεί το παρόν κάτω απ' τη βαριά κληρονομιά του υπερρεαλισμού και του μοντερνισμού γενικότερα. Η ανατροπή και το νέο έγιναν τα βασικά ζητούμενα των δημιουργών φτάνοντας σε ακρότητες που όμως κάθε άλλο παρά ωφέλησαν τον ποιητικό λόγο, και το σίγουρο που κατάφεραν ήταν να μειώσουν το ήδη περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Η απάντηση στην κρίση του ελεύθερου στίχου σύμφωνα με αρκετούς πλέον θα πρέπει να συνοδεύεται από την επανασύνδεση με την παράδοση, σε αρμονική συνεργασία με ό,τι όφελος μας άφησε ο υπερρεαλισμός, στην προσπάθεια για μια νέα ποιητική υπέρβαση. Μια διέξοδος που άλλωστε υπήρξε και η «συνταγή» καταξιωμένων ποιητών μας στο παρελθόν ( Κ. Π. Καβάφης, Ελύτης κ.ά.)  με το κρίσιμο ίσως σημείο, αυτό της απόστασης από το σήμερα, να μην υπερβαίνει τη «μια γενιά» ενσωματώνοντας τις προηγούμενες.
     Η «Τρομοκρατία της ομορφιάς», η τέταρτη κατά σειρά ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη μπορούμε να πούμε ότι κινείται στα πλαίσια αυτής της διεξόδου. Έχοντας αποβάλει τα δεσμά της προκατάληψης και με ώριμο λόγο, που είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά της συλλογής, καταθέτει ενώπιον του αναγνώστη τη δική του ποιητική πρόταση ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, τις δικές του ποιητικές προτάσεις. 
     Όπως πριν από κάθε γέννα στο διάστημα κυοφορίας, έτσι και στον χώρο της ποίησης, ζήσαμε στιγμές πόνου, μνήμης αλλά και προσμονής περιμένοντας να γνωρίσουμε τη χαρά μιας νέας άφιξης, λόγου εν προκειμένω.
 
τοκετός
 
συνήθως ωριμάζω στο συρτάρι
όπως το έμβρυο στην κοιλιά
προτού διψάσω για οξυγόνο
ανασαίνω τα νερά
του αμνιακού μου σάκου
 
τρέφομαι με τις σάρκες μου
καταβροχθίζω τις ασχήμιες
τα περιττά κιλά
ώσπου η όρασή μου
να ευφρανθεί στον καθρέφτη
της αυταρέσκειάς μου
 
μεστώνω στο σκοτάδι
 
έτοιμος να γεννηθώ
στο φως των ματιών σου
 
     Το νέο χαρακτηριστικό αποτυπώνεται πλέον στη λέξη: Ωριμότητα, καθώς πληθαίνουν οι φωνές που τολμούν να πορεύονται προς το αύριο με εμφανείς τις πολιτισμικές τους ταυτότητες, τις ποιητικές τους καταβολές, σαν γέφυρες που θα ενώσουν το χθες με το αύριο σε μια διαχρονικότητα. Θα κλείσουμε την παρουσίασή μας με ένα ακόμη ποίημα -δείγμα της ωριμότητας που έρχεται να ενώσει την παράδοση με το σημερινό ποιητικό λόγο.
 
του γιοφυριού της ποίησης
 
χρόνια ολόκληρα πάλευα
να φτιάξω αυτό το ποίημα
 
ολονυχτίς το έγραφα
πρωί πρωί δαιμονισμένο
έτρωγε τις λέξεις
 
ώσπου κάποιο απόγευμα χτύπησε
το κουδούνι ένα ολόλευκο πουλί
 
αν δεν στοιχειώσεις άνθρωπο
το ποίημα δεν στεριώνει
και μη στοιχειώσεις κριτικό
μήτ' επαρκή αναγνώστη
 
παρά της άγριας έμπνευσης
την όμορφη την κόρη
που ’ρχεται βάζει τη φωτιά
κι ύστερα παίρνει δρόμο
κι αφήνει αποκαΐδια ένα σωρό
να τα διορθώσει ο πρωτομάστορας
 
είπε κι εξαφανίστηκε
 
κι εγώ ενεός
έμεινα ν' αντικρίζω το χαρτί
βαθιά καμάρα γιοφυριού
που μέσα γυάλιζε προκλητικά
το δαχτυλίδι
 
     Το δαχτυλίδι λοιπόν είναι εκεί και περιμένει.
Γιάννης Μανιάτης
[ηλεκτρονικό περιοδικό Λέξημα, 5 Δεκεμβρίου 2004]

Αναζητώντας την ομορφιά και την αλήθεια

... η ομορφιά της ποίησης και του έρωτα, προκαλεί τρόμο, όπως θυμίζει ο Στάθης Κουτσούνης στη νέα του συλλογή «Η τρομοκρατία της ομορφιάς» (Μεταίχμιο, σελ. 48). Ο έρωτας και η δημιουργία μετατρέπονται σε ένα κανιβαλιστικό ξεφάντωμα και ο ποιητής συμμετέχει αποδεχόμενος όχι μόνο την ανάλωσή του, αλλά και το ανέφικτο της απόλυτης έκφρασης.

Τιτίκα Δημητρούλια
[εφημερίδα Η Καθημερινή, Επτά ημέρες, Κυριακή 12Δεκεμβρίου 2004, σελ. 11]

Από τις πιο «γεμάτες» ποιητικές δημιουργίες που διάβασα τον τελευταίο καιρό. Στίχος μεστός, στερεος, με επαρκές νοηματικό βάρος και συγκρατημένο - συγκροτημένο αίσθημα. Καλά δουλεμένη η φράση και επιδέξια διαλεγμένη η λέξη.

Σαράντος Ι. Καργάκος
[εφημερίδα ΑΠΟΦΑΣΗ, Σάββατο, 29 Ιανουαρίου 2005]

Παρατηρήσεις στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη
 
Ο Στάθης Κουτσούνης έχει εκδώσει ως τώρα τέσσερις ποιητικές συλλογές: Σπουδές για Φωνή και Ποίηση (Υάκινθος 1987), Τρύγος αιμάτων (Σμίλη 1991), Παραλλαγές του μαύρου (Δελφίνι 1998), Η τρομοκρατία της ομορφιάς (Μεταίχμιο 2004).
     Εγώ δεν είμαι ούτε κριτικός ούτε φιλόλογος. Απλώς πλέκω στίχους, γράφω ποιήματα. Συνεπώς, δεν πρόκειται να προβώ σε κριτική ανάλυση της δουλειάς του Στάθη Κουτσούνη· το μόνο που μπορώ, με αφορμή και την έκδοση της τελευταίας ποιητικής συλλογής του, είναι να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις από την πλευρά ενός ομοτέχνου, να αναφέρω τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει η ποίησή του. Και αυτοί είναι οι εξής:
     Είναι αψιμυθίαστη. Είναι κυρίως φτιαγμένη με ουσιαστικά, και όπου υπάρχουν επίθετα, αυτά είναι τα απολύτως αναγκαία και όχι εκείνα που ονομάζουμε κοσμητικά. Με άλλα λόγια, απουσιάζει παντελώς η ποιητικότητα, ο μεγαλύτερος εχθρός της ποίησης.
     Είναι αφηγηματική. Όλα σχεδόν τα ποιήματα αφηγούνται έναν μύθο, μιαν ιστορία, μια παραβολή. Ανήκει λοιπόν στην κατηγορία των ποιητών «που πλέκουν μύθους και όχι λόγους», όπως έλεγε ο Παλαμάς για τον Καβάφη. Ως εκ τούτου, πρόκειται για μια ποίηση ευανάγνωστη, σε πρώτο επίπεδο, από όλους. Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλα επίπεδα, κάτω από την επιφάνεια των στίχων, για την ανακάλυψη των οποίων απαιτείται η σύμπραξη του κάθε αναγνώστη, η οποία, όπως είναι φυσικό, ποικίλλει από αναγνώστη σε αναγνώστη και εξαρτάται από την παιδεία του, την ευαισθησία του και την ικανότητά του για αποκρυπτογράφηση του κειμένου. Γιατί το καλό ποίημα, ακόμη και όταν είναι αφηγηματικό, είναι ένα κρυπτογράφημα.
     Είναι δραματική. Με την έννοια ότι υπάρχουν σ’ αυτήν δρώντα πρόσωπα, ηθοποιοί που υποδύονται ρόλους. Υπάρχει ο θάνατος που παριστάνει τον Παίχτη και παίρνει το κεφάλι του παπατζή ή τον Χασάπη που, αφού ξελογιάζει με ερωτόλογα την αγελάδα, της χώνει στα σπλάχνα το μόριό του, μαχαίρι ακονισμένο, ή, ακόμη, τον Γαμπρό που ξεπλανεύει τη γεροντοκόρη, υποσχόμενος να την πάρει οριστικά. Υπάρχει επίσης η Καλλιόπη, που παίζει τη δύσκολη ερωμένη και ζητά τον ουρανό με τ’ άστρα για να δοθεί στον ποιητή εραστή της, ή η Πηνελόπη, που, αφού προκάλεσε μια δίχως προηγούμενο σφαγή, μαζεύει όλα τα δώρα που επί χρόνια της προσέφεραν οι μνηστήρες-θύματά της και, σαν ηθοποιός, μετά το πέρας της παράστασης, εγκαταλείπει τη φρικτή σκηνή.
     Ας διαβάσουμε ενδεικτικά δυο ποιήματα:
 
ΕΝΟΡΑΜΑ
 
Χτυπά μεσάνυχτα η πόρτα του στάβλου της
και μπαίνει αποφασισμένος
 
σε θέλω της είπε και της πρόσφερε
ανθοδέσμη από τριφύλλι
 
η αγελάδα ξαφνιάστηκε
μισό λεπτό καθίστε ψέλλισε
κι έσπευσε στο λουτρό κολακευμένη
για να βάλει λίγο κραγιόν
 
αμέσως έπειτα τον άκουσε να λέει
λόγια τρυφερά και παθιασμένα
για την ξεχωριστή περπατησιά της
το συνεσταλμένο βλέμμα της
για το χνότο της που ονειρευόταν μήνες
να τον ζεσταίνει τις νύχτες του χειμώνα
της εξομολογήθηκε πως γούσταρε
ν’ αρμέγει με το στόμα τα μαστάρια της
πως λύσσαγε να γλείφει σαν λουκούμι
τα πλούσια πισινά και τα λαγόνια της
ή να ρουφάει από τα πόδια της το κότσι
 
προς τα χαράματα την είχε καταφέρει
πέσανε και παλέψαν άγρια στον αχυρώνα
λιγωμένη εκείνη από τη γλύκα της γλώσσας
ώσπου ένιωσε μέσα της το μόριο του
μαχαίρι ακονισμένο να τρυγάει τα σωθικά της
να την κόβει αλύπητα ως το κόκαλο
 
όταν ξημέρωσε κρεμόταν κομματιασμένη
στη βιτρίνα του κρεοπωλείου
και στο βάθος του αίματός της
άκουγε τον Χασάπη να την κολακεύει ακόμη
στους λιμασμένους του πελάτες
 
[από την ποιητική συλλογή: Παραλλαγές του μαύρου, 1998]
 
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
 
Κάθε βράδυ στον ύπνο της με τους μνηστήρες
ονειρευόταν σημεία και τέρατα  
                                         
το πρωί ξυπνούσε μουσκεμένη                                            
έπιανε τον αργαλειό και ύφαινε
με υπομονή μέχρι πάθους                                        
το νόστιμον ήμαρ του Οδυσσέα
 
κάποτε κείνος επέστρεψε                                                                 
βλέπει στο σπίτι του ξένους να λυμαίνονται                                    
την περιουσία του να λιμπίζονται
τη γυναίκα του
                          δεν άντεξε
έγινε ανήμερο θεριό που τσάκισε τις αλυσίδες     
                                      
η Πηνελόπη στο κρεβάτι ένιωσε τον πόθο της
να ’χει στερέψει στην προσμονή      
ήταν κι αυτός εξαντλημένος                                                                         
γρήγορα την πήρε ο ύπνος                                                   
και το αποτρόπαιο όνειρο                                                                             
με γλώσσα βάρβαρη οι μνηστήρες                                                                                      
τη βρόμικη έπλεναν τη σάρκα της          
κι εκείνη ουρλιάζοντας με νύχια λυσσασμένα                        
έκοβε λεπίδι τις φλέβες τους                       
     
κάθυγρη πετάχτηκε μεσάνυχτα                               
–ο Οδυσσέας δίπλα ξεφυσούσε αποκαμωμένος–               
και πήγε στη μεγάλη σάλα
 
 
ολόγυρα ζεστά κορμιά                                              
άχνιζε ακόμη το αίμα
κομμένα μέλη ανάμεσα
φωσφόριζαν στο λίγο φως  
κι εκείνη τρέμοντας έγλειφε τις πληγές                                            
δάγκωνε βαθιά να χορτάσει    
                                             
έβαλε ύστερα στη βαλίτσα της                                                                     
τα δώρα που της πρόσφεραν
είκοσι χρόνια τώρα
κι έφυγε απ’ το παλάτι
προτού να ξημερώσει              
                                             
κανείς δεν την ξανάδε από τότε
 
[από την ποιητική συλλογή: Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 2004]
 
     Όπως καταλαβαίνετε, πολλά από τα ποιήματα του Κουτσούνη είναι μικρά, κάποτε μάλιστα ακαριαία, θεατρικά μονόπρακτα. Υπάρχει σ’ αυτά η ίδια σκοτεινή, αδιέξοδη ατμόσφαιρα, το ίδιο μαύρο χιούμορ, ο ίδιος σαρκασμός και αυτοσαρκασμός που συναντάμε στο θέατρο του παραλόγου. Και, φυσικά, υπάρχει επίσης η ίδια μεταφυσική αγωνία: Γιατί ζούμε μια ζωή δίχως νόημα, μια ζωή χωρίς καμιά προοπτική αιωνιότητας; Πρέπει να πω ακόμη ότι συχνότατοι είναι οι διάλογοι στα ποιήματα του Κουτσούνη. Άλλο ένα στοιχείο αυτό της θεατρικότητας του λόγου του.
     Είναι αναγνωρίσιμη, έχει δηλαδή δικό της ύφος. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η ύπαρξη προσωπικού ύφους στην ποίηση, αλλά και στη ζωή γενικότερα, είναι πράγμα πολύ σημαντικό. Διαβάζουμε πολλές φορές στίχους, ενίοτε σπουδαίους, περίτεχνους, γραμμένους ίσως από το χέρι κάποιου «βραβευμένου ποιητή», που μας δίνουν ωστόσο την εντύπωση ότι θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από τον οποιοδήποτε καλό τεχνίτη· δεν έχουν όμως ταυτότητα, δεν έχουν την προσωπική σφραγίδα του δημιουργού τους. Δε φτάνει λοιπόν να κάνεις καλή ποίηση· πρέπει να κάνεις ποίηση με βούλα, κι ας μην είναι τέλεια. Άλλωστε, ως γνωστόν, τελειότητα δεν υπάρχει.
     Είναι ποίηση που ψάχνεται. Όπως είπα τώρα μόλις, τέλειο ποίημα δεν υπάρχει· υπάρχει μόνο η αναζήτηση, η αέναη, εναγώνια αναζήτηση του τέλειου ποιήματος. Αυτό, βέβαια, στην περίπτωση που ο ποιητής είναι άξιος και δεν έχει καβαλήσει το καλάμι, γιατί ξέρω ένα σωρό ανάξιους ποιητές που είναι σίγουροι ότι έχουν γράψει όχι μόνον ένα, αλλά άπειρα τέλεια ποιήματα. Ευτυχώς, ο Κουτσούνης δεν ανήκει σ’ αυτούς· κυνηγάει αδιάκοπα την ουτοπία του τέλειου ποιήματος, γι’ αυτό και εξελίσσεται από βιβλίο σε βιβλίο.
     Είναι ένα καλό δείγμα ποίησης της γενιάς του ’80, μιας γενιάς που έχει δώσει πολύ καλούς ποιητές και πιστεύω ότι είναι ακόμη ακμαία και εξελίξιμη, και όχι καθισμένη και αυτοεπαναλαμβανόμενη, όπως, δυστυχώς, πολύ συχνά συμβαίνει με την ποίηση της δικής μου γενιάς.
Αργύρης Χιόνης
[εκφωνήθηκε στη Στοά του βιβλίου, κατά την παρουσίαση
του βιβλίου Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 1 Μαρτίου 2024]

