Παραλλαγές του μαύρου
![]() |
Στάθης Κουτσούνης Παραλλαγές του μαύρου Εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1998 |
Εδώ ο θάνατος είναι ο μέγας, ο μοναδικός σκηνοθέτης, ένα μελανός Πρωτέας που αλλάζει μορφές και γίνεται αφοπλιστικά οικείος, φιλοπαίγμων, ερωτικός ακόμη, για να επιβάλει το κράτος του. Σαν να διαβάζουμε (ή να παρακολουθούμε επί σκηνής) σκοτεινά μονόπρακτα, θα ΄λεγα ακαριαία...
Ποιήματα
χτυπά μεσάνυχτα η πόρτα του στάβλου της
και μπαίνει αποφασισμένος
σε θέλω της είπε και της πρόσφερε
ανθοδέσμη από τριφύλλι
η αγελάδα ξαφνιάστηκε
μισό λεπτό καθίστε ψέλλισε
κι έσπευσε στο λουτρό κολακευμένη
για να βάλει λίγο κραγιόν
αμέσως έπειτα τον άκουσε να λέει
λόγια τρυφερά και παθιασμένα
για την ξεχωριστή περπατησιά της
το συνεσταλμένο βλέμμα της
για το χνότο της που ονειρευόταν μήνες
να τον ζεσταίνει τις νύχτες του χειμώνα
της εξομολογήθηκε πως γούσταρε
ν’ αρμέγει με το στόμα τα μαστάρια της
πως λύσσαγε να γλείφει σαν λουκούμι
τα πλούσια πισινά και τα λαγόνια της
ή να ρουφάει από τα πόδια της το κότσι
προς τα χαράματα την είχε καταφέρει
έπεσαν και παλέψανε άγρια στον αχυρώνα
λιγωμένη εκείνη από τη γλύκα της γλώσσας
σε λίγο ένιωσε μέσα της το μόριο του
μαχαίρι ακονισμένο να τρυγάει τα σωθικά της
να την κόβει αλύπητα ως το κόκαλο
όταν ξημέρωσε κρεμόταν κομματιασμένη
στη βιτρίνα του κρεοπωλείου
και στο βάθος του αίματός της
άκουγε τον Χασάπη να την κολακεύει ακόμη
στους λιμασμένους του πελάτες
στον Αλέξανδρο Ίσαρη
καλησπέρα σας είπε σας επέλεξα περπατούσα σε κεντρική λεωφόρο ξάφνου ένα Κουστούμι τρέχει καταπάνω μου μα κάνει ζέστη λέω κι εξάλλου μην ανησυχείτε μα δεν είμαι έτοιμος αποκρίνομαι τα μέλη μου μούδιασαν |
μπήκε στο σπίτι από την πίσω πόρτα
οι μασχάλες της μύριζαν πετρέλαιο
και αδιάλυτα λύματα
έβηχε συνέχεια και χόρευαν
τα έπιπλα στην πλάτη της
δεν πρόλαβα
με μάγκωσε σε μια γωνιά
και μ’ έσφιγγε στα σκέλια της
μέχρι που με ρουφάει βαθιά ο κόλπος
βλέπω από μέσα
καράβια και πόλεις στην άλμη γυαλίζοντας
και ζώα βαλσαμωμένα σε ζοφερά μουσεία
βλέπω μυρμηγκιά τους πνιγμένους
μαύρο αλάτι στ’ αλατουργεία τρίβοντας
και τον εργολάβο να ξύνει με λύσσα
τη ναρκωμένη μνήμη τους
βλέπω χυμένο αίμα να σπαράζει
και λιανισμένα μέλη να πλέουν σαν χέλια
και ξαφνικά
γδύθηκε γρήγορα τα νερά της
και μ’ άφησε ψάρι να σπαρταράω
στο βόρβορο του άδειου δωματίου
η Θάλασσα
η συφορά κυλούσε βαριά στις αυλακιές του
προσώπου της μάνας
χυνότανε στη σάλα και στριφογύριζε μες στα προικιά
το βράδυ στο τραπέζι φάγαμε φίδια σκορπιούς και
ζωντανά εντόσθια
ήμουν αγρίμι που το λάβωσαν και το κοίταζαν όλοι
ποτάμια κλάματα με κύκλωναν από παντού με ζόρι
πάλευα να τα γυρίσω πίσω
στα τραγούδια γουργούριζε η θλίψη λιμασμένη
την άλλη μέρα στην εκκλησία το νυφικό έλιωνε η νύφη
βούλιαζε στο γάλα γυμνή κι έχασκε μαύρη τρύπα
έσκουζε η μάνα κι έπεφτε στα πόδια του Γαμπρού
μαδούσε το κεφάλι κάτω οι πεθαμένοι
τσιρίζοντας ο πατέρας αμίλητος και τότε βλέπω
το γάλα να ξαναγίνεται νυφικό κατασκότεινο και
μέσα η νύφη ασάλευτη ταξιδεύοντας
για την Αυτοκρατορία του Μαύρου
με τα τρομερά κι αναρίθμητα στόματα
Κριτική
στο ποιητικό βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη με τον τίτλο: Παραλλαγές του μαύρου
το Μαύρο με τα τρομερά
ούτε που θα το καταλάβετε
με κόκκινα μακριά νύχια
και μαλλιά λασπωμένα
τα ρούχα υγρά και βρόμικα
κολλούσαν στο πετσί της
και πριν προλάβω να ρωτήσω
το νόημα της επίσκεψης
μου ΄κανε νόημα να ξαπλώσω
κι άνοιξε το βαλιτσάκι που κρατούσε
αναισθητικά κι άλλα ασφυξιογόνα
μου βάζει μια τρικλοποδιά
και με πεταέι στο πάτωμα
