Είναι παρήγορο που τον τελευταίο καιρό αρκετοί επώνυμοι εκδοτικοί οίκοι κυκλοφορούν ποιητικές συλλογές σύγχρονων δημιουργών. Οι εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφόρησαν πρόσφατα μια καλαίσθητη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η τρομοκρατία της ομορφιάς. Το εξώφυλλο κοσμεί, όχι χωρίς σημασία, ο πίνακας Πέτρες με πανί του Σωτήρη Σόρογκα [...]. Η συλλογή περιέχει 27 εύρυθμα και λιτά, αλλά νοηματισμένα ποιήματα, ολιγόστιχα τα περισσότερα. Χαρακτηριστικό είναι και το μότο «Celle qui ruinel’ être, la beauté», και, φυσικά, κεντρίζει το ενδιαφέρον και προϊδεάζει τον αναγνώστη πως έχει να κάνει με κομψά σμιλεμένα και περίτεχνα καλυμμένα ποιητικά περιεχόμενα.
Διάβασα με πολλή προσοχή όλα τα ποιήματα προσπαθώντας να ανακαλύψω, όχι να τεμαχίσω και να αναλύσω (αν και αυτό γίνεται αυτόματα, αλλά μια στέρεα και σωστά δομημένη και θεμελιωμένη, περιεκτική ποίηση δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο από όποιο κομμάτιασμα και ανάλυση), τι κομίζει ο σύγχρονος ταλαντούχος ποιητής στην τέχνη της ποιήσεως με τον δικό του τρόπο, φυσικά [...]
Ο Στάθης Κουτσούνης συνεχίζει την ποιητική του πορεία με τον ίδιο ρυθμό, [...], αλλά με περισσότερη σαφήνεια και κατασταλαγμένη γνώση. Βλέπει το σώμα της ποίησης με το μάτι του αδηφάγου εραστή, κυνικά συχνά, και παλεύει με νύχια και με δόντια να το κατακτήσει ολοκληρωτικά, να εκφραστεί καίρια και πειστικά μ’ έναν ιδιάζοντα τρόπο, λειτουργώντας ως καταστροφέας αλλά και ως κλινικός ανατόμος της ομορφιάς και θεραπευτής.
Με το πρώτο ποίημα της συλλογής «Επίλογος» μέσα σε τέσσερις στίχους κλείνει το νόημα και τη σημασία της τέχνης του: «Όλη τη νύχτα υλοτομούσα το κορμί σου// με βρήκε το πρωί κομματιασμένο/ ανάμεσα στις τρομερές/ σκλήθρες της ομορφιάς σου». Και είναι αυτή η γνώση το έπαθλο για τον αδυσώπητο και αδικαίωτον αγώνα με τις λέξεις για την κατάκτηση της ποιήσεως, της μυστικής, κρυφής ομορφιάς του κόσμου, της πανέμορφης, αλλά δυσπρόσιτης, καταστροφικής ερωμένης που, ερωτοτροπώντας, περιγελώντας, βασανίζοντας, ελέγχοντας, τον προστάζει να τρώει ο ίδιος τις σάρκες του, να αυτοαναλίσκεται για να συλλάβει κάτι από την ομορφιά, κι εκείνη να του κλείνει πονηρά το μάτι και να του ψιθυρίζει: «και τότε πάλι βλέπουμε»· γιατί το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει απόλυτα τις προθέσεις και την προσπάθεια, με την έννοια ότι δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες του δημιουργού, γιατί «το ποίημα έρχεται από πολύ μακριά/…/ είναι το καρδιογράφημα του χρόνου/ γραμμή τεθλασμένη/ που εκτείνεται αέναα/ στο παρελθόν και το μέλλον», εννοώ πως συνήθως δεν μπορεί να αποδώσει με λέξεις σε τέλειο ποιητικό μόρφωμα αυτό που έχει συλλάβει με το μυαλό του ο ποιητής. Το κάθε ποίημα είναι πάντα για τον αληθινό δημιουργό ένα ημιτελές αριστούργημα.
Ολιγογράφος, αινιγματικός, αισθησιακός ποιητής, επιλεκτικά ανατρεπτικός και κατά περίπτωση ιαματικός, νοσηλευτής, θαυματοποιός ικανός δια της τέχνης της ποιήσεως να ανασταίνει «κλινικά νεκρές» λέξεις, εκφράζεται περισσότερο με έντονες εικόνες αισθησιακές, ζωηρά χρωματισμένες, εναλλασσόμενους ρυθμούς, πάντα, ωστόσο, αισθάνεται ενδεής, αφού άξαφνα με το πρώτο φως το θεσπέσιο όραμα σβήνει «σαν σιωπή» και διαλύεται «στο αίμα», ή γίνεται «ένα μεγάλο κόκκινο/ γκολ που ξεσκίζει το δίχτυ/ στα καρέ των ποδιών» της ερωμένης που κρατά «πεισματικά/ την εστία -της- ανέπαφη/…». Και το ποίημα μένει «λανθάνον» στις προοπτικές, στην αναζήτηση της ουσίας των όντων, τρυπώνει στις αποσκευές του για ένα ταξίδι επιστροφής στις ρίζες του ποιητικού λόγου. Είναι η μάνα που «τρυπώνει απ’ τις γρίλιες μινιατούρα» για να λιώσει στη βροχή από μελάνι και να δει τον εαυτό του «φορτωμένον λέξεις». Είναι η καλοκαιρινή γυναίκα που «μπαινοβγαίνει στο νερό» και «μορφάζοντας» φεύγει «ποίημα που επίμονα με φλερτάρισε/ και δεν ανταποκρίθηκα», καταλήγει στο ποίημα «Λιποψυχία» της σελ. 33.