Ακόμα και ο τίτλος σε προδιαθέτει για το εύκολο συμπέρασμα. Τα 27 ποιήματα του Στάθη Κουτσούνη που κυκλοφορήσανε σε ένα τομίδιο με τίτλο Η τρομοκρατία της ομορφιάς από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σημειολογικά σε παραπέμπουν σε μια ερωτική ποίηση. Το ίδιο πιστοποιεί και ο έγκριτος κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία: «Ερωτική ποίηση από έναν ποιητή ο οποίος ξέρει να ελέγχει την εκφραστικότητα του λυρισμού του και να δημιουργεί γόνιμο και ιδιαιτέρως πειστικό συγκινησιακό αποτέλεσμα. Ουσιαστική ανάσα σε μιαν εποχή που ο έρωτας έχει αποχωρήσει προκλητικά από την ποίηση».
Αρχίζοντας το διάβασμα και καθώς ταξιδεύεις στους στίχους αρχίζεις να χάνεις το στόχο. Ποιο στόχο; Αυτόν που εσύ είχες ορίσει για τον ποιητή. Ο ίδιος προφανώς αλλού στοχεύει, μόνο που διάλεξε ένα ερωτικό περίβλημα να κρύψει τον επικοινωνιακό του κώδικα. Ίσως να πρόκειται για ένα αλαζονικό τρικ ενός κοινωνικά ανίσχυρου ατόμου να προφυλάξει ευαισθησίες και ανησυχίες από την αδηφάγα και ισοπεδωτική μαζική κουλτούρα της εποχής μας.
Προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσεις την εξεταζόμενη ποίηση αντιλαμβάνεσαι πως λειτουργεί αυτοανατρεπτικά χρησιμοποιώντας την ανατροπή σαν σχήμα πρωθύστερο. Δεν το κάνει σε κάποιο ποίημα ή έστω σε κάποιους στίχους για να πεις πως είναι μια επίδειξη δεξιοτεχνίας, μια μαγκιά. Αντίθετα η ανατροπή της έννοιας μέσα στην ίδια την έννοια είναι κατά την ταπεινή και ανειδίκευτη γνώμη μου η κλείδα της κατανόησης και του προσδιορισμού της ποίησης του Κουτσούνη.
Να λοιπόν που ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής έρχεται να επιβεβαιώσει αυτή την υπερφίαλη υπόθεση που επιχειρούμε. Αν η ‘τρομοκρατία’ δεν ανατρέπει την ομορφιά τι άλλο μπορεί να γίνεται; Προχωρώντας λίγο παρακάτω βλέπουμε πως το πρώτο ποίημα επιγράφεται «Επίλογος».Θα μπορούσα να δεχτώ πως πρόκειται για ένα ευρηματικό παιχνίδι αν το όλο θέμα είχε εξαντληθεί μόνο στον τίτλο. Ας δούμε όμως τους στίχους:
 
όλη τη νύχτα υλοτομούσα το κορμί σου          
                               
με βρήκε το πρωί κομματιασμένο                                                                        
ανάμεσα στις τρομερές                                                         
σκλήθρες της ομορφιάς σου              
                                  
Να λοιπόν που ο υλοτόμος καταλήγει υλοτομημένος με καταλύτη αυτής της ανταλλαγής των ρόλων την ομορφιά. Η ίδια λογική διέπει όλα τα ποιήματα της συλλογής, όλα μα όλα. Να τι γράφει στο ποίημα που έχει τίτλο «Η Καλλιόπη»
 
[…]
 
για να γίνω εγώ ερωμένη σου                                               
πρέπει σαν δούλος να με υπηρετείς                         
δίχως φαΐ δίχως νερό                                                
να γδέρνεις όλη νύχτα το πετσί σου             
και κάθε αυγή να το κρεμάς στον ήλιο                     
να σφυροκοπάς τα σπλάχνα σου                             
ξίδι κι αλάτι να τους βάζεις
κι ωστόσο αυτό δεν φτάνει
πρέπει να ’χεις και δύναμη
να με κομματιάζεις
όταν ασχημίζω                                                                                   
και να με καις
αδιάκοπα χωνεύοντας
τις στάχτες που απόμειναν
εγκυμονώντας με ξανά
χωρίς κανένα βογκητό
χωρίς καμιάν ελπίδα
 
και τότε πάλι βλέπουμε
 
Η ίδια λογική, ο ίδιος κώδικας και στα ποιήματα «Ελένη», «Η αλήθεια για την Πηνελόπη» κ.ο.κ. Έτσι μέχρι εδώ έχουμε καταλήξει πάνω στη λογική της ποίησης του Κουτσούνη όταν στη σελίδα 21 έρχεται το ποίημα «Κρεσέντο» να ανατρέψει όλη την υπόθεση της ανατροπής.
 
είναι  ο  κίνδυνος  που με συνεπαίρνει  μέσα σου  κι εκείνες
    οι  πτυχές  απ’  το κορμί  σου  δρόμοι που  οδηγούν  στην
    παράκρουση                                 
τα πόδια σου ποτάμια κι η μαύρη τους  πηγή καθρέφτης να
     με  τραβάει αδιάκοπα στα πρώτα μου νερά
κι όταν η  φούστα  λύνεται  ελευθερώνονται  πουλιά  λάμπει
    λουσμένος  στη  δροσιά ο σιτοβολώνας      σιτάρι   γεμίζει
    το κρεβάτι να θρέψει αγρίμια πεινασμένα    
αγρίμια  που μουγκρίζουν με  απόγνωση  γυρεύουνε  τροφή
    να   ξεδιψάσουν  θέλουνε  στη  ρεματιά  σου  ν’  ανέβουν
    στα ψηλώματα να τσακιστούνε στα φαράγγια σου                
εσύ   ακάθεκτη   καρφώνοντας   τ’   αριστερό   τακούνι   στα
    πλευρά   μου   ανάσκελα   βυζαίνεις   την    ορμή          να
    πληρωθεί το στόμα σου το απέραντο                                                     
κι η  γλώσσα μου αμνάδα  βόσκει  άπληστα το  χορτάρι σου
    το   δέρμα   αποκάτω   αγριεύει        βαθιές   ανάσες  μάς
    κυκλώνουν από παντού
                                                     
δεν  είναι  ο  κίνδυνος  που  με χωνεύει  μέσα σου αλλά της
     ομορφιάς σου ο τρόμος
                                                        
Αυτό το ποίημα έχουμε λόγο να υποθέσουμε πως είναι κλειδί του κλειδιού της κωδικής παρασημαντικής αυτής της ποίησης. Αν διαβάσεις προσεχτικά το ποίημα θα αντιληφθείς την ύπαρξη μιας ανιμιστικής πίστης στην οποία περνά μόνο ο μυημένος, μόνο από έναν δρόμο και μόνο με τη βιωματική εμπειρία. Σε αυτό το μεταφυσικό επίπεδο όλες οι επιμέρους ανατροπές έχουν συντελεστεί και οι επί μέρους ανατροπές είναι το «ποιητικό αίτιο» με την σημασιολογική και όχι την συντακτική έννοια της συντελούμενης μεταρσίωσης.
Δεν μπορούμε στην σύντομη αυτή κριτική προσέγγιση της ποίησης του Στάθη Κουτσούνη να εμβαθύνουμε παραπάνω. Πιστεύω πως η συλλογή αυτή είναι σταθμός για τον ποιητή και την ποίησή του. Παρακάμπτω τις όποιες αντιρρήσεις ή συμφωνίες μου σε ζητήματα αισθητικής, θεματολογίας κλπ. Ίσως σε κάποια άλλη ευκαιρία να αναφερθούμε στον ποιητικό λόγο καθαυτό, που κατά τη γνώμη μου έχει φτάσει σε ένα σημείο βαθιάς ωριμότητας, και περιορίζομαι να επισημάνω μια μακρινή συγγένεια με την ποίηση δυο ποιητών του μεσοπολέμου, του Γ. Σαραντάρη και του Μ. Καπετανάκη. Ωστόσο ο ποιητής μας, εν προκειμένω, δεν είναι ένας θιασώτης της μεταφυσικής ούτε ένας εξ αποκαλύψεως μύστης. Είναι ο οδοιπόρος της μύησης με αστρικό οδηγό την ανατρέπουσα ομορφιά. […]
Νίκος Χειλαδάκης
[εφημερίδα Νέα Ζωγραφοτυπία, τεύχος 3, Μάρτιος 2005, σελ. 11]

Στην άβυσσο της ομορφιάς

Τα νέα ποιήματα του Στάθη Κουτσούνη, τα οποία περιλαμβάνονται στην ποιητική συλλογή με τον προϊδεάζοντα τίτλο Η τρομοκρατία της ομορφιάς, συνιστούν περιηγήσεις στην ερωτική νύχτα, ήτοι ανιχνεύσεις αλλά και εμβαθύνσεις στο πρόσωπο του απέναντι φύλου και, ακόμα, ανατομικές αναψηλαφήσεις αυτής της ίδιας της ποίησης και του ποιήματος. Ο προϊδεασμός αυτός επιτείνεται και με το πρώτο ποίημα, που τιτλοφορείται «επίλογος» και μας εισάγει ανάστροφα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Ο ποιητής βιάζεται και προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη, ..., αναγκάζοντάς τον, κατά κάποιο τρόπο, να διεξέλθει αναγνωστικά τις σελίδες κάτω από τις δικές του επιθυμίες πλεύσης. Έτσι μας φέρνει αμέσως αντιμέτωπους με το ερωτικό παρανάλωμα και τις συνέπειές του πάνω στους ολότελα δοσμένους εραστές ή διακονητές μιας ομορφιάς.
Η ποιητική αυτή έξαψη λόγω της ερωτικής αυτοδιάλυσης προσεγγίζει ικετευτικά την Τιμωρό Ομορφιά μέσα από έναν αλυσιδωτό διαμελισμό σωμάτων και σκέψεων. Ο ποιητής υποτάσσεται σε ένα προκαθορισμένο βιολογικά και πνευματικά τάμα. Το έργο τέχνης μορφοποιείται πλέον ως προϊόν μιας υπόσχεσης και μιας αναγκαιότητας απαράγραπτης. Γι’ αυτό και ο λόγος εξέρχεται υποσχετικός και ευεργετικός. Γίνεται ένα εργαλείο οργώματος, έστω και σε έδαφος αντίξοο και πετρώδες, γιατί η δημιουργία, προκειμένου να υπακούσει στις σκοτεινές εσωτερικές φωνές, διαλέγει πάντοτε τον χρόνο και όχι τις συνθήκες. Ο παραγόμενος καρπός της αφιερωματικής αυτής αγάπης είναι φως, ενώ ο αγώνας της αίμα. Όμως ο αγώνας αποβαίνει ταυτόχρονα και αίνος προς ό,τι όμορφο και υψηλό, προς κάθε σοβαρό αίσθημα, προς κάθε ιδέα έμφορτη αλησμόνητων στιγμών. Η ευλαλία της φαντασίας εργάζεται αδιάκοπα, παράγοντας λέξεις που νοηματοδοτούν την υποταγή στην αγάπη, που είναι μια δουλεία με αυταπάρνηση.
Το κορμί σου θάλασσα φουσκωμένη // κοιτάζω τα κύματα πώς ανθίζουν / και χάνομαι // χύνομαι μέσα σου ποτάμι / να σμίξουν τα νερά μας / στην άβυσσο της ομορφιάς // εκεί που ανοίγει σελίδα κόκκινη / από μέσα το φύλο σου / να καρφώνω τα άρρητα / ποιήματά μου…
Ο λόγος λοιπόν ρηξικέλευθα ερωτικός, αλλά το ποίημα δεν ξεχνάει να λαξεύει και την επί μέρους δική του υπόσταση, προτείνοντας την απεικόνισή του ως γραμμικό σκαρίφημα, ώστε να επεμβαίνει διαχρονικά και να ενώνει παρελθόν, παρόν και μέλλον και να μη μένει ποτέ ως θήκη κενή του ανέκφραστου. Η παράλληλη αγωνία της μορφής και η προβολή των εναγώνιων εναλλαγών στη σύλληψη και την κυοφορία του ποιήματος μαρτυρούν την έφεση του ποιητή για την καλλιέργεια μιας ποίησης για την ποίηση. Η θηλυκού γένους δημιουργία τον φέρνει αυτοδίκαια κοντά στις ερωτικές ηρωίδες της ιστορίας, οι οποίες παρελαύνουν στη συλλογή μέσα από όρκους ερωτικής πίστης ή και μανίας προς το αχαλίνωτο. Ο ερωτογενής αυτός χαρακτήρας του ποιητικού λόγου και αντίκρυ η εν πολλοίς απρόσωπη γυναίκα, ως ένα κόσμημα κυρίως της συλλογικής μοίρας ή ως σύμβολο της αενάως επανατροφοδοτούμενης τέχνης, κανοναρχεί πάνω σε καθημερινά τραγούδια, κυριολεκτικά του χαμού και της απωλείας.
Έτσι όλα μας οδηγούν στην αναζήτηση μιας κρυφής απόγνωσης εξ αιτίας του ανολοκλήρωτου, αυτής της πλατιάς αίσθησης με την οποία τοποθετούμεθα μέσα στον κόσμο, η οποία δημιουργικά εκφράζεται με τα επάλληλα κρεσέντα της απελπισίας ενός αμήχανου μπροστά στο χείλος αχόρταγου βυθού. Όλα λοιπόν εντείνουν στην κατάδειξη της υπαρκτικής δίψας για κατάκτηση του ελλείποντος άλλου, για ένα συμπλήρωμα εν μέσω αόριστων και απροσδιόριστων επιθυμιών. Γι’ αυτό και μια μπουκοφσκική τρέλα διατρέχει πολλούς από τους στίχους των ποιημάτων της συλλογής αυτής, εκλιπαρώντας να κατέλθουν οι αμυχές της καθημερινής φθοράς ή και οι εμβολισμοί του άφατου και του ανέκφραστου μέσα στο καλλιτέχνημα. Ο στόχος πάντα είναι να δοθεί σάρκα σε μια χωρίς όρια υποταγή στο πάθος και το άχθος της κυριαρχικής πάνω στο βίο μας ομορφιάς. Στον έρωτα δεν υπάρχει ανέπαφο πεδίο που να μην αλώνεται από την υπερβολή και τη θυσία. Το ίδιο και στην τέχνη. Τα πάντα είναι πληγές. Η γυναίκα, και μαζί της η ποίηση, παραμένει μονίμως απέναντι στο στόχαστρο της καθημερινής δράσης, ως ένας οιστρήλατος πόθος, αλλά και μια νοσταλγία και ένα έλεος που τροφοδοτούν με φως τη σκοτεινή μας μνήμη. Και μ’ αυτή τη φωτεινή μνήμη αντιμετωπίζεται καλύτερα το κάθε σκοτεινό, που μας περιμένει, μέλλον.
Ηλίας Κεφάλας
[εφημερίδα Η Κυριακάτικη Αυγή, 27 Μαρτίου 2005]

Το τέταρτο βιβλίο σε απόσταση δεκαεπτά ετών από το πρώτο και έξι ετών από το προηγούμενο είναι αυτό του Στάθη Κουτσούνη. Ολιγογράφος,  ξεκίνησε την πορεία του με τις «Σπουδές για Φωνή και Ποίηση», εκδόσεις Υάκινθος 1987,  για να μας παραδώσει στα τέλη του 2004 μιαν καθαρή και γενναία ομολογία της τρομοκρατίας που επιμένει ν’ ασκεί επάνω του η ομορφιά της Ποίησης. Και αντιγράφω την Ποίηση με κεφαλαίο Π για να καταδείξω πως επιχειρεί να μυθολογήσει με τα ποιήματά του μιαν άνιση πάλη μεταξύ της τέχνης και του τεχνουργού, μεταξύ του Ποιήματος Όντος και του ποιητή του, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις μοιάζει αυτός να είναι το εύγνωμον δημιούργημα. Κι ακόμα πως ενσαρκώνοντας μιαν Ποίηση αρχέτυπη, μάνα και ερωμένη, απειθάρχητη και ανήμερη, εντέλει μας εκμυστηρεύεται μια λυτρωτική ήττα, όπως τη βιώνει, του ανθρώπου ο οποίος αποδέχεται πως δεν επινόησε αλλά επινοήθηκε από το λόγο.
Διαβάζουμε «…για να γίνω εγώ ερωμένη σου/ πρέπει σαν δούλος να με υπηρετείς/ δίχως φαΐ δίχως νερό/ να γδέρνεις όλη νύχτα το πετσί σου/ …» Και το ποίημα «αγέρωχο πάντα διαφεύγει/ μέσ’ απ’ τα χέρια του ποιητή» Και «Χρόνια ολόκληρα πάλευα/ να φτιάξω αυτό το ποίημα/ ολονυχτίς το έγραφα/ πρωί πρωί δαιμονισμένο/ έτρωγε τις λέξεις/ …» Και «…του ποιήματος τα χάσματα/ είναι ταφόπλακες/ για τις θαμμένες λέξεις/ βαθιά μέσα στο σώμα του».
Η «Τρομοκρατία της ομορφιάς» είναι η πρόωρη και συνάμα ώριμη, από μιαν αντίστροφη οπτική, ποιητική ενός γράφοντα που αναζητεί τον ποιητή εντός του, όπως ίσως ένας καλόγερος θ’ αναζητούσε το Θεό μέσα του. Γι’ αυτό και δε διστάζει άλλοτε να χαρακτηρίζεται ανάξιος κι άλλοτε να τα βάζει με την αβάσταχτη ισχύ αυτής της τέχνης που νιώθει πως τον έχει κυριεύσει. Και αυτό που εννοώ με την αντίστροφη οπτική, είναι ότι αφού ο αληθινά ταπεινωμένος είναι αυτός που κάποτε δικαιώνεται έτσι ίσως κι εκείνος που αληθινά υποτάσσεται στην εξουσία του λόγου μπορεί και να καθαγιάζεται  σε ποιητή.
Η αίσθηση μιας εσωτερικής, επίμονης και σχεδόν επικής πάλης υπογραμμίζεται στο βιβλίο εξ αρχής. Είναι η ιδιότυπη ανατροπή να ξεκινά με ένα ποίημα το οποίο τιτλοφορείται «επίλογος» κι όπου διαβάζουμε πως ενώ «όλη τη νύχτα υλοτομούσα το κορμί» (της ποίησης) «το πρωί με βρήκε κομματιασμένο» (τον ποιητή). Επιβεβαιώνεται με τον τίτλο του δεύτερου ποιήματος «Καλλιόπη», το όνομα δηλαδή της μούσας της επικής ποίησης, και με την ίδια ευθύτητα συνεχίζεται έως τέλους με τον «επίδοξο ποιητή» να δηλώνει «τα ποιήματα που έγραψα/ με κυνηγούν για τις αναπηρίες τους/ τα ποιήματα που δεν έγραψα/ με κυνηγούν για την αφασία τους/ ένας επικηρυγμένος είμαι/ που για να γλιτώσω// γράφω ακόμη». Ο ποιητής επιχειρεί με ειλικρίνεια να μοιραστεί μαζί μας μιαν πορεία προς την αυτογνωσία του και μετουσιώνει καθοδόν αυτήν τη πορεία από μάχη σε κλίνη ερωτική κι από ιερό δέος σε υμνητικό θαυμασμό. Η Ποίηση είναι το υπέρτατο ερωτικό Ον, αυτό που οφείλει ο ποιητής σ’ αυτήν, να πάσχει απ’ αυτήν και να την ζει ως ακριβή αγαπημένη. Υπάρχει μάλιστα μια ιδιαίτερη συνοχή σ’ αυτήν του την πρόθεση και το βιβλίο θα έλεγα πως είναι στην ουσία του ένα και μόνον ποίημα, αν και μάλλον αυτή η ενότητα υπονομεύεται από δύο ποιήματα, «Ελένη» και «η αλήθεια για την Πηνελόπη», τα οποία και δεν εντάσσονται εύκολα στο θεματικό σώμα του βιβλίου. Αυτά μοιάζουν περισσότερο με δύο ιστορικής αφορμής ποιήματα τα οποία ανατρέπουν στην ανάπτυξή τους την ιστορία που περιέχουν μ’ έναν έντονο και διαφορετικό ερωτισμό αλλά χωρίς κάποια νύξη για το αν ίσως σχολιάζουν μεταφορικά την ποίηση και ως εκ τούτου μένουν μετέωρα εκτός συλλογής.
Και παρόλο το θείον πάθος που παραδέχεται και περιγράφει στο βιβλίο αυτό ο Στάθης Κουτσούνης, ο κείμενος λόγος του είναι ήρεμος και ουσιαστικός με κάποιον εσωτερικό τρόπο. Οι λέξεις, οι στίχοι μοιάζουν να έχουν φτάσει στο χαρτί απ’ ευθείας από το ποιητικό εργαστήριο του δημιουργού τους χωρίς να περικλείουν κάποια πρόθεση να υπερασπιστούν ένα προσωπικό στίγμα, μιαν αντιστοίχως, με αυτήν που περιγράφουν, έντονη σχέση με τον εμπνευστή τους. Δεν θα βρούμε σ’ αυτά τα ποιήματα λεκτικές, συντακτικές ιδιαιτερότητες ούτε τολμηρές εικόνες. Είναι αντίθετα λόγος αποφλοιωμένος, λόγος σχεδόν γυμνός και διαβλέπω σε τούτο μιαν πρόθεση να φανεί ολοκάθαρος  ένας γνήσιος σεβασμός, η σεμνότητα και άρα ο τρόμος, του γράφοντα ενόσω αυτός βρίσκεται στα άδυτα των αδύτων της μυθοποιημένης του τέχνης. Ο επιτηδευμένα αδιάφορος συγκερασμός ατόφιου δεκαπεντασύλλαβου, καβαφικού ερμαφροδιτισμού ποιητικού και/ή πεζού, η κατά μίαν έννοια ιδιωτεία –ως προς την αφέλεια– της γενιάς του ’70 να μιλά γράφοντας και να γράφει μιλώντας, όλα μαζί βρίσκουν έδαφος και καλλιεργούνται στο βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη.
«…κι έπειτα κορίτσι μου μαζί σου/ κάνω κι εγώ γυμναστική/ είχα κυρτώσει τόσα χρόνια/ θυμάσαι πώς ήμουν όταν ήρθες/ νους υγιής εν σώματι μη υγιεί/ ενώ τώρα περπατάω ντούρος/ και μεταξύ μας/ έχω αυξήσει και τις κατακτήσεις μου/ …»
Προσβλέπω πως το βιβλίο αυτό θ’ αποτελέσει ένα προγεφύρωμα για το δημιουργό του γιατί μου αφήνει μια σχεδόν βέβαιη πίστη πως μ’ αυτό ξεκαθαρίζει τις σχέσεις του με τη γραφή ώστε να κάνει εντέλει εκείνο το καίριο βήμα κατευθείαν μέσα στο τρομακτικό χάος της ομορφιάς του λόγου χωρίς κανέναν ενδοιασμό και χωρίς καμίαν αναστολή. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που θα ήθελε ο καθένας μας ν’ αφήνεται στον έρωτα, να ζει ή να πεθαίνει.
«…/νομίζω μωρό μου πως/ την έχω πατήσει μαζί σου/ έτσι όπως με οδηγείς ανεπαίσθητα/ σε βάθη άγνωστα του εαυτού μου».
 