μπήγει απότομα στον αφαλό μου
τα σιδερένια χέρια
τραβάει το έμβρυο και το λιώνει
στη χούφτα με μανία
με κοίταξε με βλέμμα θριάμβου
και χτυπώντας με δύναμη
την παλάμη στο τοίχο
άφησε μαύρο το σημάδι της
Θ. Μ. Πολίτης
[εφημερίδα Ελεύθερος Στερεάς Ελλάδας, 22 Ιουνίου 1998]
Μέχρι μια ορισμένη εποχή, όχι και τόσο μακρινή σε μας, η ποίηση στην Ελλάδα συνδεόταν πάντοτε με τα μεγάλα συλλογικά εθνικά ή κοινωνικά οράματα του τόπου μας. Εμπνεόμενη από αυτά είτε ωθούσε προς την πραγματοποίησή τους (ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τον Σολωμό και την ελληνική Επανάσταση, τον Παλαμά και τη Μεγάλη Ιδέα, τον Ρίτσο και το σοσιαλιστικό όραμα) είτε διαπίστωνε με οδυνηρό τρόπο τη διάψευσή τους (χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο Σεφέρης και η Μικρασιατική καταστροφή, ο Αναγνωστάκης και η ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο). Αυτό ήταν λογικό να συμβεί, εφόσον η ελληνική κοινωνία παρόλες τις έντονες αντιθέσεις της ήταν ακόμη μία, ενιαία και αδιαίρετη, επιτρέποντας έτσι στους ποιητές να αφουγκραστούν και να εκφράσουν τους βαθύτερους κραδασμούς της.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται σκληρά με την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, την έντονη αστικοποίηση, τη στέρηση των ελευθεριών της από τη δικτατορία των συνταγματαρχών και οδηγείται σιγά-σιγά προς τη διάσπαση και τον κατακερματισμό. Η πορεία αυτή ολοκληρώνεται κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών (’80 και ’90) και οπωσδήποτε δεν άφησε ανεπηρέαστους τους ποιητές. Συλλογικά οράματα πλέον δεν υπάρχουν, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε μια κατακερματισμένη κοινωνία. Ο ποιητής έχοντας μείνει μόνος, όπως όλοι μας, χωρίς συντρόφους, χωρίς συναγωνιστές θα στραφεί υποχρεωτικά προς τα μέσα, θα ψηλαφίσει τη δικιά του αγωνία, τους προσωπικούς του φόβους, θα πλάσει το δικό του ατομικό όραμα. Όπως προφητικά έγραφε το 1973 ο ποιητής Χρίστος Ρουμελιωτάκης στο ποίημά του Υστερόγραφο:
Τώρα ο καθένας / ας απλώσει τη δική του τη θάλασσα / άλλη θάλασσα ας μην περιμένει...
Η τρίτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, Παραλλαγές του μαύρου, αντιστρατεύεται το κλίμα της εποχής. Ο ποιητής επιδιώκει και εν πολλοίς κατορθώνει να ιδρύσει μία προσωπική μυθολογία που, επειδή ακριβώς είναι προσωπική, μπορεί να συνδιαλέγεται με τον σημερινό αναγνώστη μέσα από γνώριμα σύμβολα, που ανήκουν στο χώρο της συλλογικής μας μνήμης. Αυτό άλλωστε είναι και το καινούργιο στοιχείο που φέρνει αυτή η συλλογή σε σχέση με την προηγούμενη (Τρύγος αιμάτων, 1991) [...]
Οι Παραλλαγές του μαύρου χαρακτηρίζονται από μία αξιοσημείωτη ενότητα, την οποία άλλωστε επιβεβαιώνει και ο τίτλος της συλλογής: το στοιχείο που παρουσιάζεται σε ολόκληρο το βιβλίο, η γόνιμη εμμονή του ποιητή, που συγχρόνως τον καταδυναστεύει, αλλά και τον ωθεί να γράψει ποιήματα (τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως...), είναι το Απόλυτο Μαύρο, η απουσία χρωμάτων και ζωής. Ο Θάνατος είτε ως Μεγάλος Κυνηγός, του οποίου η βασανιστική παρουσία στοιχειώνει τη μικρή και ασήμαντη ζωή μας, είτε ως Μεγάλος Αφέντης, που θα κυριαρχεί αιώνια πάνω στην ψυχή μας, όταν θα έχουμε πια περάσει την Πύλη που οδηγεί στην Πίσω Μεριά, στον κόσμο των σκιών και της λήθης. Ο Θάνατος τέλος ως στέγνωμα της αγάπης, ως απουσία του έρωτα, ως μία πραγματικότητα που βιώνεται από τον ποιητή κάθε στιγμή, κάθε λεπτό μέσα σε μία καθημερινότητα αποτρόπαιη, από την οποία απουσιάζουν η χαρά, η άνεση και η αίσθηση της ειρήνης.