Η πραγματικότητα εναλλάσσεται, ταυτίζεται με την ποίηση ή η ποίηση εμπλέκεται στα γρανάζια της πραγματικότητας, σε μια απόπειρα κατάκτησης ή εκλογίκευσής της.
Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Χάσματα» της σελ. 36, που δείχνει την αγωνία και τον αγώνα του ποιητή να εκφραστεί καίρια με σκληρά υπονοούμενα και ενεργεί συνειδητά ως εικονοπλάστης και μαζί εικονοκλάστης: «Το ποίημα άρχισε να ερεθίζεται/ πώς βλέπει ο ταύρος κόκκινο// χιμούσε με μανία στο μελάνι/ ρουφούσε και ξέρναγε/ τις λέξεις μία μία// ξεχώριζε τις κλινικά νεκρές/ (όσες μπορούσε τις ανάσταινε)/ ύστερα νοσήλευε τις άρρωστες/ τις μεταμόρφωνε/ άλλες θεράπευε/ κι άλλες αφάνιζε/ έβγαζε τη γλώσσα του/ πινελάκι του μπλάνκο/ και τις έχαφτε// ναι αναγνώστη/ του ποιήματος τα χάσματα/ είναι ταφόπλακες/ για τις θαμμένες λέξεις/ βαθιά μέσα στο σώμα του», αλλά και να έρθει σε επαφή με τον αναγνώστη, να γίνει κατανοητός, να επικοινωνήσει με τους άλλους, να βγει από τα όρια του εαυτού του. Γιατί ό,τι δημοσιοποιείται προϋποθέτει πάντα και απευθύνεται σε κοινό. Διαφορετικά δεν έχει νόημα.
Αλλού εκφράζει με τον δικό του, ιδιάζοντα, τρόπο το παρωχημένο παράπονο του εγκαταλειμμένου, την αχαλίνωτη μανία της δικής του «Ελένης» να αφανίσει, αν μπορούσε, όλο τον πληθυσμό των ηρώων αρχίζοντας από τον Πάρη και τον Μενέλαο, αδιαφορώντας η έλανδρος, η ελέπτολις, η ελέναυς για την καταστροφή που προξένησε, κι ας πήγαν στράφι τόσοι ήρωες, ακόμα κι όταν τα σημάδια της φθοράς ήταν αποτυπωμένα στο κορμί της…
Στο ποίημα με τίτλο «Η αλήθεια για την Πηνελόπη», ο ποιητής δίνει τη δική του διάσταση στα γεγονότα. Εδώ η πιστή σύζυγος του ξενιτεμένου πανούργου βασιλιά, η ακάματη υφάντρια του νόστου, η μνηστευμένη αμνήστευτη, βγαίνει από τα πλαίσια του μύθου και λειτουργεί ως ξέφρενη μαινάδα: Όταν «στο κρεβάτι της η Πηνελόπη/ ένιωσε τον πόθο της να ’χει στερέψει» οπλισμένη με τον αδαπάνητο, καταπιεσμένο πόθο, διψώντας για ηδονή και εκδίκηση, παράτησε τον αποκαμωμένο, είκοσι χρόνια αναμενόμενο ήρωά της κοιμισμένο και μέσα σ’ ένα εφιαλτικό όνειρο, «κάθυγρη πετάχτηκε μεσάνυχτα/ και πήγε στη μεγάλη σάλα», χύθηκε πάνω στο σωρό των σκοτωμένων κι «άγρια τρέμοντας έγλειψε τις πληγές/ δάγκωνε βαθιά πάσχιζε να χορτάσει»· κι αφού χόρτασε ρουφώντας ηδονικά το μισητό αίμα εκείνων των ξεδιάντροπων νεαρών μνηστήρων που την πιλάτευαν είκοσι χρόνια, φορτωμένη με τα δώρα τους, βούλιαξε στον ζοφώδη και ασέληνο έρωτα της θρυλικής αναμονής της, εξαφανίστηκε, αφήνοντας τον θαλασσοδαρμένο ήρωα βυθισμένο στο μακάριο όνειρο του περιλάλητου νόστου.
Ταυτισμένος ο ποιητής με το δημιούργημά του, ζει ανάμεσα στο όνειρο και στη ζωή, στην ποίηση και στην πραγματικότητα. Αυτοεξορίζεται στον ανεξιχνίαστο βυθό του εγώ κυνηγημένος από το ίδιο του το έργο, βουτάει στα ζοφώδη, «άγνωστα βάθη του εαυτού» του, για να καταλήξει επιγραμματικά σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση:
Τα ποιήματα που έγραψα
με κυνηγούν για τις αναπηρίες τους
τα ποιήματα που δεν έγραψα
με κυνηγούν για την αφασία τους
ένας επικηρυγμένος είμαι
που για να γλιτώσω
γράφω ακόμη
καταθέτοντας έτσι απλά και με ειλικρίνεια ενώπιόν μας τα προσωπικά ποιητικά του δεδομένα.
Ελένη Χωρεάνθη
[περιοδικό Γραφή, τεύχος 59, Χειμώνας 2005, σελ. 46-49]