Γιώργος Παναγιωτίδης
[περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 33, Απρίλιος 2005, σελ. 124-125]

Τούτη η τέταρτη συλλογή του ποιητή με τον τίτλο Η τρομοκρατία της ομορφιάς έχει ως μότο ένα στίχο του Yves Bonnefoy από το Hierrégnant désert : «Celle qui ruinel’ être, la beauté». Ο Στάθης Κουτσούνης, μετά το Σπουδές για Φωνή και ποίηση (1987), το Τρύγος αιμάτων (1991) και το Παραλλαγές του μαύρου (1998), επανέρχεται με μια συλλογή πλημμυρισμένη με ερωτισμό, που περιέχει 27 ποιήματα, από τα οποία μερικά είναι ολιγόστιχα (π.χ. το “Αυτάρκεια”: «Εγώ τρέφομαι με το γάλα της / αυτή με το χυμό μου») και ορισμένα καταλαμβάνουν τρεις ολόκληρες σελίδες (π.χ. “Η ανίατη”). Στα ποιήματα υπάρχουν λέξεις ερωτικές, φράσεις ερωτικές και σκηνές ερωτικές που χαρακτηρίζουν ολόκληρη τη συλλογή, αρχίζοντας από το πρώτο, που μολονότι μπαίνει στην αρχή φέρει τον τίτλο “Επίλογος”: «Όλη τη νύχτα υλοτομούσα το κορμί σου // με βρήκε το πρωί κομματιασμένο / ανάμεσα στις τρομερές / σκλήθρες της ομορφιάς σου».
Αντικείμενο του πόθου τού ούτως ειπείν αφηγητή φαίνεται να είναι μια γυναίκα ή διαφορετικές γυναίκες. Άλλωστε, κάποια ποιήματα τιτλοφορούνται με γυναικεία ονόματα (π.χ. “Η Καλλιόπη”, “Ελένη”) ή αναφέρονται σε γυναικεία ζητήματα και καταστάσεις (π.χ. “Τοκετός”, “Η αλήθεια για την Πηνελόπη”, “Η ανίατη”). Αλλά και η ποίηση ως αντικείμενο πόθου μα και πάθους (όπου πάθος εδώ σημαίνει αρρώστια) παίζει βασικό ρόλο στην παρούσα συλλογή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μέσα στους στίχους των ποιημάτων κρύβεται μια γυναίκα, ακόμα και σ’ εκείνα τα οποία εκ πρώτης όψεως πραγματεύονται το ζήτημα της ποίησης (π.χ. “Το ψωμί και η ποίηση”, “Το ποίημα”, “Του γιοφυριού της ποίησης”, “Επίδοξος ποιητής”). Η συγκεκριμένη γυναίκα παιδεύει τον αφηγητή, τον φτάνει στα όριά του, είναι αδίστακτη, πανούργα, δεν του χαρίζει εύκολα το κορμί της, τον εγκαταλείπει, τον τρομοκρατεί, του φέρεται βίαια κι επιθετικά, κι όταν δεν τον «αποτελειώνει με το μυτερό // καρφί της ρώγας» της, τον εξουθενώνει.
Ποίηση και γυναίκα λοιπόν. Όχι ποίηση και έρωτας, όχι αισθήματα και καρδιοχτύπια, όχι κλάματα και οδυρμοί για την απώλεια του ερωτικού αντικειμένου. Ο έρωτας μνημονεύεται μόνο μια φορά, στο ποίημα “Το γκολ”: «Μονότερμα με παίζει ο έρωτας / κι εσύ κρατάς πεισματικά / την εστία σου ανέπαφη». Επομένως ο αφηγητής (κάθε ποίημα έχει και μια υπόθεση με ζωντανούς ήρωες που κινούνται, που δρουν) αναφέρεται στο ερωτικό παιγνίδι καθ’ εαυτό, παιγνίδι σωμάτων αποκλειστικά, παιγνίδι που προκαλεί επιθυμία, υπόσχεση, απογοήτευση, απόγνωση. Εξάλλου, στο ποίημα “Χάσματα” το ίδιο το ποίημα προσωποποιείται, αποκτά τις ιδιότητες ενός όντος που ερεθίζεται μα και μεταμορφώνει, θεραπεύει, κοροϊδεύει ή αφανίζει: «χυμούσε με μανία στο μελάνι / ρουφούσε και ξέρναγε / τις λέξεις μία μία // ξεχώριζε τις κλινικά νεκρές / (όσες μπορούσε τις ανάσταινε) / ύστερα νοσήλευε τις άρρωστες / τις μεταμόρφωνε / άλλες θεράπευε / κι άλλες αφάνιζε / έβγαζε τη γλώσσα του / πινελάκι του μπλάνκο / και τις έχαφτε». Πότε με πίκρα, πότε με σαρκασμό, ο αφηγητής αναλαμβάνει να μιλήσει για τον εαυτό του και την ποιητική του οντότητα. Στο “Αναλογίες (δοκίμιο)” συγκρίνει τον δημιουργό ποιημάτων με τις ιέρειες της Αφροδίτης, επισημαίνοντας την αχρηστία του και εν τέλει την έλλειψη κοινωνικής προσφοράς εκ μέρους του: «ο ποιητής μοιάζει με γερασμένη πόρνη / που όλο και λιγότεροι / πελάτες επισκέπτονται».
Κάθε ποίημα που περιέχεται στην Τρομοκρατία της ομορφιάς, εκτός των άλλων αποφθεγμάτων που εσωκλείει, ολοκληρώνεται κάπως επιγραμματικά, ή έχει ένα τέλος χωρίς happy end. Το τέλος αυτό ενίοτε είναι απαισιόδοξο, λίγες φορές είναι ελπιδοφόρο, συχνά είναι πικρό, μα πάντοτε διέπεται από ζωή και κίνηση. Π.χ. «έτοιμος να γεννηθώ στο φως των ματιών σου», «κανείς δεν την ξανάδε από τότε», «όλα τελειώνουν πληκτικά / στο φρικτό και αδιάφορο / μηδέν-μηδέν».Το πιο ωραίο απ’ όλα τα επιγραμματικά τέλη είναι το «γράφω ακόμη», με το οποίο κλείνει αυτό το ερωτικό βιβλίο.
 
Φίλιππος Φιλίππου
[περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 128, Απρίλιος-Ιούνιος 2005]

Στο κλίμα των Παραλογών

Η συλλογή αυτή είναι η τέταρτη του Στάθη Κουτσούνη. Μετά τον Τρύγο των αιμάτων και τις Παραλλαγές του μαύρου –η δεύτερη και η τρίτη συλλογή του–, έχουμε την Τρομοκρατία της ομορφιάς. Η λέξη που μας συνδέει με τους τίτλους των προηγουμένων είναι η τρομοκρατία. Ωστόσο, υπάρχει η λέξη ομορφιά. Όπου ομορφιά μπορεί να είναι οτιδήποτε τείνουμε, χωρίς να μπορούμε να το φτάσουμε και νιώθουμε ανήμποροι, ανάπηροι και ακρωτηριασμένοι από την ανημπόρια μας. Όπου ομορφιά μπορεί να είναι μια όμορφη γυναίκα αλλά και η ποίηση. Αυτή η ομορφιά είναι τρομερή, τρομακτική.
Οι τόνοι χαμηλώνουν. Οι εικόνες φρίκης γίνονται λιγότερο έντονες. Δεν είναι ότι τις συνηθίσαμε από τις προηγούμενες συλλογές του και μας επηρεάζουν λιγότερο. Ο ποιητής χαμήλωσε την ένταση. Και σωστά. Γιατί αλλιώς θα είχαμε επανάληψη. Τώρα, χωρίς να αλλάζει ριζικά το σκηνικό, τα ποιητικά εργαλεία και τα σύμβολα, έχουμε ένα άλλο κλίμα, πιο ήπιο. Που βγάζει όμως σε νέους δρόμους.
Το ποιητικό υποκείμενο είναι ο άντρας που προσπαθεί να κερδίσει την αγαπημένη. Αυτή, άλλοτε του υποτάσσεται, άλλοτε καραδοκεί, μυστηριώδης και σκοτεινή, και τον υποτάσσει σε έρωτα βασανιστικό. Η απώτερη αγαπημένη, που διεκδικεί με πάθος: η ίδια η ποίηση.
Έχοντας την άνεση των φιλολογικών σπουδών του, ο Κουτσούνης ανταμώνει στην ποίησή του την αρχαιογνωσία με το δημοτικό τραγούδι. Έτσι έχουμε τις ποιητικές αναφορές του στην «Ελένη», στην «Αλήθεια για την Πηνελόπη», στην «Καλλιόπη». Η Ελένη, σε μια διαφορετική εκδοχή από όσες ξέρουμε: με αμείωτη την ερωτική της μανία μέσα στον χρόνο, θρηνεί για όσες Τροίες δεν κούρσεψε ο πόθος των αντρών γι’ αυτήν. Μαινάδα και η Πηνελόπη, με στερεμένο τον πόθο για τον άντρα που επέστρεψε αργά, γεύεται τα κορμιά των ήδη νεκρών μνηστήρων και φεύγει, για πάντα, προς άγνωστη κατεύθυνση. Στο ποίημα «Η Καλλιόπη» η μούσα μιλά με τον λόγο του δημοτικού τραγουδιού, του παραμυθιού, τον λόγο που ντύνονται οι κατάρες και τα μάγια. Η μούσα απαιτεί από τον άντρα που τη θέλει για ερωμένη του να περάσει τα μύρια βάσανα. Του βάζει δοκιμασίες φριχτές, για να δεχτεί να γίνει ερωμένη του. Ο άντρας είναι ο ποιητής. Έχουμε ένα πολύ καλό ποίημα ποιητικής. Την έμπνευση δεν την αξιώνεται ανώδυνα ο ποιητής. Και ποτέ δεν είναι δεδομένη. «Και τότε πάλι βλέπουμε», τελειώνει το ποίημα.
Στο ποίημα ποιητικής, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος, «Του γιοφυριού της ποίησης», το κλίμα του δημοτικού τραγουδιού είναι εμφανές, καθώς και η αναφορά στη συγκεκριμένη παραλογή, του «Γιοφυριού της Άρτας». Η έμπνευση περιμένει προκλητική, χρυσό δαχτυλίδι σε βαθιά καμάρα γεφυριού: στο άσπρο χαρτί. Στην ποίηση του Κουτσούνη εισχωρούν τα σκοτεινά στοιχεία των παραλογών. Εκεί που ο πόθος, το πάθος και ο έρωτας συναντιούνται με τον θάνατο. Όπως συναντιέται και η ζωή με τον θάνατο, ο επάνω με τον κάτω κόσμο. Ας σημειωθεί ότι η σύνδεση με τον λόγο του δημοτικού τραγουδιού αρχίζει από την προηγούμενη ποιητική συλλογή –Παραλλαγές του μαύρου, 1998, σε τρία από τα τελευταία ποιήματα της συλλογής: «Το φλιτζάνι», «Το συστημένο» και «Η έξοδος».
Τα ποιήματα που ονομάζουμε ποιητικής είναι, όπως τα μέτρησα, 13, σε σύνολο 27 ποιημάτων της συλλογής. Σημαντικό ποσοστό. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι πολλά από τα ποιήματα ποιητικής είναι και ερωτικά. Στο «Απόσταγμα» μάλιστα, η τρομερή ομορφιά συνδέεται με την ποιητική έμπνευση. Μια μετάγγιση στίχων στα δύο πρόσωπα που μπλέκονται ερωτικά: και τ’ αγκίστρι σου χταπόδι / σφίγγοντας στα πλοκάμια σου / το βλέμμα μου / καθώς άδειαζε από φως / για να πληρωθεί την τρομερή ομορφιά / των ποιημάτων σου. Στην «Ανίατη» εμφανίζεται το παράδοξο μπλέξιμο ασθένειας-έρωτα-ποίησης, εφόσον ορίζεται κατ’ ανάγκην ερωτική η σχέση του ασθενούς με την ανίατη ασθένειά του, τρόπος ικεσίας στον πόνο, με προκύπτουσα την ποιητική γραφή και εκτόνωση τις νύχτες της αγρύπνιας.
Στα ερωτικά ποιήματα, γενικά, κυριαρχούν η ερωτική πρόκληση και το γυναικείο σώμα. Δηλωτικά τα σύμβολα: η πηγή, η τροφή, η γεύση, οι χυμοί, αλλά και το δόκανο, η λεπίδα, το αιχμηρό φονικό στήθος. Οι συνειρμοί του γκολ και της λευκής ισοπαλίας είναι πιο εύκολοι θα έλεγα, και πιο τρέχοντες. Ο έρωτας είναι πάλεμα. Και, όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, το ποιητικό υποκείμενο-άντρας τρυγά την ηδονή, αλλά ο τρόμος παραμονεύει. Αυτή η πράξη δεν είναι ανώδυνη και αναίμακτη. Τα ρήγματα, τα τραύματα και οι πληγές είναι του άντρα. Ανθρωποφάγο το σμίξιμο. Υπάρχει ομορφιά, καταλυτική, τρομακτική. Ο τρόμος είναι της ομορφιάς:
–με βρήκε το πρωί κομματιασμένο / ανάμεσα στις τρομερές / σκλήθρες της ομορφιάς σου («επίλογος»).
–δεν είναι ο κίνδυνος που με χωνεύει μέσα σου αλλά της ομορφιάς σου ο τρόμος («κρεσέντο»).
Ωστόσο, δεν υπάρχει στα ποιήματα της συλλογής αυτής ο εφιαλτικός “έρωτας” της προηγούμενης συλλογής του. Εκεί κυριαρχούσαν οι σκηνές σφαγείου. Εδώ έχουμε μαινάδες, αλλά σίγουρα η φρίκη ελαττώνεται.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο σύγχρονος ποιητής προσπαθεί μέσα από τις εικόνες φρίκης, με μια άλλη αξιοποίηση των διδαγμάτων του υπερρεαλισμού, να ξορκίσει τους εφιάλτες της καθημερινότητας. Ο Μίλτος Σαχτούρης είχε εξομολογηθεί στον Γιάννη Δάλλα: «Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες. Με μάσκες ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει απαράλλαχτα και με τις μάσκες των ιθαγενών».* Ο Σαχτούρης ξόρκιζε τους τρομερούς εφιάλτες της εποχής που τον μεγάλωσε. Οι ποιητές των ημερών μας προσπαθούν να ξορκίσουν τους εφιάλτες της καθημερινής ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων, εφιάλτες διόλου ευκαταφρόνητους, καθώς φαίνεται –πόσο είναι επηρεασμένοι από τις εφιαλτικές εικόνες, το παράλογο, τις ανατροπές του Σαχτούρη, αυτό είναι δουλειά μιας άλλης, ευρύτερης μελέτης, ή και πολλών, που θα το διαπιστώσουν κατά περίπτωση.
Ακολουθώντας τον συλλογισμό αυτό, μπορούμε να πούμε ότι κάποιους εφιάλτες του ξόρκισε, εν μέρει, ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης, γι’ αυτό πιο ήρεμος πορεύεται να ξεπεράσει τις τρομερές δοκιμασίες που του έβαλε η μούσα και να δημιουργήσει, χωρίς να χάσει το προσωπικό του ύφος και διαγράφοντας έτσι την ιδιαίτερη ποιητική του πορεία.