Το πρώτο μέρος της συλλογής τιτλοφορείται Το μεγάλο κυνηγητό και αποτελείται από δεκαοχτώ ποιήματα, ουσιαστικά δεκαοχτώ διαφορετικές παραλλαγές του ίδιου εφιάλτη, που ανακοινώνεται από το πρώτο κιόλας ποίημα: Όλη νύχτα με κυνηγάει αδυσώπητα / το Μαύρο με τα τρομερά / κι αναρίθμητα πρόσωπα. Ο Θάνατος καταδιώκει και αιχμαλωτίζει ανθρώπινες υπάρξεις με εξαιρετική βία: μπήγει απότομα στον αφαλό μου / τα σιδερένια χέρια / τραβάει το έμβρυο και το λιώνει / στη χούφτα με μανία...., ή αλλού: όταν ξημέρωσε κρεμόταν κομματιασμένη / στη βιτρίνα του κρεοπωλείου... Ποιητικές εικόνες όπως οι παραπάνω με έντονο το σουρεαλιστικό στοιχείο θα μπορούσαν να είναι μεταφορά στο γραπτό λόγο κάποιου πίνακα του Νταλί ή κάποιας ταινίας του Λουί Μπουνιουέλ. Τρόμος και αγωνία διακατέχουν τον ανυπεράσπιστο άνθρωπο όσο διαρκεί η καταδίωξη: με στριμώχνει στη γωνία / κραδαίνει τη λεπίδα του / κι εγώ λιωμένος απ’ το φόβο / κλαίω κι εκλιπαρώ..., βαθιά θλίψη όταν συνειδητοποιήσει το ανέλπιδο του θανάτου: κι εκείνος με μάτι πικραμένο / άρχισε να γδύνεται... Δεκαοχτώ ποιήματα στο Α΄ μέρος, δεκαοχτώ διαφορετικές μορφές παίρνει ο Μεγάλος Διώκτης του ανθρώπου. Μορφές αρσενικές που παραπέμπουν στην εικόνα του Χάροντα και το δημοτικό τραγούδι (Ο Μαέστρος με το μαύρο φράκο, ο Παίχτης, ο Χασάπης, ο Ληστής, ο Χωροφύλακας...), ή θηλυκές (Η Κόμισσα, η Μαμή, η Χοντρή με τα μαύρα φτερά...), που ανακαλούν στη μνήμη μας τερατόμορφες αρχαιοελληνικές θεότητες, οι οποίες συνδέονται με το γεγονός του θανάτου (Σειρήνες, Άρπυιες, Μέδουσα κ.λ.π.). Πολλές από τις παραπάνω μορφές εμφανίζονται απροσδόκητα και δρουν ακαριαία, χωρίς το θύμα τους να έχει ελπίδα διαφυγής. Ο μόνιμος θρίαμβος του Θανάτου και η απελπισία των ανθρώπων δημιουργούν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Ακόμα κι όταν ο ποιητής θαρρεί ότι ξέφυγε, βρίσκει τελικά μπροστά του τον αδυσώπητο καθρέφτη της Γοργούς: Κατεβαίνω στο πεζοδρόμιο / ένας άντρας πεσμένος μπρούμυτα / προσπερασμένος απ’ όλους // τον γυρίζω να δω το πρόσωπό του / και στ’ άσπρο φως του απομεσήμερου / βλέπω καθαρά // τον εαυτό μου... Έτσι λοιπόν η μόνη δυνατή φυγή είναι η φυγή προς το Μαύρο: μέχρι που τον άρπαξε η Ντάμα / και χάθηκαν σε μαύρη αχλύ...
Το δεύτερο μέρος της συλλογής με τίτλο Η Πύλη αποτελείται από οκτώ ποιήματα, οκτώ περιγραφές του βασιλείου των νεκρών. Από πού αντλεί τα στοιχεία της περιγραφής ο ποιητής; Στην αρχή από πρόσωπα με προφητικές ικανότητες, που μπορούν να επικοινωνήσουν με το επέκεινα, όπως η γύφτισσα στο ποίημα Το φλιτζάνι, ή από απροσδόκητες εμφανίσεις πεθαμένων προσώπων, άλλοτε έμμεσα (Το συστημένο) και άλλοτε άμεσα (Η έξοδος). Αργότερα, από προσωπικά βιώματα, όπου μεγάλος πρωταγωνιστής είναι και πάλι ο Θάνατος με τις διάφορες μορφές του (ο Τύπος, ο Εργοδηγός, η Μεγάλη Αυτοκράτειρα, η Θάλασσα). Ο ποιητής δεν ελπίζει. Η αυτοκρατορία του Μαύρου που περιγράφει είναι ίδιος κι απαράλλαχτος ο κάτω κόσμος των δημοτικών τραγουδιών: εδώ κυριαρχούν η θλίψη, το σκοτάδι και η μοναξιά, η λήθη, το αιώνιο βάσανο. Η συνάφεια με το δημοτικό τραγούδι είναι φανερή όχι μόνο στο περιεχόμενο αλλά και στο στίχο: εκεί γυναίκες δεν περνούν / γλυκές ματιές δεν παίρνεις / μόνο πετριές σου έρχονται / από κρυφές γωνίες...
Ο Στάθης Κουτσούνης δεν τρέφει αυταπάτες: η ανθρώπινη ζωή είναι ένα διαρκές κυνηγητό, κυριαρχείται από τη βαριά σκιά του Χάροντα, δεν έχει άπλα ούτε άνεση, μοιάζει περισσότερο με ένα λαχάνιασμα λίγο πριν από το τέλος. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που μέσα στην απόλυτη απελπισία μπορεί να παρηγορήσει τον ποιητή και αυτό είναι η ίδια η τέχνη του, όπως θα μας αποκαλύψει στο τελευταίο ποίημα του Α΄ μέρους, Το αντίδοτο: Ένα Μα-/χαίρι τρυπώνει απ’ τις γρίλιες / βράδυ και με φοβερίζει // με στριμώχνει στη γωνία / κραδαίνει τη λεπίδα του / κι εγώ λιωμένος απ’ το φόβο / κλαίω κι εκλιπαρώ // υποκρίνεται πως φεύγει / και κρύβεται πίσω απ’ την κουρτίνα // κι όταν με παίρνει ο ύπνος / έρχεται αθόρυβα και πελεκάει τα χέρια μου / ακρωτηριάζει τη γλώσσα / μαχαιρώνει τα όνειρα / σκίζει με μίσος τα γραπτά μου // ξυπνάω και πονώ ολόκληρος / κάνω να ορμήσω απάνω του μα δεν έχω χέρια / κάνω να το βρίσω μα δεν έχω γλώσσα / κάνω να πιαστώ απ’ τα όνειρα και τα γραπτά μου / μα είναι κομματιασμένα // συλλογίζομαι τότε ένα ποίημα περίστροφο / που θα το κόψει στα δυο.