* Γιάννης Δάλλας. Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Κέδρος 1997, σ. 106-107 («Επίλογος ή Πλάγια επαλήθευση»), όπου ο Σαχτούρης διαβάζει μια πρόχειρη σημείωσή του, Ιούνιος 1978.

Κούλα Αδαλόγλου
  [περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 69, Απρίλιος-Ιούνιος 2005, σελ. 129-131] 

Έχει ειπωθεί από παλιά, και φαντάζομαι πως δεν υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες επ’ αυτού, ότι η χρησιμότητα της ποίησης από τη σκοπιά της κοινωνίας είναι μια εξαιρετικά αμφίβολη υπόθεση. Η κοινωνία ξέρει μόνο από πραγματικότητες που επιτρέπουν την αναπαραγωγή της και η ποίηση ως προς αυτό δεν έχει πολλά να προσφέρει. Κινούμενη στη σφαίρα του φανταστικού, με μόνο κριτήριο την υποκειμενικότητα του ποιητή, και παράγοντας ένα προϊόν που δεν μπορεί να ταξινομηθεί στο πεδίο των μετρήσιμων κοινωνικών αξιών, έχει ουσιαστικά προσυπογράψει και η ίδια την αμφισβήτηση της χρησιμότητάς της.
Ωστόσο, η ποίηση εξακολουθεί να επιβιώνει. Μπορεί με τα μέτρα μιας κυρίαρχης αντίληψης να είναι άχρηστη ή περιττή, όσο άχρηστα ή περιττά μπορεί να θεωρηθούν και τα λουλούδια ή τα αστέρια, αλλά ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που την υπηρετούν, επιλέγοντας να αφιερώνουν το χρόνο τους σε μια μοναχική αναμέτρηση με τις λέξεις, με μόνο σκοπό το ποίημα.
Ο Στάθης Κουτσούνης είναι ένας απ’ αυτούς. Είναι από τους ποιητές της γενιάς που εμφανίστηκε στη λογοτεχνία στη δεκαετία του ’80 και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο ίδιος ομνύει με έναν ιδιαίτερο τρόπο στην ποίηση. Το μαρτυρεί άλλωστε το ίδιο του το έργο. Σε όλα του τα βιβλία (4 μέχρι στιγμής) υπάρχουν στίχοι ή και ολόκληρα ποιήματα για την ποιητική δημιουργία, ενώ το τελευταίο ιδιαίτερα –η Τρομοκρατία της ομορφιάς– φαίνεται ότι αποτελεί εξ ολοκλήρου έκφραση μιας αγωνίας για το ποιητικό αποτέλεσμα. «Η λέξη χτύπαγε σαν έμβρυο μέσα μου / Ξαπλώνω ανάσκελα στο χώμα / Απλώνω τα χέρια μου και καρτερώ», διαβάζουμε στην πρώτη του συλλογή (Σπουδές για φωνή και ποίηση), μια εικόνα που θα δούμε να επανέρχεται συχνά στο έργο του, και αναφέρω ενδεικτικά την “Εμβρυουλκία” από τις Παραλλαγές του μαύρου και τον “Τοκετό” από την Τρομοκρατία της ομορφιάς.
Για τον Στάθη Κουτσούνη η διαδρομή για την κατάκτηση του ποιήματος είναι μια ερωτική διαδικασία. Το δηλώνει ρητά στο ποίημα “Το ψωμί και η ποίηση”: «Έπαιζα με την όμορφη που τέντωνε / έως την άκρα απαντοχή / σφεντόνα την επιθυμία». Το ερωτικό στοιχείο διαπερνά όλο το έργο του και ιδιαίτερα έντονα την τελευταία συλλογή, καθώς το αντικείμενο του πόθου, δηλαδή το ποίημα, απαιτεί παράδοση άνευ όρων, την ολοκληρωτική υποταγή του ποιητή: «για να γίνω εγώ ερωμένη σου / πρέπει σαν δούλος να με υπηρετείς», θέτει δυναστικά τον απόλυτο όρο της στον επίδοξο εραστή της η ίδια η προστάτιδα της ποίησης, μιλώντας, και προφανώς όχι τυχαία, στο πρώτο κιόλας ποίημα της Τρομοκρατίας της ομορφιάς.
Η απόλυτη υποταγή στη μούσα είναι προϋπόθεση, που όμως δεν αρκεί για την κατάκτηση του ποιήματος. Στην επώδυνη αυτή διαδικασία ο ποιητής, που είναι «φορτωμένος λέξεις», όπως γράφεται παραστατικά σε έναν στίχο, πρέπει να έχει «σπίτι το κείμενό του» και ενίοτε να «γίνεται παιδί γονεοκτόνο». Και πάλι όμως, επειδή η ομορφιά, δηλαδή η δημιουργία, έχει κάτι ανέφικτο, το αποτέλεσμα δεν είναι δεδομένο. «Και τότε πάλι βλέπουμε», αποφαίνεται η προστάτιδα της ποίησης και απαιτητική ερωμένη μετά την περιγραφή των όρων που θέτει. Το θίγει άλλωστε αρκετά εύστοχα ο Στάθης Κουτσούνης στα ποιήματα που μιλά χωρίς μεταμφιέσεις το ποιητικό εγώ: «Χρόνια ολόκληρα πάλευα / να φτιάξω αυτό το ποίημα // ολονυχτίς το έγραφα / πρωί πρωί δαιμονισμένο / έτρωγε τις λέξεις» (“Του γιοφυριού της ποίησης”). Η ίδια αίσθηση προκύπτει και από την “Λιποψυχία” («ποίημα που επίμονα με φλερτάρισε / και δεν ανταποκρίθηκα»), ενώ ανάλογες αναφορές θα συναντήσουμε στην “Απεικόνιση”, στο “Απόσταγμα”, στο “Εκ προμελέτης”, στην “Ώσμωση” και σε πολλά ακόμη ποιήματα της συλλογής.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Στάθης Κουτσούνης επιδίδεται συστηματικά σε μια ποίηση ποιητικής πετυχαίνοντας το στόχο του. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην Τρομοκρατία της ομορφιάς είναι άρτια, συγκροτούν έναν ποιητικό κόσμο και μεταδίδουν συγκίνηση. Ταυτόχρονα, και εδώ είναι το βαθύτερο επίτευγμα της συλλογής, μπορούν να διαβαστούν σαν μια μαρτυρία από τα μέσα για τη λειτουργία της ποίησης και την κατάκτηση του ποιήματος. Για να ακριβολογήσω, αποτελούν μια έγκυρη, εκ του αποτελέσματος, μαρτυρία.
Τελειώνοντας, θεωρώ σκόπιμο να πω ότι αναφέρθηκα στο βιβλίο του Στάθη  Κουτσούνη στη βάση μιας συναντίληψης για την ποίηση: ότι, δηλαδή, μπορεί να μην της αποδίδεται κοινωνική χρησιμότητα, αλλά δεν παύει να είναι μια μοναχική δραστηριότητα που καλλιεργεί την ψυχική ευγένεια και επιτρέπει στους κοινωνούς της να βρίσκουν κοινούς τόπους επικοινωνίας, ακόμη και σε εποχές όπως η σημερινή, που κατά κανόνα αποξενώνει τους ανθρώπους.
Τάσος Καπερνάρος
[περιοδικό Νέα Παιδεία, τεύχος 114, Απρίλιος-Ιούνιος 2005]

Το ωραίο στην τέχνη έχει το δικό του κώδικα και ο καλλιτέχνης που βάλθηκε να το υπηρετήσει είναι σαν τον πολεμιστή που μπαίνει στη μάχη με τα όπλα του, χωρίς ωστόσο να είναι σίγουρη η επιτυχία του. Πεδίο μάχης η ποίηση και έπαθλο του αγώνα ο τίτλος του ποιητή. Ο Στάθης Κουτσούνης, μετά από τρεις ποιητικές συλλογές και άλλες, επιτυχημένες πάντα, συγγραφικές απόπειρες, επανεμφανίζεται στο πεδίο της μάχης με την Τρομοκρατία της ομορφιάς. Μπαίνει στη συλλογή ανατρεπτικά, με τον τίτλο και με το μότο του Yves Bonnefoy Celle qui ruinel’ être, la beauté (σύμφωνοι, η ομορφιά είναι σκληρό πράγμα και η κατάκτησή της δύσκολη) και τέλος με το πρώτο ποίημα που έχει τίτλο «επίλογος».
Η συλλογή λοιπόν αρχίζει από το τέλος, από το αποτέλεσμα του αγώνα, όπου ο αναμετρημένος με την τέχνη του ποιητής βγήκε υλοτομημένος από τις «τρομερές σκλήθρες της ομορφιάς», σαν σπαραγμένος Πενθέας από τις Βάκχες, σαν μπωντλερικός «Αυτοτιμωρούμενος».
Ο Στάθης Κουτσούνης χρόνια στον αγώνα του στίχου, μέσα από τη σκληρή μεταφορά, αντιμετωπίζει την τρομοκρατία της ομορφιάς με θάρρος, φαντάζει μακρινός επίγονος των υπερρεαλιστών εκείνων που η τρομοκρατία ήταν σύστημά τους, ή του ερωτικού Εμπειρίκου, αλλά χωρίς την ερωτική απόλαυση δεδομένη. Το αντίθετο μάλιστα. Αντιμετωπίζει συνεχώς την πρόκληση να παλέψει με το τέρας που μεταμορφώνεται σε ωραία και ερωτική γυναίκα, ηρωίδα του μύθου, μούσα, ή απλή και συνηθισμένη, ωστόσο γυναίκα πάντα απαιτητική και οπωσδήποτε ανατρεπτική. Απαιτητική ως «Καλλιόπη», κυρά κι αφεντικό, που του δίνει οδηγίες ποιητικής τέχνης, τον βάζει σε οδυνηρή δοκιμασία, χρονοβόρα, κουραστική, πολύπλοκη κι εξουθενωτική, χωρίς καμιά ωστόσο σιγουριά για την εύνοιά της: «πρέπει μερόνυχτα σαράντα / δίχως ανασασμό / την πέτρα να οργώνεις / και να σπέρνεις λέξεις / κι ύστερα να περιμένεις άλλο τόσο», «θα τις τρυγάς / χωρίς ανθρώπου μάτι να κοιτάζει», «θα ξαναρχίζεις από την αρχή», «χωρίς κανένα βογκητό / χωρίς καμιάν ελπίδα // και  τότε πάλι βλέπουμε». Παρομοίως τα ποιήματα απαιτούν θυσία, όπως «Του γιοφυριού της ποίησης», που παίζεται στο σκοπό της γνωστής παραλογής, μετατρέπονται σε Ερινύες που δύσκολα εξευμενίζονται. Ανατρεπτική ως «Ελένη», ερωτοπαθής και ερωτομανής, που διαψεύδοντας τα περί αθέλητης απαγωγής κ.λ.π., έχει τύψεις μόνο για «τους εραστές που πόθησε / μα δεν την κλέψανε». Το αυτό με την Πηνελόπη («Η αλήθεια για την Πηνελόπη»), που αντιμετωπίζει με τρόμο τη ματαίωση μιας πλούσιας ερωτικής ζωής, δίπλα στον κουρασμένο από τα χρόνια και τη μνηστηροφονία, Οδυσσέα.
Η βαθύτερη αλήθεια τελικώς πάντα διαφεύγει. Κι ο ποιητής μια στιγμή του χρόνου μόνο φωτίζει, σε μια ερωτική παραίσθηση δίνει υπόσταση, είτε πρόκειται για την κατασκευή του ποιήματος που «αγέρωχο πάντα διαφεύγει», «έρχεται από πολύ μακριά» και «πολύ μακριά πηγαίνει»,  είτε για τη σύλληψη του ανέκφραστου.
Ανθούλα Δανιήλ
[πειοδικό Αντί, τεύχος 841 (Περίοδος Β΄), 22/4/2005, σελ. 64-65]

 

 «Κούνησε το κεφάλι /
και μορφάζοντας με κοίταξε /
που την κοιτούσα να φεύγει //
ποίημα που επίμονα
με φλερτάρισε /
και δεν ανταποκρίθηκα»
 
Ο Στάθης Κουτσούνης (Νέα Φιγαλία Ολυμπίας, 1959), νομικός - φιλόλογος, έχει κυκλοφορήσει τρεις ποιητικές συλλογές και μια σειρά από κριτικά δοκίμια, φιλολογικές μελέτες και βιβλιοκρισίες. Ποιήματά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά. Οι τίτλοι των ποιητικών συλλογών είναι: Σπουδές για φωνή και ποίηση (1987), Τρύγος αιμάτων (1991), Παραλλαγές του μαύρου (1998).
Μέσα στο 2004 απ’ τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» κυκλοφόρησε την τέταρτή του ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Η τρομοκρατία της ομορφιάς». Στη συλλογή στεγάζονται 27 ποιήματα, τα περισσότερα πολύστιχα.
Η συλλογή ανοίγει με το ποίημα που έχει τον τίτλο «Επίλογος» και κλείνει με το ποίημα «Επίδοξος ποιητής». Αξίζει να τα διαβάσουμε:
Επίλογος: Όλη τη νύχτα υλοτομούσα το κορμί σου // με βρήκε το πρωί κομματιασμένο / ανάμεσα στις τρομερές / σκλήθρες της ομορφιάς σου.
Επίδοξος ποιητής: Τα ποιήματα που έγραψα / με κυνηγούν για τις αναπηρίες τους / τα ποιήματα που δεν έγραψα / με κυνηγούν για την αφασία τους / ένας επικηρυγμένος είμαι / που για να γλιτώσω // γράφω ακόμη.
Αν, λοιπόν, το πρώτο ποίημα είναι επίλογος και τελικό συμπέρασμα για την «τρομοκρατία της ομορφιάς» και του έρωτα, το τελευταίο ποίημα είναι ο πρόλογος και η αρχή της αέναης ποιητικής δημιουργίας, που έχει πιάσει στα δόκανά της και τον ίδιο τον ποιητή.
Και πάνω σ’ αυτές τις δύο ράγες κινούνται όλα τα ποιήματα της συλλογής: απ’ τη μια η ομορφιά, ο έρωτας, η ομορφιά του έρωτα και ο έρωτας της ομορφιάς και απ’ την άλλη η ομορφιά και ο έρωτας για την ποιητική δημιουργία, ο έρωτας για να εκφραστεί η ομορφιά του ανέκφραστου.
Ο ποιητής υμνεί την ομορφιά και τον έρωτα και σε πολλά σημεία συμμετέχει με όλες του τις αισθήσεις σε μια ερωτική μέθεξη με πόθους και πάθη (Έτοιμος να γεννηθώ / στο φως των ματιών σου, - ήρωες που λιώσανε για ένα άγγιγμα / για μια ματιά της, - δεν είναι ο κίνδυνος που με χωνεύει μέσα σου αλλά της ομορφιάς σου ο τρόμος, - μ’ έδεσε στα κάγκελα του κρεβατιού της / και με χάραζε αργά / με μετάξι δαντέλες βελούδα σατέν / κύμα το αίμα ανέβαινε, - μονότερμα με παίζει ο έρωτας).
Η πληρότητα και η αδυναμία του έρωτα («πλήρης δήθεν», γράφει στο ποίημα «το κενό») έρχεται να συναντήσει την αδυναμία της ποιητικής έκφρασης. Τον ποιητή πλήττει η εντύπωση του ατελούς, του ανέκφραστου, του ανείσπρακτου, του αγώνα και της αγωνίας του να προσελκύσει την έμπνευση και να καθυποτάξει τις λέξεις, να γεφυρώσει το κενό και να δαμάσει το άδειο.
Σ’ αυτά ακριβώς τα ποιήματα ο Στάθης Κουτσούνης διαλέγεται με δεκάδες άλλους ποιητές (Παλαμάς, Σεφέρης, Καρυωτάκης, Κατσαρός, Καρούζος κ.ά.), που ένιωσαν ακριβώς την ίδια ματαιότητα και τη σκέψη τους στοίχειωσε «η βαρειά έννοια του κενού, η αδειοσύνη», όπως γράφει και ο Παντελής Μπουκάλας στη μελέτη του «Οι ποιητές στην επικράτεια του κενού».
Να μερικοί τέτοιοι στίχοι του Στάθη Κουτσούνη: «Ένα κλάσμα μόνο / το παρόν / καταυγάζει ο ποιητής», «αγέρωχο πάντα διαφεύγει / μέσ’ απ’ τα χέρια του ποιητή // το ανέκφραστο», «Χρόνια ολόκληρα πάλευα / να φτιάξω αυτό το ποίημα // ολονυχτίς το έγραφα / πρωί πρωί δαιμονισμένο / έτρωγε τις λέξεις».
Ο αναγνώστης της ποιητικής συλλογής του Στάθη Κουτσούνη θα χαρεί μια ερωτική ποίηση που δεν βουλιάζει στο μελό, αντιθέτως κρατά καλά ζυγισμένο το λυρισμό και το ρυθμό, και θα ακουμπήσει τις εσωτερικές χαίνουσες πληγές του δημιουργού που παλεύει να εκφράσει την ομορφιά του έρωτα και της δημιουργίας. Σ’ αυτό το γοητευτικό εκκρεμές πλήρωση - ανάλωση μας καλεί να συμμετάσχουμε και γευτούμε την τρομακτική ομορφιά του έρωτα και της δημιουργίας.
 
Παναγιώτης Στυλ. Σκορδάς
[περιοδικό Δρομολόγιο, τεύχος 7, 2005, σελ. 65-66]

Η διπλή ομηρία της ομορφιάς
 
Μονάχος με τη μοναξιά μου και τις λέξεις μου αγωνίζομαι να συναρμολογηθώ… μ’ έκοψαν
 στα δύο τα σύννεφα και τα φαντάσματα
 
Τ. Σινόπουλος, Η ποίηση της ποίησης
 
Από τον καιρό του Ντοστογιέφσκι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» (η ποίηση διεκδικεί ερωτικά τόσο την εσωτερική ομορφιά, που κυρίως νοούσε ο έγκλειστος του Υπογείου και του Πετροπαυλόσκ, όσο και την εξωτερική, ταυτίζοντας μορφή και περιεχόμενο) και την εποχή του Ρίλκε «η ομορφιά δεν είναι παρά η αρχή του τρομερού», έως τον Ελύτη «ο τρομοκράτης είναι ο άξεστος των θαυμάτων» και τον Μπονφουά «αυτή που κάνει συντρίμμια το Είναι, η ομορφιά» (μότο-πιλότος της παρούσης συλλογής) έχει κυλήσει πολύ μελάνι στο αυλάκι της Λογοτεχνίας, χωρίς ωστόσο (κι ευτυχώς) να έχει αποτυπωθεί το ούτως ή άλλως πρωτεϊκό της σχήμα (πρόσφατα ο Έκο στις 500 σελίδες του της Ιστορίας της ομορφιάς προσπαθεί να ψηλαφήσει το αστάθμητο σχήμα της).
Στις παρυφές του παραπάνω τετραγώνου ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης αναζητεί εναγώνια το προσωπικό του στίγμα καταθέτοντας τη δική του εκδοχή για την τρομοκρατία της ομορφιάς· διαβάζουμε «της ομορφιάς σου ο τρόμος» (απευθυνόμενος στη γυναίκα και υποδηλώνοντας τον αρχέγονο φόβο του αρσενικού μπροστά στο άγνωστο και καταβροχθιστικά απειλητικό θήλυ) και μας μιλάει για «την τρομερή ομορφιά / των ποιημάτων σου», ταυτίζοντας τη γυναίκα με την ποίηση, τον έρωτα με τη δημιουργία, κι αντίστροφα, με τόκον εν καλώ την ομορφιά, το καλλιτεχνικό φανέρωμα της αλήθειας. Ο Σ. Κουτσούνης νοεί πρωτίστως την ποίηση σωματικά (Τι είναι ποίηση; Συνουσία επ’ άπειρον κατά Ελύτην).
Στον αστερισμό της τρομοκρατίας της ομορφιάς, ως γνωστόν, ζούμε ήδη από καταβολής μύθου. Αυτή θα σωριάσει σε ερείπια –η ψυχούλα των συφοριασμένων Τρώων το ’ξερε– την πόλη Ίλιον για να λάμψει για πάντα η ήλιος της ποίησης (ω Ποίηση, για χάρη σου καίγεται ακόμη η Τροία!). Το όμορφο είναι ιερό, το ιερό είναι τρομερό, συγκοινωνούντα δοχεία. Οι αρχαίοι απέδιδαν θεία καταγωγή στην ομορφιά (Αχιλλέας, Ελένη), όπως και στις Σειρήνες, Άρπυιες, Μέδουσες, εκφάνσεις της περιδινητικής δύναμης της ομορφιάς που οδηγεί στο θείο ναυάγιο.
Η ομορφιά είναι απότοκος τρομώδους, τρομακτικού αγώνα, καννιβαλικής πάλης του καλλιτέχνη με τις σάρκες του και το υλικό του, αυτοσπαράσσεται άχρι θανάτου (αλληλοτρωγόμαστε εγώ και ο χρόνος λέει ο Καρούζος) για να κάνει το μάρμαρο να μιλήσει, να τορνεύσει τις λέξεις για να κροταλίσουν κι ανθίσουν, τα χρώματα να μιλήσουν. Η ομορφιά –παραλάσσοντας– μόνον έναντι του θανάτου δίδεται. Αλλά πρέπει να προηγηθεί το ολοκληρωτικό δόσιμο, ψυχή τε και σώματι. Η ποίηση είναι μαινάδα που σπαράσσει τα παιδιά της, όπως η Αγαύη τον Πενθέα.       Το υπαινίσσεται ο Σ. Κουτσούνης στο ποίημα «Επίλογος» που αιφνιδιαστικά προτάσσει δίκην προλόγου αλλά και τελικού αποστάγματος (το τέλος του βρίσκεται στην αρχή του):
 
«Όλη τη νύχτα υλοτομούσα το κορμί σου
με βρήκε το πρωί κομματιασμένο
ανάμεσα στις τρομερές
σκλήθρες της ομορφιάς σου».
 
Να το πούμε κι εμείς προκαταβολικά. Από αυτή τη σώμα με σώμα μάχη ο Σ. Κουτσούνης βγαίνει καθημαγμένος εμβρυουλκώντας το άχραντο σώμα της ομορφιάς, το δέρας ανθεκτικών ποιημάτων. Καταβάλλει το βαρύ τίμημα, δαμάζει τελικά την αδάμαστη ερωμένη που ερειπιώνει (Celle qui ruinel’ être, la beauté), αλλά με τα ερείπιά του στηλώνει τη ζωή του ο ποιητής (Έλιοτ), απομεινάρια θαυμαστά ερημιάς και μεγαλείου κατά το σολωμικό πρόταγμα.
Κυρίαρχη η αυτοαναφορικότητα. Σχεδόν στο σύνολό της η συλλογή σπονδυλώνεται από ποιήματα ποιητικής, αυλακώνεται από τη σωματοποιημένη αγωνία για τον τοκετό του ποιητικού αποτελέσματος (θυμόμαστε λ.χ. συνειρμικά τη Γουλφ με τα έκδηλα συμπτώματα λοχείας μετά τη γέννα ενός βιβλίου). Ξενάγηση στο σκοτεινό ποιητικό εργαστήρι –στο δικό του αληθομανές χαλκείο– να δούμε τον τοκετό εν τη γενέσει. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν δυο εύρωστα κι αρτιμελή ποιήματα. Στην «Καλλιόπη» (προστάτιδα της ποίησης) συναξαρίζει καταλογραφώντας τα σαράντα κύματα, τους μόχθους, τα επιτίμια (νηστεία, προσευχή, αυτομαστίγωμα, πυροβασία αφού «από το σκαρίφημα ως το έργο η διαδρομή γίνεται με τα γόνατα»), τους όρους, την ισόβια υποταγή –δούλος στη δούλεψή της– που απαιτεί η ερωμένη ποίηση στον επίδοξο εραστή/πολιορκητή προκειμένου να του δοθεί έστω στιγμιαία, ν’ αποδυθεί σε σισύφειο αγώνα με αμφίβολη έκβαση «και τότε πάλι βλέπουμε». Ποίημα που συνοψίζει κι όλη την παγανιστική παράδοση αυτοβασανισμού για εξαγνισμό και εξιλέωση, ξόρκι κατά της ευκολογραφίας, καταστατικός πρόλογος για κάθε επίδοξο νεοσσό και ώριμο ποιητή. Στο «του γιοφυριού της ποίησης», στους ρυθμούς της γνωστής παραλογής, επανέρχεται στις θυσίες και τον εντοιχισμό που απαιτεί η δούλεψη της τέχνης για να στεριώσει περάσματα στο χαώδες της μνήμης και της συνείδησης. Στους ακροτελεύτιους στίχους απηχεί αμυδρά, με την έννοια της πλατωνικής ανάμνησης, και συμφυρμούς από το δαχτυλίδι του Γύγη που όπως η τέχνη έκανε το αόρατο ορατό κι αντίστροφα, ενώ ως μότο θα του πήγαινε γάντι ο στίχος του Μάρκογλου «Έτσι έγραφα ένα ποίημα που γκρεμιζόταν το πρωί / ενώ τη νύχτα το σφήνωνα με λέξεις».
Αλλά και άλλα ποιήματα, κατ’ επίφασιν ερωτικά, ως ένα σημείο είναι ταυτόχρονα και ποιητικής, αφού το δίπολο έρως/δημιουργία αλληλεπιχωρεί και ταυτίζεται αξεδιάλυτα. Ενδεικτικό το ποίημα «ώσμωση»…
 
«εκεί που ανοίγει σελίδα κόκκινη
από μέσα το φύλο σου
να καρφώνω τα άρρητα
ποιήματά μου
αυτά που ποτέ δεν θα γράψω».
 
Η ποίηση με την αυτοκαταστροφική ερωτική της βουλιμία, συχνά καννιβαλιστικά τρώει και τις σάρκες της, όπως το πεινασμένο χταπόδι που τρώει τα πλοκάμια του. Οι ποιητές στήνουν απόχη και στο ανέφικτο, πολιορκούν την ουτοπία («θεέ μου πόσος λυρισμός μέσα στο ανέκφραστο»: Αναγνωστάκης –«κι ανάμεσα στα κενά του ποιήματος κλαίει γοερά το ανείπωτο»: Λειβαδίτης –«απελπισμένη επιδρομή στο άναρθρο»: Πρατικάκης). Ο Κουτσούνης προσθέτει εδώ τη δική του εκδοχή «το ποίημα: αγέρωχο πάντα διαφεύγει / μέσ’ απ’ τα χέρια του ποιητή // το ανέκφραστο» παραπέμποντας στον πεσσιμισμό της κατακλείδας προηγούμενης συλλογής του «κανένα ποίημα τελικά δεν γράφτηκε. Ξέφυγαν όλα, όπως / γίνεται πάντα».
Ως σαρκική και σαρκωμένη ποίηση γνωρίζει και το σαρκασμό, τον αυτοσαρκασμό, το αδιόρατο χιούμορ (ευρηματικό το «Η ανίατη»). Βαθύ κόκκινο, σχεδόν μαύρο, ο κυρίαρχος χρωματικός της τροπισμός. Η ποίηση είναι πράξη ερωτικής εκκένωσης, κάποτε με στοιχεία δαιμονικού και αλλόκοτου, με στοιχειωμένη την αδηφάγα φαντασίωση, την ερωτική παραίσθηση. Η αφηγηματική ανάπτυξη είναι ο συνήθης τρόπος της, με θεατρογενή στοιχεία κάποτε και συχνή χρήση διαλόγου (όπως λ.χ. στον Παυλόπουλο). Η ανατροπή, η απομύθευση κλασικών προτύπων (Πηνελόπη, Ελένη) κατά το βαρναλικό προηγούμενο (κατά τη γνώμη μας όχι οι καλύτερες στιγμές του), η σταθερή ροπή του σε μονολεκτικούς τίτλους, ο άμεσος, γυμνός, αψιμυθίωτος λόγος είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα της δουλειάς του. Το ποίημα «κρεσέντο» είναι από τα καλύτερα που έχουμε διαβάσει τελευταία.
Ο Κουτσούνης διακονεί με βακχικό μένος την ιεροτελεστία της γραφής/σφαγής (πελεκώντας τον εαυτό μας, έτσι γράφουμε: Σεφέρης), φτάνοντας στο παρανάλωμα, στη σωματική αυτοανάφλεξη, δοσμένος στην ουτοπία του να αποδώσει την ποιητική του έρωτα και τον έρωτα της ποιητικής.
 
Γιάννης Κουβαράς
[περιοδικό Ο Πολίτης, τεύχος 133, Μάιος 2005, σελ. 60-61] 

Στην τέταρτη συλλογή του ποιητή με τον τίτλο Η τρομοκρατία της ομορφιάς υπάρχει ως μότο ένας στίχος του Yves Bonnefoy από το Hierrégnantdésert: «Celle qui ruinel’ être, la beauté» (σύμφωνοι, η ομορφιά είναι σκληρό πράγμα και η κατάκτησή της δύσκολη), ενώ το πρώτο ποίημα έχει τον τίτλο «Επίλογος». Η ανατρεπτική αυτή εισαγωγή με τον επίλογο ουσιαστικά περικλείει όλη την ποιητική όσο και ερωτική υλοτομία του ποιητή σ’ αυτό το βιβλίο. Με το πρώτο –ακαριαίου ποιητικού αποτελέσματος– ολιγόστιχο ποίημα δίδεται αμέσως το μέτρο των πραγμάτων ολόκληρης της συλλογής.
Ο Στάθης Κουτσούνης, όσον αφορά μόνο το ποιητικό του έργο, μετά το Σπουδές για Φωνή και ποίηση (1987), το Τρύγος αιμάτων (1991) και το Παραλλαγές του μαύρου (1998), επανέρχεται με μια συλλογή 27 ερωτικών ποιημάτων. Τα περισσότερα καταλαμβάνουν μία με μιάμιση σελίδα, άλλα είναι ολιγόστιχα, και ένα, «Η ανίατη», φτάνει τις τρεις σελίδες. Είναι φανερό από την ποικιλία αυτών των μορφών ότι η μορφή και το περιεχόμενο απασχολούν τον ποιητή, ο οποίος ελέγχει κατά περίπτωση την έκταση της φόρμας του αποτελεσματικά.
Στο σύνολο των ποιημάτων λέξεις, φράσεις και σκηνές ερωτικές χαρακτηρίζουν τη συλλογή και συνιστούν περιηγήσεις σε μια ατελεύτητη ερωτική νύχτα. Συνοδές ανιχνεύσεις και εμβαθύνσεις στο πρόσωπο του Άλλου, και του άλλου φύλου. Θέμα η ίδια η ποίηση και η γυναίκα με καταλύτη το ερωτικό στοιχείο. Έτσι οι ανατομικές αναψηλαφήσεις γίνονται τελικά δομικά στοιχεία της ίδιας της ποίησης και του πλαστικού τεχνουργήματος-ποιήματος. Ορθώς ο ποιητής προκαταλαμβάνει κάθε φορά τον αναγνώστη, θέτοντάς τον μέσα στο δικό του πλαίσιο ερμηνειών και τρόπων, αναγκάζοντάς τον να διεξέλθει τις σελίδες μέσα από τη δική του οπτική και επιθυμία πλεύσης. Έτσι ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ζήδωρο ερωτικό παρανάλωμα και τις συνέπειές του πάνω στον άφευκτα ερωτευμένο κοινωνό της ομορφιάς αλλά και κοινωνό της ποίησης.
Ο Στάθης Κουτσούνης σ’ αυτή τη συλλογή του μας δίνει μια όψη της ποίησής του γεμάτη ιδιότυπο λυρισμό. Χρησιμοποιεί τα σύμβολα, καίτοι ξεκινά από το ρεαλισμό και τη φυσιοκρατία των πραγμάτων. Λόγος καλοδουλεμένος, ελεγχόμενος ρυθμός, πολλές φορές σοφά λιτός ζυγίζει το κόστος της ψυχικής του φόρτισης από τη μια και του ερωτικού στοιχείου από την άλλη, με αποτέλεσμα το επαρκές νοηματικό βάρος και το συγκρατημένο αλλά συγκροτημένο συναίσθημα. Στα θετικά στοιχεία του βιβλίου περιλαμβάνεται ο σωστός διασκελισμός ιδεών και ρυθμού. Ποιος είπε πως ο ελεύθερος στίχος δεν έχει δικά του μέτρα, δική του ανάγνωση, και δεν υπόκειται σε αντικειμενικό έλεγχο;
Θεματολογικά το κορμί στην ποίησή του γίνεται Χώρος-Χώρα, περιβάλλον, δώμα δοκιμών ερωτικής γλυπτικής και πλαστικής φθόγγων. Και αλλού η στοχαστική, φιλοσοφική διάθεση με προτίμηση σε ιστορικά αρχέτυπα-πρόσωπα ουσιαστικής οδύνης, που στέκουν μακράν των αμυχών του καθημερινού. Η «Αλήθεια για την Πηνελόπη», ένα από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής, δομείται κόντρα σε κάθε ιστορική λογική και ορθολογισμό.
Γιατί παρά την προαπαιτούμενη γνώση Λόγου και γλώσσας, ως και την πλήρη τεχνική επάρκεια, πάντοτε τα στοιχεία του κυριολεκτικώς συντελεσμένου ποιητικού λόγου δομούνται στέρεα και ακατάλυτα κυρίως στον χώρο του υποσυνείδητου και του άφατου.
 