|
Νεκτάριος Καρλόγλου [περιοδικό Δελτίο (Σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου), αρ. φύλλου 21, Σεπτέμβριος 1998] |
Με σκηνοθέτη το θάνατο
[...]
Στο συμπέρασμα του θανάτου, από άλλες οδούς και με άλλους τρόπους, καταλήγει και ο Στάθης Κουτσούνης (γεν. 1959) στο τρίτο του βιβλίο, τη συλλογή «Παραλλαγές του μαύρου». Εδώ ο θάνατος είναι ο μέγας, ο μοναδικός σκηνοθέτης, ένα μελανός Πρωτέας που αλλάζει μορφές και γίνεται αφοπλιστικά οικείος, φιλοπαίγμων, ερωτικός ακόμη, για να επιβάλει το κράτος του. Σαν να διαβάζουμε (ή να παρακολουθούμε επί σκηνής) σκοτεινά μονόπρακτα, θα ΄λεγα ακαριαία αν ο ποιητικός λόγος δεν ήταν εδώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, περισσότερο εκτενής του αναγκαίου [...]
Η «αυτοκρατορία του Μαύρου» λοιπόν «έχει πολλά στόματα»· την υπηρετεί η Ντάμα που αρπάζει τον παίκτη, ο παίκτης που στοιχηματίζει την κεφαλή του Παπατζή, ο «Γαμπρός με το μαύρο παπιγιόν», ο Χασάπης, ο Μακελάρης, ο Εργοδηγός, κ.ά. -για να αναγνωριστεί έτσι (όπως και σε όσα ποιήματα αξιοποιούν το αίσθημα του διχασμένου εαυτού που βρίσκεται μέσα στον καθρέφτη και έξω από αυτόν) η σκιά του Μίλτου Σαχτούρη, στο έργο του οποίου «ο θάνατος γύριζε και παράσταινε τον κουλουρτζή / γύριζε και παράσταινε τον λαχειοπώλη». Τα ποιήματα είναι πράγματι παραλλαγές στο ίδιο θέμα, την αιφνίδια έλευση του τέλους. Καλή η ιδέα, που κερδίζει ιδιαίτερα όταν ο ποιητής ενθέτει ήχους δημοτικών ποιημάτων στη στιχουργική του, δεν χρειαζόταν όμως τόσες εφαρμογές και «επαληθεύσεις». [...]
|
Παντελής Μπουκάλας [εφημερίδα Η Καθημερινή, 6 Οκτωβρίου 1998] |
Ο θάνατος είναι η θεματική του Στάθη Κουτσούνη, αλλά με μια λογική ανατρεπτική. Ο θάνατος εξουσιάζει με πολλές μορφές, κυρίαρχη ανάμεσά τους η γυναίκα. Η μοιραία γυναίκα, η γυναίκα-μαύρος οιωνός, η γυναίκα-αφέντης με τα αρσενικά στα πόδια της, η γυναίκα-χοντρή-τέρας. Οι άνθρωποί του είναι σκληροί, θα πάρουν αυτό που θέλουν ξεγελώντας: η μαμή το έμβρυο, ο χασάπης τον θάνατο της αγελάδας. Η σημερινή κοινωνία του μαύρου είναι ένα τέρας. Αρχετυτικά ανθρωποφαγική με τα μέλη της να τρώνε ο ένας τον άλλο. Ο φόβος μπροστά στο θάνατο που επέρχεται βίαια, αναπάντεχα, σαδιστικά. Η ασφυξία της σημερινής ζωής, ένα κοστούμι που σφίγγει και αφυδατώνει τον κάτοχό του. Ο κόσμος μια μαύρη τρύπα και ο θάνατος αναπόφευκτος. Τα ποιήματα του Σ. Κουτσούνη ξαφνιάζουν καθώς καταφέρνει να χειριστεί ένα «δύσκολο» θέμα με οξύτητα, χιούμορ, ευκρίνεια και δυναμισμό. |
Γ. Ν. Μπασκόζος [εφημερίδα Εξπρές, 18 Οκτωβρίου 1998, σελ.12] |
Ένα από τα βασικότερα ζητήματα που προκύπτουν σε κάθε –έστω στοιχειώδη– απόπειρα στοχασμού γύρω από το σύγχρονο άνθρωπο, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο αυτός αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τόσο τη σχέση του με τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό. Η αντίληψη αυτή βρίσκεται σε άμεση σχέση –χωρίς να παράγεται μόνο από αυτά– με τον τόπο, το χρόνο και τις γενικότερες συνθήκες της συγκεκριμένης εποχής, την οποία αυτός κάθε φορά διανύει. Κάθε προσπάθεια που κινείται στην κατεύθυνση αυτού του κεντρικού ερωτήματος, θα πρέπει να θεωρείται ως άλλο ένα μικρό ή μεγάλο βήμα προς τη γνώση και την απελευθέρωση από τα στοιχεία, που προσδιορίζουν την αντίληψη αυτή. Μερίδιο σ’ αυτή την αναζήτηση έχουν τόσο η επιστήμη και η φιλοσοφία όσο και οι τέχνες, με πρώτη όλων την ποίηση. Είναι σχετικά εύκολο να παρατηρήσει κανείς ότι ο σύγχρονος δυτικός κόσμος παράγει και παράγεται από ένα μοντέλο ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο τα δρώντα υποκείμενα γίνονται αντιληπτά περισσότερο ως εικόνες παρά ως συνολικότερες ανθρώπινες υπάρξεις. Είναι, όμως, αρκετά δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο αναγκαία είναι αυτή η διαστροφή, για τη διαιώνιση ενός συγκεκριμένου πλέγματος σχέσεων, αλλά και σε ποιο βαθμό αλλοιώνει και αλλοτριώνει, αποπροσανατολίζει και στο τέλος απαλλοτριώνει τον καθένα από εμάς ξεχωριστά. Κατόπιν τούτου είναι ίσως φανερό πόσο δύσκολο αλλά και σημαντικό είναι να συσπειρώνεται κανείς και να αντεπιτίθεται σ’ αυτό το φετιχισμό του ανθρώπινου σώματος, υπενθυμίζοντας τη σαρκική πλευρά των σχέσεων, των αισθημάτων, του έρωτα, του θανάτου και της ζωής. Στο πλαίσιο αυτού του συλλογισμού διαπιστώνει κανείς ότι η ποίηση του Στάθη Κουτσούνη πραγματικά πρωτοπορεί, μια και διαποτίζεται ολόκληρη από μια συγκεκριμένη εμμονή και ένα πνεύμα –ίσως ακούσιας– αντίστασης σ’ αυτή την εικονολατρεία. Δεν την αποκρυπτογραφεί άμεσα, γιατί θεωρεί τη διαπίστωσή της δεδομένη, γι’ αυτό και τη χρησιμοποιεί εργαλειακά –ως ένα είδος πρώτης ύλης– για την ποιοτική του σύνθεση. Εγκαταστημένος μέσα σ’ έναν κόσμο-κρεματόριο, μοιάζει τριγυρισμένος από ανθρώπινα σώματα, που αιμορραγούν, γδέρνονται και κατακρεουργούνται. Αλλού τα δέρματα, αλλού τα κόκαλα, αλλού οι σάρκες, αλλού τα εντόσθια που αχνίζουν στοιβαγμένα. Όμως, το ζητούμενο δεν είναι αυτό, έστω κι αν είναι στο τέλος αυτό ακριβώς. Πρόκειται για ένα μέσον, αλλά για ένα μέσον που γνωρίζει άριστα ότι περιέχεται στο σκοπό, όχι μόνο ως κατάληξη της διαδρομής που το ίδιο ορίζει, αλλά και ως εκκίνηση της ίδιας ακριβώς διαδρομής που ο σκοπός κάθε φορά επιτάσσει. “...μου έλειπες και θαύμαζα ακόμη τις καμπύλες σου / ...άρχισες / ...να γδύνεις το γυμνό σου σώμα / το δέρμα πρώτα... / ...έλαμψαν τα σπήλαια των σπονδύλων / φωσφόρισαν τα έγκατα / ...έλυσες τα οστά / πήρες τα σωθικά σου και τ’ άπλωσες... κι ότι απέμεινες θερμότητα κι άχνιζε... / ...κρεμόσουν στον απέναντι τοίχο / κι όπως τότε τον πρώτο καιρό / με κοιτούσες αισθαντικά / αλλά με βλέμμα παγωμένο” Το όλο σχήμα λειτουργεί σχεδόν υποδειγματικά. Χωρίς να εκπίπτει σε κάποιο είδος στείρου ρεαλισμού, αλλά και χωρίς να επιτρέπει στην ωμή περιγραφή να κατασπαράξει το ποίημα, μετατρέποντάς το σε ένα είδος φτηνής πρόκλησης, καταφέρνει να μας οδηγήσει σε περιοχές του καθημερινού που φωτίζονται πλέον μ’ ένα φως. Απαραίτητη προϋπόθεση αυτού του φωτισμού είναι ο προηγούμενος θρυμματισμός του κόσμου των ειδώλων και ο χλευασμός, πλην με την πικρία της γνώσης, της ειδωλολατρικής μας αντίληψης για τον κόσμο. Στο βαθμό που εφαρμόζεται αυτή η “μαγική συνταγή”, με τις όποιες της παραλλαγές, η ποίηση του Στάθη Κουτσούνη ξεχωρίζει κατά τρόπο προκλητικό, προσφέροντας στον αναγνώστη μια οπτική στην οποία δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει κανείς θάρρος και οξυδέρκεια. Οπτική που στην ουσία επιτίθεται και ακυρώνει τη βαθιά μας προδιάθεση για εικονική, εξαϋλωμένη και είδωλο-λατρική σύλληψη του εαυτού μας και του κόσμου. Πρόκειται για μια απομυθοποίηση-αποκαθήλωση της εικόνας, στην οποία είμαστε υποχρεωμένοι να προβούμε αν δε θέλουμε ο εφιάλτης, που τόσο εύστοχα καταγράφει ο BORGES στο Βιβλίο Των Φανταστικών Όντων για τα πλάσματα-είδωλα των καθρεπτών (που δεν είναι και τόσο φανταστικά τελικά και που κάποια μέρα θα αυτονομηθούν, θα εξεγερθούν και εφορμώντας θα νικήσουν τον άνθρωπο), να αποτελεί την άστοχη και πένθιμη επόμενή μας μέρα. |
Κωνσταντίνος Τέλιος [περιοδικό Bestseller, τεύχος 19, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1998] |
Πλην της απόδρασης
Με την τρίτη ποιητική συλλογή του, ο νέος ποιητής Στάθης Κουτσούνης, επιχειρεί να προωθήσει, σαν συνέχεια στις προηγούμενες, έναν προβληματισμό (όσο κι αν αυτό ακούγεται λίγο άστοχο όσον αφορά την ποίηση) φανταστικής εκδοχής χειροπιαστών (πλην των ονείρων) πραγμάτων. Έτσι μετέρχεται μέσων, που λίγο ως πολύ, τροφοδοτούν έναν τραχύ ποιητικό προσανατολισμό, λείπει δηλαδή το εσωτερικό άγγιγμα των συναισθημάτων και αντ’ αυτού επικρατεί ένα κλίμα εκφραστικής και δομικής ανατρεπτικής έξαψης. Η, πέρα όμως από κάθε δεδομένο, θεματολογική αξιολόγηση νευραλγικών σημείων, όπως ο βίαιος στίχος, τα όνειρα, η τεχνική της αφηγηματικότητας των ποιημάτων και η σοβαρότατη αίσθηση της μαύρης πτυχής της ζωής, είναι ο καταλύτης των προσωπικών επιλογών και η ασφαλιστική δικλίδα, μιας προσπάθειας άκρως ερευνητικής, ως προς τα ερεθίσματα και λιγότερο ως προς το τελικό αποτέλεσμα, που είναι θετικότατο από πάσης πλευράς. Ας δούμε, λίγο, πιο αναλυτικά αυτές τις παραμέτρους που συνθέτουν τη συγκεκριμένη ποίηση, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση και προσήλωση στο καινοφανές.