Γιώργος Ρωμανός
[περιοδικό Πανδώρα, τεύχος 17, Μάιος - Νοέμβριος 2005, σελ. 92-93]

Η Τρομοκρατία της ομορφιάς του Στάθη Κουτσούνη είναι μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων, ή καλύτερα αισθησιακών ποιημάτων. Βρίσκονται πολύ κοντά στην ποίηση του Κάτουλου, ενός από τους πιο μεγάλους Λατίνους ποιητές, που έγραψε θαυμάσιους ερωτικούς στίχους. Κάποιοι από αυτούς μας είναι γνωστοί από την μελοποίησή τους από τον Καρλ Όρφ, στο δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που έχει τίτλο Catulli Carmina[...]         
Η θεματική της ποιητικής αυτής συλλογής του Κουτσούνη ξεκινάει από την ίδια την περιγραφή μιας ερωτικής πράξης («το κουκούτσι») και φτάνει μέχρι ερωτικά σχόλια πάνω σε ηρωίδες της ιστορίας και της μυθολογίας. Στο ποίημα «Ελένη» o Κουτσούνης προεκτείνει το μύθο, παρουσιάζοντας την Ελένη γερασμένη αλλά με αμείωτη τη λαγνεία της, ενώ στην «Πηνελόπη» ανατρέπει το μύθο, παρουσιάζοντάς την απογοητευμένη από τον Οδυσσέα να λαχταρά τους σκοτωμένους πια μνηστήρες. [...]
Στο λυρισμό των αισθημάτων και των αισθήσεων είναι φυσικό να βρίθουν οι μεταφορές, μεταφορές συχνά πολύ πρωτότυπες και ανοίκειες. Η «λευκή ισοπαλία» και το «γκολ» αντλούν τα οχήματά τους από το ποδόσφαιρο.  Και συναντήσαμε επίσης το φαινόμενο μιας αντιστροφής: Ενώ σε μια μεταφορά το όχημα γίνεται για να φωτίσει το μεταφερόμενο, εδώ βλέπουμε το μεταφερόμενο να υπάρχει προσχηματικά για να φωτίσει το όχημα. Ο Κάτουλος για παράδειγμα γράφει: o tue mamule, mame molicule gemina poma. Τα στήθη παρομοιάζονται με δίδυμα μήλα. Ο Κουτσούνης γράφει προσωποποιώντας το παλιό του αυτοκίνητο, το οποίο εκφράζει το παράπονό του που το αφεντικό του το εγκατέλειψε: …σάμπως εγώ δεν σ’ έσωσα/ δεν άνοιξα τους αερόσακούς μου/ σαν δυο μεγάλους τρυφερούς μαστούς/ σαν αγκαλιά ερωμένης…
Όπως γράφει και ο Γιάννης Μανιάτης σε δική του βιβλιοκριτική, ο Κουτσούνης «δεν διστάζει να ενσωματώσει δημώδη ποίηση σε μοντέρνα γραφή». Δεν είναι μόνο το διακείμενο «του γιοφυριού της Άρτας» που χρησιμοποιεί στο ποίημά του «Του γιοφυριού της ποίησης», με κανονικούς δεκαπεντασύλλαβους, για να εκφράσει τη δυσκολία του ποιητή να χτίσει το ποίημα πάνω στην έμπνευση. Κανονικοί ίαμβοι βρίσκονται διάσπαρτοι και σε άλλα ποιήματα όπως (σταχυολογούμε από ένα ποίημα μόνο, το «Καλλιόπη»): (αναφέρεται στις λέξεις) να δεις αν έδεσε καμιά/ όποιες καρπίσουνε με φως/ του φεγγαριού θα τις τρυγάς. Λίγο πιο πριν έχουμε εναλλαγή ίαμβου με τροχαίο: την πέτρα να οργώνεις/ και να σπέρνεις λέξεις.
Από το ποίημα «αυτάρκεια», ένα quasi χάι-κου δίστιχο, αν αφαιρέσουμε τη  λέξη «εγώ», έχουμε επίσης ένα κανονικό δεκαπεντασύλλαβο: (Εγώ) τρέφομαι με το γάλα της/ κι αυτή με το χυμό μου. Ο τίτλος «αυτάρκεια», όμως, αποτελεί περίπου ευφημισμό. Ο έρωτας αποτελεί την ολοκληρωτική αναίρεση της αυτάρκειας, πράγμα που το συνειδητοποιεί κανείς επώδυνα στο χωρισμό.
Δίπλα στην κυρίαρχη θεματική που είναι ο έρωτας υπάρχει η θεματική της ποίησης. Συχνά οι ποιητές αναφέρονται στην τέχνη τους και στην εμπειρία τους ως ποιητές. Το ποίημα είναι το καρδιογράφημα του χρόνου («απεικόνιση») είναι από τις πιο ωραίες μεταφορές που έχουμε συναντήσει για την ποίηση. Στο «ποίημα», ένα άλλο από τα ολιγόστιχά του, διαβάζουμε: Αγέρωχο πάντα διαφεύγει/ μεσ’ απ’ τα χέρια του ποιητή// το ανέκφραστο. Στα «χάσματα» γράφει: ναι αναγνώστη/ του ποιήματος τα χάσματα/ είναι ταφόπλακες/ για τις θαμμένες λέξεις/ βαθιά μέσα στο σώμα του. Όσο για τις «αναλογίες», είναι ένα ποιητικό δοκίμιο, όπως το χαρακτηρίζει ο Κουτσούνης σε παρένθεση κάτω από τον τίτλο, για τον ποιητή: Ο ποιητής μοιάζει με γερασμένη πόρνη/ που όλο και λιγότεροι/ πελάτες επισκέπτονται.
Η ποιητική αυτή συλλογή του Στάθη Κουτσούνη αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα της ποιητικής μας παραγωγής των τελευταίων χρόνων. Ποίηση τολμηρή, ποίηση με ανοίκειες εικόνες και μεταφορές, αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον κάθε αναγνώστη, επαρκούς και ανεπαρκούς.
 
Μπάμπης Δερμιτζάκης
[περιδικό Ακτή, τεύχος 63, Καλοκαίρι 2005, σελ. 359-360]

Εξακολουθεί να υπάρχει κάτι το επιθετικό ή ίσως και το απειλητικό στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη. Αυτό το κάτι ασφαλώς δεν βρίσκεται στα θέματά του, που εξάλλου τα συναντάμε στους περισσότερους σύγχρονους λυρικούς. Μάλλον οφείλεται στην πίεση και στην οξύτητα με την οποία εκφράζεται γενικότερα το βίωμα της δημιουργίας: από την απλή αλλά δύσκολη αναπνοή ως το σχηματισμό μιας ταραγμένης συνείδησης των πραγμάτων. Ασφαλώς δεν είναι η μοναδική περίπτωση μεταξύ των ποιητών της τελευταίας εικοσαετίας που διαλέγουν τα υλικά τους από τα τραχύτερα κοιτάσματα της γλώσσας· [...] Και παρά το ότι ένα μέρος του αστερισμού κάτω από τη λάμψη του οποίου διαμορφώθηκε η φωνή και η όραση του Κουτσούνη απαρτίζεται από την αρχαιοελληνική δραματουργία και το συναίσθημα ενοχής που πρώτη αυτή επεξεργάστηκε, όπως και το δαντικό κολαστήριο της Θείας Κωμωδίας, οι πιο ευδιάκριτες αναγωγές του, τουλάχιστον στις προηγούμενες συλλογές του, μας κατεύθυναν περισσότερο προς τον αντεστραμμένο κόσμο του Μίλτου Σαχτούρη.
 
Ούτως ή άλλως, οι αστερισμοί τώρα, στα ποιήματα της Τρομοκρατίας της ομορφιάς, δείχνουν να έχουν κατά μέγα μέρος εκλείψει ή μάλλον να έχουν χάσει την προηγούμενη, ευδιάκριτη λάμψη τους. Μια πρόχειρη απόδειξη αυτής της αλλαγής τοπίου ή, καλύτερα, της αλλαγής φωτισμού είναι και το ότι έχει υποχωρήσει κατά πολύ η παλαιότερη εμμονή του ποιητή στη μυθοποίηση του αίματος, του πληγωμένου και σπαραγμένου ανθρώπινου σώματος· που, μάλιστα, σε μερικά ποιήματα του Τρύγου αιμάτων (1991) όσο και των Παραλλαγών του μαύρου (1998) έχει τη θέση ενός καθαυτό προμηθεϊκού συμβόλου. Ενός συμβόλου διαχρονικού που ανακυκλώνει διαρκώς την ίδια αίσθηση της κραυγής στο κενό, του σπαραγμού που προκαλείται από μια πραγματικά ανήκουστη τραχύτητα και ωμότητα. Σ’ αυτές τις προγενέστερες ποιητικές ενότητες, ακόμα και ο έντονος ή κάποιες φορές διογκωμένος σε υπερβολικό σημείο αισθησιασμός, έτσι ανυπόφορος και διαλυτικός που είναι δεν αντέχεται από το ερωτικό σώμα. Υποδηλώνοντας ίσως με την εξουθενωτική του δράση την αδυναμία του ανθρώπου να βγει έξω από τα όριά του· και έτσι ως τελικά, μη ανθρώπινα, ο αισθησιασμός και η ιδεώδης ωραιότητα δεν αρκούν από μόνα τους να ανοίξουν τις παραδείσιες πύλες της απόλαυσης και να μας απελευθερώσουν. «Η ποίηση του [Σ. Κουτσούνη]», αναφέρει η Τζίνα Καλογήρου (Πρακτικά 19ου Συμποσίου Ποίησης, 1999) «χωρίς να είναι θεματικά ή συγκινησιακά [δηλαδή, συναισθηματικά] δεμένη με την ιστορική και την πολιτική πραγματικότητα, μαρτυρεί την εξοικείωση με το φανταστικό, το δαιμονικό ή το αλλόκοτο και αντανακλά τον ψυχισμό του ποιητικού υποκειμένου, καθώς φαντασιώνεται ή εσωτερικεύει τα ερεθίσματα της πραγματικότητας». Έρωτας και θάνατος, λοιπόν, ή μάλλον απελπισμένος ερωτισμός και λαχτάρα για το ασύλληπτα ωραίο, διαγράφονται στα περισσότερα ποιήματα, τουλάχιστον αυτών των δυο προηγούμενων συλλογών. Ως οι δυο θεμελιώδεις αλλά αξεδιάλυτες όψεις της ανθρώπινης μοίρας. Από εκεί ίσως και το ότι τόσο ο πόνος της ερωτικής απώλειας όσο και το δέος μπροστά στο ανέκκλητο ενός θανάτου, έτσι όπως μας υποβάλλονται, σαν δυο όψεις της ίδιας κατάστασης ή σαν ένας είδος μουσικής παραλλαγής, γίνονται κατά κάποιον τρόπο τα μοναδικά εφαλτήρια από όπου η ύπαρξη μπορεί να εξυψωθεί.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην Τρομοκρατία της ομορφιάς υπάρχει μια σαφής τάση πρόσδεσης του δίπολου «έρωτας-θάνατος» στην ανθρώπινη φαινομενικότητα. Μια τάση γείωσης στη φυσιολογία της καθημερινής ζωής, όσο και αν εδώ κι εκεί –λόγου χάρη, στο ποίημα «Το ψωμί και η ποίηση»– τρυπώνουν πάλι στο ποιητικό προσκήνιο του Κουτσούνη τα αντεστραμμένα είδωλα της σαχτουρικής ενόρασης: φασματικές μορφές που τήκονται και μεταμορφώνονται· όνειρα γεμάτα εφιάλτες· ο κλειστός χώρος ενός ερειπωμένου δωματίου που αποτελεί εικονική μεταφορά του γεμάτου σκιές και ενοχές υποσυνείδητου. Γενικά όμως, η στερεότητα και η πυκνότητα που διέκριναν ως τώρα την ποιητική του γλώσσα και που εξακολουθούν να είναι τα ειδοποιά στοιχεία της ομιλίας του, θα έλεγα πως εδώ ανταποκρίνονται επιπλέον σε ένα σύμπαν που επιτέλους ψαύεται. Κάτι που δεν αφορά μόνο τα καθαρώς αισθησιακά ποιήματά του, αλλά και εκείνα, τα αρκετά σε αριθμό, όπου δημιουργεί μια ιδιότυπη ποιητική τέχνη, μια arspoetica. Ιδιότυπη, εξηγούμαι, προπάντων ως προς τη σύλληψή της. Γιατί μάλλον σπάνια συναντάμε στους νεότερους ποιητές κάτι ανάλογο. Το να ταυτίζει δηλαδή ο δημιουργός την πράξη και τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας με τη διαδικασία μιας πράξης απολύτως ενδοσκοπικής. Μιας πράξης που συναντά τον οιωνό του ποιητικού σχηματισμού στα ίδια τα σπλάχνα του ποιητή, για να θυμηθώ έτσι μια παλαιότερη εύστοχη παρατήρηση του Γιάννη Κουβαρά (Εποχή, 1991), ότι ο Κουτσούνης «αντιλαμβάνεται την ποίηση, κύρια, ως διείσδυση και ως ανατομία· ως βυθοσκόπηση». Έτσι, ο στίχος επωάζεται και βρίσκει διέξοδο προς τη ζωή, όπως ακριβώς το ανθρώπινο έμβρυο: παράδειγμα, το ποίημα «Τοκετός», κατά τη γνώμη μου από τα πιο ευρηματικά της συλλογής.
 
Συνήθως ωριμάζω στο συρτάρι
όπως το έμβρυο στην κοιλιά
 
προτού διψάσω για οξυγόνο
ανασαίνω τα νερά
του αμνιακού μου σάκου
 
τρέφομαι με τις σάρκες μου
καταβροχθίζω τις ασχήμιες
τα περιττά κιλά
ώσπου η όρασή μου
να ευφρανθεί στον καθρέφτη
της αυταρέσκειάς μου
 
μεστώνω στο σκοτάδι
 
έτοιμος να γεννηθώ
στο φως των ματιών σου
 
Ποια είναι εδώ η διαδικασία μεταμόρφωσης όπου είναι κυρίως εστιασμένη η δημιουργική φαντασία του ποιητή; Ασφαλώς παρόμοια με τη διαδικασία της νύμφης που γίνεται χρυσαλλίδα και που αναδύεται έπειτα εκτυφλωτικά όμορφη μέσα στη χρωματική της λαμπρότητα. Ο Κουτσούνης υπαινίσσεται –τι άλλο;– πως με τον ίδιο περίπου τρόπο ο ερωτικός λόγος ή γενικότερα ο ποιητικός λόγος, για να γίνει καίριος και ευθύβολος, ξεφορτώνεται κατά τη διάρκεια της μυστικής επώασής του τα ψιμύθια της καθημερινής γλώσσας. Κάτι που λίγο ώς πολύ αποτελεί μια από τις μονιμότερες και ακατάβλητες αρχές της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ανεξαρτήτως πρόσκαιρων αισθητικών ιδεωδών και παροδικών αντιλήψεων για το ωραίο. Είναι η περίφημη διαδικασία της απέκδυσης, του ξεγυμνώματος που τόσες φορές, όπως μιας δίδαξαν οι μεγάλοι δάσκαλοι του ευρωπαϊκού λυρισμού –ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Μαλλαρμέ, ο Βαλερύ, ο Έλιοτ, ο Καβάφης– είχε και εξακολουθεί να έχει λυτρωτικές συνέπειες για τη γλώσσα της ποίησης. Γιατί η γύμνια αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την ομορφιά εκεί όπου υπάρχει, και βέβαια από αυτή την άποψη δεν είναι τυχαία βαλμένη ως προοίμιο στην Τρομοκρατία της ομορφιάς η φράση του Υβ Μπονφουά: «η ομορφιά, αυτή που ερειπώνει το είναι μας» –μεταφράζω πρόχειρα.
 
Πράγματι, το ωραίο είναι βασανιστικά ασύλληπτο, και όπως μας έλεγε ένας στίχος του Κουτσούνη από τον Τρύγο αιμάτων:
 
Κανένα ποίημα τελικά δεν γράφτηκε. Ξέφυγαν όλα, όπως
        γίνεται πάντα·
 
ή το παραπλήσιο, αυτής εδώ της συλλογής, που μάλιστα είναι αφιερωμένο στον Αργύρη Χιόνη:
 
Αγέρωχο πάντα διαφεύγει
μέσα απ’ τα χέρια του ποιητή
 
το ανέκφραστο.
 