α) Η σκληράδα στο στίχο είναι ένα απ’ τα κυριότερα γνωρίσματα του ποιητή Στάθη Κουτσούνη. Πράγματι, δεν θα διαβλέψουμε κανενός είδους ρηχή αισθηματολογία, μελό εξομολογήσεις ή αξιοθρήνητες εκροές δακρύων, για ερεθίσματα που από μόνα τους είναι όχι απλώς ευαίσθητα, αλλά και υπαρξιακά ή οντολογικά. Μ’ αυτό τον τρόπο ο ποιητής κινείται σ’ έναν γνώριμο και προαποφασισμένο χώρο, επιτυγχάνοντας να παράγει ιδέες και εικόνες, που σε άλλη μορφή συναντά ο καθένας στην καθημερινή του επαφή και με τους άλλους ανθρώπους και με τα πιστεύω τους. Η θέση ότι η ποίηση γράφεται με νωπά τα μάτια και από τρυφερά χέρια σαφώς και δεν έχει να κάνει με την ανάποδη πλευρά ενός ρεαλισμού, που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, γι’ αυτό οι λέξεις, όσο αδρές και αν είναι, δεν ενοχλούν.
β) Σημαντικό ρόλο στη σύνθεση μιας ποιητικής ενότητας παίζουν για τον Στάθη Κουτσούνη τα όνειρα. Η μετατροπή τους εδώ συνίσταται στις ίδιες ανισοβαρείς καταβολές μιας προσπάθειας, που επιθυμεί να μιλήσει αντιστρέφοντας όρους, κανόνες, φυσικές ροπές και καταστάσεις, παραδοσιακές νόρμες και σ’ ένα αποτέλεσμα που ακροβατεί σε ό,τι το στηρίζει, δηλαδή στο σχοινί της υπερρεαλιστικής εικονοπλασίας. Δεν είναι πολλά τα όνειρα, ίσως δύο ή τρία, η βαρύτητά τους όμως είναι σπουδαία, γιατί υπάρχουν πράγματα για τα οποία ο ποιητής μιλά αποφεύγοντας τη μέθοδο της απευθείας επικοινωνίας. γ) Η ποιότητα μιας αφηγηματικής σχέσης, μεταξύ ποιητή και κειμένου, έγκειται σε υψηλό βαθμό στην υποβλητικότητα των «διαλόγων», τόσο ανάμεσα στους ποιητικούς ήρωες, όσο και μεταξύ πομπού και δέκτη. Ο Στάθης Κουτσούνης ξέρει καλά να υποβοηθά τη συνέχεια, να δρομολογεί νέες εκφορές, να αναπτερώνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον, να «δροσίζει» το θεματολογικό ιστό. Έτσι έχουμε ποίηση η οποία παράγει μύθο, με την κλασική έννοια, έχει δηλαδή ευρύτητα στην παροχή σκέψεων αλλά και συμπερασμάτων, που εξάγονται σαν απόσταγμα κοινωνιολογικό και διαλεκτικό. Η αφηγηματικότητα του στίχου του Κουτσούνη είναι γεγονός και παρά τη χαλαρότητα, που μια τέτοια προοπτική μπορεί να επιφέρει σ’ ένα ποίημα, η ικανότητα είναι εμφανής και ουσιαστικά προτασσόμενη και προσδιορισμένη. δ) Και για να έρθουμε στο σώμα της συγκεκριμένης ποίησης πρέπει να αναλογιστούμε αυτό που ο τίτλος προδικάζει: τη μαύρη απεικόνιση ενός συνόλου χαρακτήρων, αντικειμένων ή εννοιών, πλην εκείνης της απόδρασης. Γιατί άλλο «δραπέτευση» και άλλο «απόδραση». Με την πρώτη αναζητάς την προσωρινή, ενώ με τη δεύτερη έννοια, την απόλυτη και παντοτινή ελευθερία. Η –ας μου επιτραπεί– ποιητική θέση του Στάθη Κουτσούνη, με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που αναλύθηκαν, είναι πια δεδομένη. Διαβλέποντας από κριτικής σκοπιάς ένα συνεχιζόμενο ποιητικό status κι ένα μοντέλο που διαρκεί, μπορούμε πλέον να μιλάμε για δημιουργία πεζολογικά στημένη, έτσι που ακόμη και τα όνειρα ή οι μεγάλες δοκιμασίες, να χρήζουν επεξηγηματικής αντιμετώπισης και παράλληλα δραματοποιημένης εκφοράς. |
Χρίστος Παπαγεωργίου [περιοδικό Νέο επίπεδο, τεύχος 30, Χειμώνας ’98, σελ. 68-69] |
Καλπάζοντας στο χώρο του ασυνείδητου, στον ονειρικό υπερβατικό κόσμο που προκαθορίζει ο εμπνευσμένος ποιητικός λόγος, ο Στάθης Κουτσούνης μας μυεί σε αναγνωστικά οράματα και συμβολισμούς μέσ’ απ’ την τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Παραλλαγές του μαύρου.
Εκπρόσωπος της γενιάς του ’80, alias ποιητική γενιά του «ιδιωτικού οράματος», αγγελιοφόρος των μηνυμάτων του τέλους του αιώνα μας, μα και πιστός στη διαχρονική αποστολή της ποίησης, ο ποιητής συνεχίζει τη δημιουργική του πορεία μετά από τις Σπουδές για φωνή και ποίηση, εκδ. Υάκινθος, 1987, και τον Τρύγο αιμάτων, εκδ. Σμίλη, 1991.
Διαισθητικά, η φράση «παραλλαγές του μαύρου» παραπέμπει τον αναγνώστη στους πολυσήμαντους συμβολισμούς του μαύρου χρώματος, κάτι που επιτυγχάνεται συγχρόνως με την εικαστική παρέμβαση του σχεδίου του Αλέξανδρου Ίσαρη που κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής.
Με την τεχνική του κύκλου, ο ποιητής «προλογίζει» τον τόμο του μιλώντας για το «Μαύρο με τα τρομερά κι αναρίθμητα πρόσωπα» (αρένα) που τον κυνηγά αδυσώπητα όλη νύχτα, ενώ τελειώνει εκθειάζοντας την «Αυτοκρατορία του Μαύρου με τα τρομερά κι αναρίθμητα στόματα» (ο γάμος). Το μαύρο προσωποποιείται και πραγματικά καθ’ όλη την πορεία των ποιημάτων αλλάζει πρόσωπα και μορφές, υποβάλλοντας τον αναγνώστη σ’ ένα μυσταγωγικό παιχνίδι αναζήτησης της ίδιας του της ψυχής.
Η συλλογή αποτελείται από δύο ενότητες που συγκεντρώνουν, κατά κάποιον τρόπο σφαιρικά, τα θέματα που αναδεικνύει ο ποιητής. Το «Μεγάλο κυνηγητό» περιέχει δεκαοκτώ ποιήματα και μεταφέρει λεκτικά τις υπαρξιακές αγωνίες της ανθρώπινης φύσης, ενώ η «Πύλη» περιέχει εννέα ποιήματα και αναγγέλλει την πικρή αγαλλίαση, απόρροια της σισύφειας αποδοχής του πεπρωμένου. Προσπερνώντας τις προσουρρεαλιστικές νερβαλικές χίμαιρες, ο Στάθης Κουτσούνης συνδέει την υπόσταση με την οπτασία, την ερωτική αποστασιοποίηση με τη συν-ουσία, την παρουσία με την απουσία-απώλεια...
«μισάνοιχτο το παράθυρο κι η πανσέληνος
στραφτάλιζε στη λευκή σου σάρκα» Σαν συνέχεια του ενορατικού οραματισμού του W. Blake και του J.K. Kuysmans, στην ποιητική έκφραση του Σ. Κουτσούνη δημιουργείται η αίσθηση της φυγής, της διείσδυσης στη νύχτα, ή της ανόδου στον ουρανό που αποκρυσταλλώνεται στην πρώτη ενότητα ως αποθέωση-νίκη της Μοίρας ντυμένης κατά βάση με γυναικεία μορφή, συνδυάζοντας τα στοιχεία της απατηλής γοητείας, της γυναίκας-μέδουσας, της γυναίκας-αράχνης, της γυναίκας-μάγισσας που σαρκάζεται από τον ποιητή, καθώς ο τελευταίος δεν παύει να προβάλλει την επίφαση της πλάνης, της σάπιας κυριαρχίας ενός image διαφημίσεων και πλαστής αισθητικής... «[...]