Μα εννοείται πως το φευγαλέο της ομορφιάς δεν σημαίνει ότι παύουμε να την έχουμε στην πλώρη της φαντασίας μας. Ίσα ίσα, όπως ένας αδηφάγος και συχνά κανιβαλικός έρωτας, έτσι και η ομορφιά μάς ερειπώνει, μας εξαντλεί και μας αδειάζει· γιατί απλούστατα για να την αισθανθούμε στην ολότητά της χρειάζεται να ξεφορτωθούμε από πάνω μας καθετί το περιττό, κάθε πρόσχημα και δικαιολογία. Επιστρέφοντας στα ποιήματα του Κουτσούνη, θα μπορούσα λοιπόν να πω ότι πέρα από την εμβληματική της θέση η φράση του Μπονφουά είναι φράση-κλειδί για τον αναγνώστη εκείνον που θα θελήσει να χρησιμοποιήσει τη δική του οπτική και να εισχωρήσει στο συμβολισμό αρκετών από τα ποιήματα της συλλογής αυτής. Άλλωστε, οι στίχοι του «Επιλόγου», ενός ποιήματος που αντιστρέφει τη συνήθη σειρά και προηγείται ως μια μορφή εισαγωγής στην Τρομοκρατία της ομορφιάς, νομίζω πως αν τους δούμε πιο προσεκτικά συνοψίζουν το απολύτως αισθησιακό βίωμα αυτής της διπλής αναζήτησης –ερωτικής και γλωσσικής– που διατρέχει τη συλλογή από την αρχή ώς το τέλος:
 
Όλη τη νύχτα υλοτομούσα το κορμί σου
 
με βρήκε το πρωί κομματιασμένο
ανάμεσα στις τρομερές
σκλήθρες της ομορφιάς σου.
Αλέξης Ζήρας
[περιοδικό Κ, τεύχος 8, Ιούλιος 2005, σελ. 113-116]

 «Της ομορφιάς ο τρόμος»
 
Αν δεχτούμε τη θέση του Μποντλέρ ότι «το ωραίο είναι πάντα παράδοξο και ότι είναι ακριβώς αυτή η παραδοξότητα που δημιουργεί το Ωραίο», τότε αξίζει να ανιχνεύσουμε αυτή την παραδοξότητα στην τελευταία ποιητική συλλογή του φιλόλογου Στάθη Κουτσούνη. Ο Στάθης Κουτσούνης πρωτοεμφανίζεται στην ποίηση το 1987 με τη συλλογή Σπουδές για Φωνή και Ποίηση, εκδ. Υάκινθος.
Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Τρύγος αιμάτων, εκδ. Σμίλη (1991), και Παραλλαγές του μαύρου, εκδ. Δελφίνι (1998). Η λογοτεχνική κριτική υποδέχτηκε με θετικά σχόλια τις συλλογές αυτές, ενώ η κοινότητα των ποιητών αναγνώρισε ότι ένα νέο μέλος εντάσσεται στους κόλπους της.
Μέσα από τις τρεις αυτές ποιητικές συλλογές διαφαίνεται ότι η ποίηση του Στάθη Κουτσούνη είναι κατεξοχήν ερωτική ποίηση. Όπως επισημαίνει εύστοχα η Τζίνα Καλογήρου (Πρακτικά 19ου Συμποσίου Ποίησης, Πάτρα 2001), «η ποίησή του “γεννιέται” όταν η λέξη διασταυρώνεται με τον έρωτα κι όταν η ερωτική απελευθέρωση συναντά την καλλιτεχνική δημιουργία». Ο έντονος ερωτισμός, η συσχέτιση θανάτου και έρωτα, καθώς και η εξοικείωση του ποιητή με το φανταστικό, το δαιμονικό ή το αλλόκοτο αποτελούν κύρια γνωρίσματα της ποίησης του Στάθη Κουτσούνη, τονίζει η Τζίνα Καλογήρου, και αντανακλούν τον ψυχισμό του ποιητικού υποκειμένου, καθώς φαντασιώνεται ή εσωτερικεύει τα ερεθίσματα της πραγματικότητας.
Αυτές οι ερωτικές φαντασιώσεις και η εσωτερίκευση των ποικίλων ερωτικών ερεθισμάτων αποκαλύπτονται μέσα από την ανάγνωση των ποιημάτων της νέας ποιητικής συλλογής του Στάθη Κουτσούνη. Ο ποιητής, συνεχίζοντας να γράφει στίχους με έντονο ερωτισμό, βυθίζεται στα βάθη της έννοιας «ερωτική ομορφιά», στοχάζεται για το περιεχόμενό της και ανακαλύπτει τις ποικίλες μορφές της δύναμής της που την καθιστούν μυστηριώδη, ελκυστική, αλλά και ταυτόχρονα απειλητική:
 
Όλη τη νύχτα υλοτομούσα το κορμί σου
με βρήκε το πρωί κομματιασμένο
ανάμεσα στις τρομερές
σκλήθρες της ομορφιάς σου.
                                     («Επίλογος», σ. 9).
 
Και σ’ αυτή του τη συλλογή ο ποιητής αναζητά τη μέθεξη στο γυναικείο σώμα, η οποία συχνά είναι επώδυνη:
 
Είναι ο κίνδυνος που με συνεπαίρνει μέσα σου κι
     εκείνες οι πτυχές απ’ το κορμί σου δρόμοι που
     οδηγούν στην παράκρουση.
                              («Κρεσέντο», σ. 21).
 
Παράλληλα, ο έρωτας μετατρέπεται σε ένα ατελείωτο (ποδοσφαιρικό) παιχνίδι με εναλλαγές από τη λευκή ισοπαλία έως το αισθησιακό τρύπημα των διχτυών:
 
Μονότερμα με παίζει ο έρωτας
και εσύ κρατάς πεισματικά
την εστία σου ανέπαφη
[…]
γίνομαι ένα μεγάλο κόκκινο
γκολ που ξεσκίζει το δίχτυ
στα καρέ των ποδιών σου.
                        («Το γκολ», σ. 29).
 
Και σ’ αυτή τη συλλογή η θάλασσα, το υγρό στοιχείο, παραμένει το υπέρτατο σύμβολο της μήτρας και ο χώρος όπου ο έρωτας αναζητά την ώσμωση του άλλου κορμιού:
 
Το κορμί σου θάλασσα φουσκωμένη
 
κοιτάζω τα κύματα πώς ανθίζουν
και χάνομαι
 
χύνομαι μέσα σου ποτάμι
να σμίξουν τα νερά μας
στην άβυσσο της ομορφιάς…
                            («Ώσμωση»,σ. 32).
 
Τέλος, βασικό θέμα της συλλογής παραμένει η σχέση του ποιητή με την ποίηση, μια σχέση βαθιά ερωτική αλλά και πηγή υπαρξιακής αναζήτησης. Είναι μια σχέση τοκετού-γέννησης της ποιητικής δημιουργίας, μια σχέση υποδουλωτική – βασανιστική αλλά και ταυτόχρονα απελευθερωτική. Μια τέτοια σχέση αποκαλύπτεται μέσα από μια μεστή χρήση της γλώσσας, έναν γλωσσικό πλούτο που αντλείται από τις πιο βαθιές ρίζες της λόγιας παράδοσης, συνεχίζει στις πηγές της δημοτικής ποίησης και καταλήγει σε μια μοντέρνα μορφή ποιητικού λόγου που αναδεικνύει την αξία του σημερινού βιωματικού γλωσσικού πλούτου.
     [...]
Κώστας Αγγελάκος
[περιοδικό Φιλολογική, Τεύχος 92, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005, σελ. 20]

Στην Τρομοκρατία της ομορφιάς (Μεταίχμιο) ο Στάθης Κουτσούνης στήνει δόκανα στο παρελθόν και εφορμά στο μέλλον μέσω του παρόντος: μέσα από τις ασχήμιες ερμηνεύει το ανέκφραστο και μέσα από την ειρωνεία σχολιάζει με ευρηματικότητα το μύθο, τον έρωτα, τις ισοπαλίες της ζωής. Ώριμα, αυτάρκη ποιήματα που τρέφονται από σκιρτήματα.
 
Ντίνος Σιώτης
[περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 3, Φθινόπωρο 2005, σελ. 173]

Πρόκειται για την τέταρτη ποιητική συλλογή του εξαιρετικού φιλολόγου και εκπαιδευτικού Στάθη Κουτσούνη. Έχουν προηγηθεί οι «Σπουδές για Φωνή και Ποίηση» (1987), ο «Τρύγος αιμάτων» (1991), και οι «Παραλλαγές του μαύρου». Με τη νέα του κατάθεση ο Σ. Κ. εδραιώνει τη θέση του ανάμεσα στους σημαντικούς σύγχρονους ποιητές. Ο λόγος του πυκνός και κοφτερός, σκληρός και πικρός, κάποτε απομυθοποιεί κι άλλοτε ζωντανεύει το μύθο: «… αν δεν στοιχειώσεις άνθρωπο / το ποίημα δε στεριώνει». Άλλοτε πάλι εκτιμά με ψυχρό ρεαλισμό την πραγματικότητα: «Ο ποιητής μοιάζει με γερασμένη πόρνη / που όλο και λιγότεροι / πελάτες επισκέπτονται». Η «Ανθοδέσμη από μολύβια» είναι ίσως το πιο βιώσιμο στον (μέλλοντα) χρόνο ποίημα από όσα διαφόρων ποιητών έχω διαβάσει για εκείνη την αξέχαστη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου 1973. Το φάσμα της νεαρής ποιήτριας που εξομολογείται πως «μπέρδεψα όμως την ποίηση με την πραγματικότητα / όπως μπερδεύετε κι εσείς από τότε κάθε χρόνο / το ποίημα / με την ανάλυσή του».
 
Γεράσιμος Α. Ρηγάτος
[περιοδικό νέα σκέψη, τεύχος 12-13 (484-5) [Περίοδος Β΄. Χρόνος 1 (43)], Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2005]

Είναι παρήγορο που τον τελευταίο καιρό αρκετοί επώνυμοι εκδοτικοί οίκοι κυκλοφορούν ποιητικές συλλογές σύγχρονων δημιουργών. Οι εκδόσεις  Μεταίχμιο κυκλοφόρησαν πρόσφατα μια καλαίσθητη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η τρομοκρατία της ομορφιάς. Το εξώφυλλο κοσμεί, όχι χωρίς σημασία, ο πίνακας Πέτρες με πανί του Σωτήρη Σόρογκα [...]. Η συλλογή περιέχει 27 εύρυθμα και λιτά, αλλά νοηματισμένα ποιήματα, ολιγόστιχα τα περισσότερα. Χαρακτηριστικό είναι και το μότο «Celle qui ruinel’ être, la beauté», και, φυσικά, κεντρίζει το ενδιαφέρον και προϊδεάζει τον αναγνώστη πως έχει να κάνει με κομψά σμιλεμένα και περίτεχνα καλυμμένα ποιητικά περιεχόμενα.
Διάβασα με πολλή προσοχή όλα τα ποιήματα προσπαθώντας να ανακαλύψω, όχι να τεμαχίσω και να αναλύσω (αν και αυτό γίνεται αυτόματα, αλλά μια στέρεα και σωστά δομημένη και θεμελιωμένη, περιεκτική ποίηση δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο από όποιο κομμάτιασμα και ανάλυση), τι κομίζει ο σύγχρονος ταλαντούχος ποιητής στην τέχνη της ποιήσεως με τον δικό του τρόπο, φυσικά [...]
Ο Στάθης Κουτσούνης συνεχίζει την ποιητική του πορεία με τον ίδιο ρυθμό, [...], αλλά με περισσότερη σαφήνεια και κατασταλαγμένη γνώση. Βλέπει το σώμα της ποίησης με το μάτι του αδηφάγου εραστή, κυνικά συχνά, και παλεύει με νύχια και με δόντια να το κατακτήσει ολοκληρωτικά, να εκφραστεί καίρια και πειστικά μ’ έναν ιδιάζοντα τρόπο, λειτουργώντας ως καταστροφέας αλλά και ως κλινικός ανατόμος της ομορφιάς και θεραπευτής.
Με το πρώτο ποίημα της συλλογής «Επίλογος» μέσα σε τέσσερις στίχους κλείνει το νόημα και τη σημασία της τέχνης του: «Όλη τη νύχτα υλοτομούσα το κορμί σου// με βρήκε το πρωί κομματιασμένο/ ανάμεσα στις τρομερές/ σκλήθρες της ομορφιάς σου». Και είναι αυτή η γνώση το έπαθλο για τον αδυσώπητο και αδικαίωτον αγώνα με τις λέξεις για την κατάκτηση της ποιήσεως, της μυστικής, κρυφής ομορφιάς του κόσμου, της πανέμορφης, αλλά δυσπρόσιτης, καταστροφικής ερωμένης που, ερωτοτροπώντας, περιγελώντας, βασανίζοντας, ελέγχοντας, τον προστάζει να τρώει ο ίδιος τις σάρκες του, να αυτοαναλίσκεται για να συλλάβει κάτι από την ομορφιά, κι εκείνη να του κλείνει πονηρά το μάτι και να του ψιθυρίζει: «και τότε πάλι βλέπουμε»· γιατί το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει απόλυτα τις προθέσεις και την προσπάθεια, με την έννοια ότι δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες του δημιουργού, γιατί «το ποίημα έρχεται από πολύ μακριά/…/ είναι το καρδιογράφημα του χρόνου/ γραμμή τεθλασμένη/ που εκτείνεται αέναα/ στο παρελθόν και το μέλλον», εννοώ πως συνήθως δεν μπορεί να αποδώσει με λέξεις σε τέλειο ποιητικό μόρφωμα αυτό που έχει συλλάβει με το μυαλό του ο ποιητής. Το κάθε ποίημα είναι πάντα για τον αληθινό δημιουργό ένα ημιτελές αριστούργημα.     
Ολιγογράφος, αινιγματικός, αισθησιακός ποιητής, επιλεκτικά ανατρεπτικός και κατά περίπτωση ιαματικός, νοσηλευτής, θαυματοποιός ικανός δια της τέχνης της ποιήσεως να ανασταίνει «κλινικά νεκρές» λέξεις, εκφράζεται περισσότερο με έντονες εικόνες αισθησιακές, ζωηρά χρωματισμένες, εναλλασσόμενους ρυθμούς, πάντα, ωστόσο, αισθάνεται ενδεής, αφού άξαφνα με το πρώτο φως το θεσπέσιο όραμα σβήνει «σαν σιωπή» και διαλύεται «στο αίμα», ή γίνεται «ένα μεγάλο κόκκινο/ γκολ που ξεσκίζει το δίχτυ/ στα καρέ των ποδιών» της ερωμένης που κρατά «πεισματικά/ την εστία -της- ανέπαφη/…». Και το ποίημα μένει «λανθάνον» στις προοπτικές, στην αναζήτηση της ουσίας των όντων, τρυπώνει στις αποσκευές του για ένα ταξίδι επιστροφής στις ρίζες του ποιητικού λόγου. Είναι η μάνα που «τρυπώνει απ’ τις γρίλιες μινιατούρα» για να λιώσει στη βροχή από μελάνι και να δει τον εαυτό του «φορτωμένον λέξεις». Είναι η καλοκαιρινή γυναίκα που «μπαινοβγαίνει στο νερό» και «μορφάζοντας» φεύγει «ποίημα που επίμονα με φλερτάρισε/ και δεν ανταποκρίθηκα», καταλήγει στο ποίημα «Λιποψυχία» της σελ. 33.  
Η πραγματικότητα εναλλάσσεται, ταυτίζεται με την ποίηση ή η ποίηση εμπλέκεται στα γρανάζια της πραγματικότητας, σε μια απόπειρα κατάκτησης ή εκλογίκευσής της.   
Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Χάσματα» της σελ. 36, που δείχνει την αγωνία και τον αγώνα του ποιητή να εκφραστεί καίρια με σκληρά υπονοούμενα και ενεργεί συνειδητά ως εικονοπλάστης και μαζί εικονοκλάστης: «Το ποίημα άρχισε να ερεθίζεται/ πώς βλέπει ο ταύρος κόκκινο// χιμούσε με μανία στο μελάνι/ ρουφούσε και ξέρναγε/ τις λέξεις μία μία// ξεχώριζε τις κλινικά νεκρές/ (όσες μπορούσε τις ανάσταινε)/ ύστερα νοσήλευε τις άρρωστες/ τις μεταμόρφωνε/ άλλες θεράπευε/ κι άλλες αφάνιζε/ έβγαζε τη γλώσσα του/ πινελάκι του μπλάνκο/ και τις έχαφτε// ναι αναγνώστη/ του ποιήματος τα χάσματα/ είναι ταφόπλακες/ για τις θαμμένες λέξεις/ βαθιά μέσα στο σώμα του», αλλά και να έρθει σε επαφή με τον αναγνώστη, να γίνει κατανοητός, να επικοινωνήσει με τους άλλους, να βγει από τα όρια του εαυτού του. Γιατί ό,τι δημοσιοποιείται προϋποθέτει πάντα και απευθύνεται σε κοινό. Διαφορετικά δεν έχει νόημα.
Αλλού εκφράζει με τον δικό του, ιδιάζοντα, τρόπο το παρωχημένο παράπονο του εγκαταλειμμένου, την αχαλίνωτη μανία της δικής του «Ελένης» να αφανίσει, αν μπορούσε, όλο τον πληθυσμό των ηρώων αρχίζοντας από τον Πάρη και τον Μενέλαο, αδιαφορώντας η έλανδρος, η ελέπτολις, η ελέναυς για την καταστροφή που προξένησε, κι ας πήγαν στράφι τόσοι ήρωες, ακόμα κι όταν τα σημάδια της φθοράς ήταν αποτυπωμένα στο κορμί της…
Στο ποίημα με τίτλο «Η αλήθεια για την Πηνελόπη», ο ποιητής δίνει τη δική του διάσταση στα γεγονότα. Εδώ η πιστή σύζυγος του ξενιτεμένου πανούργου βασιλιά, η ακάματη υφάντρια του νόστου, η μνηστευμένη αμνήστευτη, βγαίνει από τα πλαίσια του μύθου και λειτουργεί ως ξέφρενη μαινάδα: Όταν «στο κρεβάτι της η Πηνελόπη/ ένιωσε τον πόθο της να  ’χει στερέψει» οπλισμένη με τον αδαπάνητο, καταπιεσμένο πόθο, διψώντας για ηδονή και εκδίκηση, παράτησε τον αποκαμωμένο, είκοσι χρόνια αναμενόμενο ήρωά της κοιμισμένο και μέσα σ’ ένα εφιαλτικό όνειρο, «κάθυγρη πετάχτηκε μεσάνυχτα/ και πήγε στη μεγάλη σάλα», χύθηκε πάνω στο σωρό των σκοτωμένων κι «άγρια τρέμοντας έγλειψε τις πληγές/ δάγκωνε βαθιά πάσχιζε να χορτάσει»· κι αφού χόρτασε ρουφώντας ηδονικά το μισητό αίμα εκείνων των ξεδιάντροπων νεαρών μνηστήρων που την πιλάτευαν είκοσι χρόνια, φορτωμένη με τα δώρα τους, βούλιαξε στον ζοφώδη και ασέληνο έρωτα της θρυλικής αναμονής της, εξαφανίστηκε, αφήνοντας τον θαλασσοδαρμένο ήρωα βυθισμένο στο μακάριο όνειρο του περιλάλητου νόστου.  
Ταυτισμένος ο ποιητής με το δημιούργημά του, ζει ανάμεσα στο όνειρο και στη ζωή, στην ποίηση και στην πραγματικότητα. Αυτοεξορίζεται στον ανεξιχνίαστο βυθό του εγώ κυνηγημένος από το ίδιο του το έργο, βουτάει στα ζοφώδη, «άγνωστα βάθη του εαυτού» του, για να καταλήξει επιγραμματικά σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση:
 
       Τα ποιήματα που έγραψα
       με κυνηγούν για τις αναπηρίες τους
       τα ποιήματα που δεν έγραψα
       με κυνηγούν για την αφασία τους
       ένας επικηρυγμένος είμαι
       που για να γλιτώσω
 
       γράφω ακόμη
          
καταθέτοντας έτσι απλά και με ειλικρίνεια ενώπιόν μας τα προσωπικά ποιητικά του δεδομένα.
  
Ελένη Χωρεάνθη
[περιοδικό Γραφή, τεύχος 59, Χειμώνας 2005, σελ. 46-49]

Ευφυείς, μοντέρνες συλλήψεις, που συνδυάζουν την ωμότητα των πραγμάτων μ’ έναν πανταχού παρόντα, εκστατικό ή παιγνιώδη ερωτισμό, ποίηση αυτοεξεταστική και στοχαστική που, ωστόσο, ούτε τον βιωματικό αυθορμητισμό της απεμπολεί, ούτε καταλήγει βαρύγδουπος διανοητισμός χωρίς λυρικότητα. Ακροβατώντας σ’ αυτό το επικίνδυνο μεταίχμιο, ο Κουτσούνης προκαλεί, αλλά δεν πέφτει. Αξίζει, λοιπόν, την προσοχή μας.
 
Δημήτρης Αγγελής
[περιοδικό Cύναξη, τεύχος 98, Απρίλιος-Ιούνιος 2006, σελ. 98]

Η Τρομοκρατία της ομορφιάς είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη. Η λέξη «τρομοκρατία», και μάλιστα στον τίτλο της συλλογής, λειτουργεί διεγερτικά για τον αναγνώστη που δεν έχει γνωρίσει την ποίηση του Κουτσούνη. Προφανώς και δεν μιλά για την τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου ή εκείνη της 17ης Νοέμβρη το βιβλίο. Η θεματική του ποιητή δηλώνεται δυναμικά από την προμετωπίδα ακόμη, όπου καταχωρεί το στίχο του Yves Βοnnefoy: «Celle qui ruinel’ être, la beauté», δηλαδή «Αυτή που καταστρέφει το είναι, η ομορφιά», από τη συλλογή του Γάλλου ποιητή: Hierrégnantdésert (Χτες βασιλεύοντας έρημο). Το ερωτικό στοιχείο είναι κυρίαρχο και στα είκοσι επτά ποιήματα που περιέχονται στη συλλογή.
Από το πρώτο ποίημα της συλλογής διακρίνεται η υπαρξιακή αγωνία του ποιητή, ο οποίος γίνεται υλοτόμος, που αντί να τεμαχίζει τα ξύλα του δάσους, δηλαδή της ομορφιάς, βρίσκεται ο ίδιος κομματιασμένος ανάμεσα στα υπολείμματά της. Είναι προφανής η υπαρξιακή του αγωνία και διαρκώς επανέρχεται με ένταση, σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, μέσα από διάφορους συμβολισμούς. Ο έρωτας από πνευματική αγωνία μετουσιώνεται σε ιδανικό πρόσωπο, γίνεται το ιδανικό που διατρέχει ολοκληρωτικά την ύπαρξη του ποιητή. Δεν του παραδίδεται. Του βάζει όρους. Πρώτα θα ματώσει και θα υποταχθεί, για να μπορέσει πιθανώς να απολαύσει. Είναι η ομορφιά του έρωτα που υπονομεύει την υπαρξιακή διάσταση του Κουτσούνη. Αυτήν επιδιώκει, αυτήν έχει ανάγκη για να λειτουργήσει.
Στο ίδιο μοτίβο λειτουργεί και η επαφή του με την ποίηση στο ποίημα «Η Καλλιόπη», όπου μιλά η ίδια η Ποίηση και του θέτει τους όρους της. Πολύ σκληρούς κι έτσι πρέπει. Από σαράντα κύματα θα περάσει ο ποιητής, για να καταλήξει στο «και τότε πάλι βλέπουμε». Η ποίηση δεν χαρίζεται, κατακτιέται. Η ερωτική αλλά και η ποιητική ένταση κορυφώνεται στα ποιήματα «Ελένη», σελ. 14, και «Κρεσέντο», σελ. 21. Στο πρώτο ποίημα, [...], η Ελένη, μετά το χαμό που έγινε για την ομορφιά της, πέφτει σε περισυλλογή στον κοιτώνα της. Τα βάζει με το χρόνο, βλέποντας τις ρυτίδες της, και «ξεσπάει σε λυγμούς», αφού πιστεύει ότι της γλίτωσαν(!) κι άλλες, πολλές Τροίες. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση: τον έρωτα ποτέ δεν τον χορταίνει. Κι όταν κάνει τους απολογισμούς του ο άνθρωπος, μετανιώνει για τα λίγα που έχει πετύχει στον τομέα αυτόν. Βέβαια εδώ, η Ελένη μας λέει ένα μικρό ψεματάκι: «...της άρεσε κι ο Πάρις κι ο Μενέλαος / και τόσοι άλλοι Τρώες και Έλληνες...». Για τον Πάρι, που την έκλεψε, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία και πιθανώς και για τους άλλους, καλόσχημους Έλληνες και Τρώες, που δυνητικά θα μπορούσε να είχε κοιμηθεί μαζί τους. Για τον γέρο Μενέλαο δεν το πιστεύουμε ότι της άρεσε. Το ποίημα «Κρεσέντο» είναι, κατά τη γνώμη μας, ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα και πιθανώς το κορυφαίο της συλλογής. Η εικονοποιία, η θεματική του αλλά κι όλο το ποίημα όπως εξελίσσεται οδηγούν τον ποιητή στην κορύφωση:
 
είναι ο κίνδυνος που με συνεπαίρνει μέσα σου κι εκείνες οι πτυχές απ’ το κορμί σου δρόμοι που οδηγούν στην παράκρουση / τα πόδια σου ποτάμια κι η μαύρη τους πηγή καθρέφτης να με  τραβάει αδιάκοπα στα πρώτα μου νερά / κι όταν η φούστα λύνεται ελευθερώνονται πουλιά λάμπει λουσμένος στη δροσιά ο σιτοβολώνας     σιτάρι γεμίζει το κρεβάτι να θρέψει αγρίμια πεινασμένα / αγρίμια που μουγκρίζουν με απόγνωση γυρεύουνε τροφή να ξεδιψάσουν θέλουνε στη ρεματιά σου ν’ ανέβουν στα ψηλώματα να τσακιστούνε στα φαράγγια σου / εσύ ακάθεκτη καρφώνοντας τ’ αριστερό τακούνι στα πλευρά μου ανάσκελα βυζαίνεις την ορμή     να πληρωθεί το στόμα σου το απέραντο / κι η γλώσσα μου αμνάδα βόσκει άπληστα το χορτάρι σου το δέρμα αποκάτω αγριεύει     βαθιές ανάσες μάς κυκλώνουν από παντού // δεν είναι ο κίνδυνος που με χωνεύει μέσα σου αλλά της ομορφιάς σου ο τρόμος
                       
Την ποίηση του Κουτσούνη τη διατρέχει μια ελεγχόμενη υπερρεαλιστική εικονοποιία, η οποία έχει δική της ταυτότητα, κι αυτό αποτελεί την αναγνωρισιμότητα της ποιητικής του φωνής. Υπάρχει ένας ομφάλιος λώρος που συνδέει τον Κουτσούνη με τον Σαχτούρη και τον Εμπειρίκο. Ωστόσο ο ποιητής έχει κατακτήσει τη δική του αυτονομία, βαδίζοντας το δικό του μονοπάτι στην ποίηση. Η Τρομοκρατία της ομορφιάς επικυρώνει την αυθεντικότητα της ποιητικής του ταυτότητας.                                                             
Δημήτρης Κανελλόπουλος
[περιοδικό Οροπέδιο, τεύχος 2, Χειμώνας 2006-2007, σελ. 257-258]

Το ανά χείρας ποιητικό βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη, που πρωτοεµφανίστηκε στα 1987 µε την ποιητική συλλογή: «Σπουδές για Φωνή και Ποίηση» (εκδόσεις «Υάκινθος») και συνέχισε την ποιητική του διαδροµή µε τα βιβλία: «Τρύγος αιµάτων» (Εκδόσεις «Σµίλη», 1991) και «Παραλλαγές του µαύρου» (Εκδόσεις «∆ελφίνι»,1998) είναι το τέταρτο κατά σειράν και το πιο ώριµο, ίσως.
Ο ποιητής γεννήθηκε στα 1959 στη Νέα Φιγαλεία, όπου και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια για να εγκατασταθεί µόνιµα στην Αθήνα µέσα στο κλίµα της αστικής μετανάστευσης που χαρακτηρίζει σε µεγάλο βαθµό την ιστορία του Ελληνικού κράτους κατά το δεύτερο µισό του 20ου αιώνα. ∆εν ξέρω αν και πόσο έχει επηρεάσει ο γενέθλιος τόπος και η ζωή σ’ αυτόν το έργο του. Μάλλον όχι. Τα δηµοσιευµένα κείµενα δεν δείχνουν κάτι τέτοιο, όπως π.χ. δείχνουν µια βαθιά επίδραση της µουσικής και του πνεύµατός της, όπου φαίνεται ότι έχει κάνει κάποιες σχετικές σπουδές.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, όπως το λέει εν µέρει και ο τίτλος της, είναι σπουδές πάνω στην ποίηση, µια πρώτη απόπειρα για την ακρίβεια να αρθρώσει, [...], τον δικό του αυτόνοµο και αυτεξούσιο ποιητικό του λόγο µέσα από τη συνεχή διαπάλη έρωτα και θανάτου. Η λέξη «φωνή» ενδέχεται να έχει τη διπλή σηµασία που παρουσιάζει στη γλώσσα µας και το µουσικό όργανο δηλαδή αλλά και το όργανο συγχρόνως µέσω του οποίου εκφράζεται ο άνθρωπος.
Πιο ώριµος ο λόγος του στην επόµενη ποιητική συλλογή του, όπου γίνεται έντονα µεταφορικός, µε τη χρήση παραµυθιών και παραβολών, κατά την προσφιλή έκφραση του Σεφέρη ( ∆ες το ποίηµα «Ο Τελευταίος Σταθµός»), οδηγείται σε έναν έντονο διονυσιασµό που του επιτρέπει να βλέπει, κατά τη γνώµη µου, και την άλλη πλευρά των πραγμάτων και το µεταφυσικό τους βάθος.
Η τρίτη του ποιητική συλλογή φαίνεται πιο προσωπική, ο λόγος γίνεται πιο οικείος και ο ποιητής καταδύεται στον µέσα του κόσµο και ανιχνεύει, µε πάθος και πείσµα,  αγωνίες και συναισθήµατα,  σκέψεις και επιθυµίες ενώ συνάµα έρχεται
πρόσωπο µε πρόσωπο µε την πιο κοινή ανθρώπινη µοίρα, τον θάνατο, σαν ίσος προς ίσον, χωρίς µεταφυσικούς κορδακισµούς και µεµψίµοιρη προσποίηση. Ο ποιητής πάσχει, δέχεται ολόκληρη την ενέργεια του αντικειµένου, συνάµα όµως το παρατηρεί µε κάθε προσοχή και σεβασµό, όπως και ο καιόµενος στο οµώνυµο ποίηµα του Τάκη Σινόπουλου. Ο θάνατος είναι ο θάνατος των πάντων κι όχι αυτός µονάχα που αντιµετωπίζει καθηµερινά κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Η ίδια αντιµετώπιση και της οµορφιάς και του έρωτα υπάρχει και στο ανά χείρας βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη. Τούτο επιτυγχάνεται, εκτός των άλλων, και µε την επιστράτευση καλά χωνεµένων τρόπων και µοτίβων του δηµοτικού τραγουδιού και της λαϊκής παράδοσης. Η συλλογή αυτή περιέχει µερικά από τα καλύτερα, κατά τη γνώµη µου ερωτικά ποιήµατα που γράφτηκαν στην εποχή µας. Εξαιρώ µονάχα το ποίηµα «Ανίατη» κι αυτό για ψυχολογικούς λόγους, γιατί µου δηµιουργεί µέσα µου µια αίσθηση ψύχρας και παγωνιάς και η συµβίωση ή η αντικατάσταση της αγαπηµένης, παρά τον ενυπάρχοντα αυτοσαρκασµό, µε την σπονδυλαρθρίτιδα, µια απώθηση.
Η οµορφιά στο Στάθη Κουτσούνη δεν αποτελεί µια αισθητική ή µεταφυσική κατηγορία που την ατενίζεις ενεός, µε ανοιχτό το στόµα. Ενέχει βέβαια και αυτό το στοιχείο αλλά κυρίως είναι µια σκληρή και µερικές φορές τραγική και κάποτε αποτρόπαιη πραγµατικότητα που πρέπει να την αντιµετωπίσεις ο ίδιος µε τις δικές σου δυνάµεις και να την αντέξεις ως το τέλος γιατί µπορεί, αν δεν προσέξεις, να σε συντρίψει: «µε βρήκε το πρωί κοµµατιασµένο / ανάµεσα στις τροµερές / σκλήθρες της οµορφιάς σου»
΄Ετσι η συλλογή αρχίζει ανάποδα, από το τέλος δηλαδή. ΄Ισως για να ξορκίσει το κακό. Το πρώτο ποίηµα ονοµάζεται «Επίλογος». Σαν να µπαίνεις στην ιστορία ή τη ζωή από το τέλος, όχι βέβαια από την πίσω πόρτα. ΄Ισως γιατί η παράλληλη παρουσία του θανάτου, αν και µικρή σε ένταση, όµως είναι δραστήρια, επηρεάζει τα µέγιστα την καθηµερινότητα του ανθρώπου κι αυτός πασχίζει συνεχώς και µε αγωνία να µαζέψει τα κοµµάτια της ύπαρξής του, όπως στις βακχικές γιορτές της αρχαιότητας, το πνεύµα των οποίων επιβιώνει και σ’ αυτή τη συλλογή, ενώ συγχρόνως ανασηµασιοδοτούνται παµπάλαιες, αρχετυπικές µορφές της ποιητικής µας κληρονοµιάς και αποχτούν καινούριο νόηµα, όπως π.χ. η Ελένη ή η Πηνελόπη.
Ένα από τα καλύτερα ποιήµατα αυτού του βιβλίου είναι: «Ο Τοκετός». Σ’ αυτό παρουσιάζεται η γραφή ενός ποιήµατος µε τη γέννηση ενός µωρού. Βέβαια η εικόνα είναι κοινότοπη αλλά η συσχέτιση των λέξεων ευρηµατική. Με το ποίηµα: «Του γιοφυριού της ποίησης» µας γνωστοποιεί ότι η κατασκευή ενός ποιήµατος, όπως ακριβώς η κατασκευή του γεφυριού της παράδοσης, απαιτεί και τη συγκεκριμένη θυσία, της γυναίκας του πρωτομάστορα δηλαδή και γι’ αυτό, όπως είναι φυσικό στις µέρες µας, παραµένει ένα ανέφικτο και απροσπέλαστο ιδανικό. Η κατασκευή του ποιήµατος, λοιπόν, είναι µη κατακτήσιµη ενέργεια γι’ αυτό και ο ποιητής προσπαθεί να προσεγγίσει το εφικτό µόνο υποδυόμενος κάθε φορά διάφορους και διαφορετικούς ρόλους.
Η οµορφιά, λοιπόν, τροµοκρατεί. ΄Η τροµοκρατείται; Η απάντηση είναι µάλλον υποκειµενική. Ας µην ξεχνάµε ότι ο ποιητής ηλικιακά ανήκει στη γενιά που ονοµάστηκε «γενιά του ιδιωτικού οράµατος». ΄Αλλωστε, η καταστροφή της ύπαρξης, ο κατακερµατισµός σώµατος και ψυχής δεν µπορεί παρά να τροµοκρατεί και την ίδια την οµορφιά. Το µόττο της συλλογής, ένας στίχος του Υβ Μπονφουά, µιλάει κι αυτός για την καταστροφική δύναµη της οµορφιάς που έχει τη δύναµη να αφανίσει την ύπαρξη. Τελικά, παραµένει, κατά τη γνώµη µου, το ερώτηµα: η οµορφιά είναι ευχή ή κατάρα για τον άνθρωπο; Και η ποίηση έρχεται µε τη σειρά της να το εξετάσει ως ιστορικό γεγονός, ως υπαρξιακή ανάγκη ή ως φιλοσοφική έκφραση και ψυχική επαγρύπνηση.
Συµπερασµατικά, ο Στάθης Κουτσούνης βρίσκεται πια στην ωριµότητά του. Ο ποιητικός του λόγος είναι συµπαγής και ενιαίος και από συλλογή σε συλλογή ή από ποίηµα σε ποίηµα δεν παρατηρούνται µεγάλες ή θεαµατικές αλλαγές και µετακινήσεις του ποιητικού υποκειµένου από θέση σε θέση. Ο ποιητής φαίνεται πως έχει βρει οριστικά το δρόµο του και αυτόν ακολουθεί κατά γράµµα παρά την τάση για αμφισβήτηση που τον διακρίνει ή την απογοήτευση και το άγχος που τον διακατέχει. Τα ποιήματα της τελευταίας του ποιητικής µας επιβεβαιώνουν µε τον καλύτερο τρόπο την παρατήρηση αυτή.
 
Ανδρέας Φουσκαρίνης
[ηλεκτρονικό περιοδικό Διαπολιτισμός, 22 Οκτωβρίου 2008]

 


© 2014-2025 Στάθης Κουτσούνης | fb icon