φορούσε πέτσινο μπουστάκι
με βαθύ θανατηφόρο ντεκολτέ γάντια και τακούνια στιλέτο η κοιλιά της γυμνή μαύρη τρύπα ο αφαλός γυάλιζε στη λευκότητα της σάρκας» Πέρα από τους ζοφερούς συμβολισμούς, εμφανείς στις παραπάνω παραπομπές, η γυναίκα δεσπόζει επιτιμητικά στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη, αρχικά συμβολίζοντας τη Μοίρα και το Θάνατο –να θυμηθούμε τον ενδεικτικό στίχο από τις Σπουδές για φωνή και ποίηση, «Γυναίκα ο θάνατος» (μονόπτερα)– μα και αποποιούμενη κάθε είδους ηθικής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Μέσω του απροκάλυπτου γλωσσικού ιδιώματος που χαρακτηρίζει την τεχνική του Κουτσούνη, ο αναγνώστης αφοπλίζεται από την ωμότητα της γραφής, μα θαυμάζει ταυτόχρονα την ικανότητα του ποιητή ν’ αποκρυπτογραφεί τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, αναγνωρίζοντάς του την ευαισθησία να τίθεται με το μέρος του γυναικείου φύλου. Διαβάζουμε στο ενόραμα: «αποβραδίς στον ύπνο της η αγελάδα
είδε όνειρο να χτυπά η πόρτα του στάβλου και να μπαίνει ο Χασάπης σε θέλω της είπε αποφασισμένος
και της πρόσφερε ανθοδέσμη από τριφύλλι» Με χιουμοριστικό άλλοτε ύφος, σαν σύγχρονος ιππότης απαρνιέται το χρήμα στο όνομα της ερωτικής επιθυμίας. Ακολουθώντας πάντα ένα μεταμοντέρνο στυλ, ο ποιητής αλληγορεί με μια διάθεση ρομαντισμού στη ληστεία, ενώ διακωμωδεί τον εγκεφαλικό ευνουχισμό που δέχεται αβίαστα ο σύγχρονος άνθρωπος μέσω της καθημερινής ειδησιογραφίας.
Μια εξίσου σημαντική λειτουργία της γυναικείας μορφής στα ποιήματα των Παραλλαγών του μαύρου είναι η συμβολική αντιστοιχία της με το κοινωνικό σύστημα. Άλλοτε ως «Μαμή» ή ως «Χοντρή με μαύρα φτερά» η κοινωνία τρώει τα παιδιά της χλευάζοντας τον ενταγμένο πολίτη μέσω ενός ψυχρού πολέμου. Με άμεση σκληρότητα ο ποιητής συνειδητοποιεί την απώλεια ιδεών, συναισθημάτων, θεωριών και αξιών κι εντοπίζει την αλλοτρίωση του εαυτού, πράγμα που γίνεται στυγνά, ανεπαίσθητα, ύπουλα. Χωρίς εκτενέστερη ανάλυση, τα ποιήματα αποκαλύπτουν:
«[...]
ήταν γριά ρυτιδωμένη με κόκκινα μακριά νύχια» Μέσα σε παζολινική ατμόσφαιρα ο ποιητής δε σταματά να προκαλεί τον αναγνώστη και να διεγείρει τα αισθητήρια κέντρα του, παρουσιάζοντας σκηνές σφαγείων και χασάπικων, σκηνές μακελειού κι ανθρώπινης μιζέριας, επαγρυπνώντας στον αγώνα της βιοπάλης. Οι σκηνές βίας και αποστροφής, οι μακάβριες αλληγορίες που ανατρέπουν τη φυσική αρχετυπική τάξη πραγμάτων, λειτουργούν στην ποίηση του Κουτσούνη ως παγανιστικά ελιξίρια που ελευθερώνουν –όπως γινόταν πάντοτε– την ενστικτώδη αντίδραση του διορατικού καλλιτέχνη και των οπαδών του. Κι ο ποιητής γίνεται ο πρώτος «καιόμενος»: «εδώ και μήνες τώρα
δουλεύω με τον Μακελάρη με ξυπνάει απ’ τ’ άγρια χαράματα
και τρέχουμε κατευθείαν στο σφαγείο κρατώ τα μηλίγγια των προγραμμένων κι αυτός στρίβει με γέλιο αφύσικο το μαυρομάνικο στο λαρύγγι» Κάτω από ένα ένδυμα θανάτου γίνεται το πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη ενότητα. Η σουρεαλιστική θεατρικότητα που θυμίζει πίνακες του R. Magritte προσαρμοσμένη σε διαλόγους του παραλόγου εισαγάγει τα δύο καίρια θέματα της συλλογής: το απρόβλεπτο του θανάτου και την πικρή αποδοχή του αναπόφευκτου.
Οι ποιητικές συλλογές του Κουτσούνη φαίνεται να έχουν έμμεση νοηματική αλληλουχία. Στον Τρύγο αιμάτων, το ποίημα γίνεται γέφυρα που ενώνει τον ποιητή με το κοινό του, καθώς ο ίδιος παρακινεί τον αναγνώστη σε μια τελετουργική μύηση:
«Εγώ μέχρι εδώ έφερα μόνο το μαχαίρι. Μένει εσείς τώρα
να πράξετε τη σφαγή» (το νόμισμα) Στο τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας στις Παραλλαγές του μαύρου, η ποίηση εκδικούμενη το Φόβο όχι πια με ρομφαία, ούτε με μαχαίρι –το μαχαίρι συμβολίζει τώρα το φόβο– μα με περίστροφο, έρχεται να σώσει τον ποιητή από τις ανησυχίες και τις χίμαιρές του.
Η χρήση του πρώτου προσώπου στη συλλογή δηλώνει έναν εσωτερικό μονόλογο που οδηγεί στην ταύτιση του ποιητή με τον αναγνώστη. Κι είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που επιτυγχάνεται ο στόχος του Κουτσούνη, καθώς η αμεσότητα της γραφής του και η αυθεντική κατάθεσή του στο βωμό της Ποίησης, εξοικειώνει τους στοχασμούς του με τις απαιτήσεις και τις αναζητήσεις ακόμα και του πιο αυστηρού αποδέκτη.
Η εσωτερική απήχηση των λέξεων και η απόλυτη νοηματική συνέπεια εκφρασμένη ποικιλότροπα, αποκαλύπτουν στη δεύτερη ενότητα –στην Πύλη– τις βαθιές έννοιες του μαύρου και η άνοδος-τάση φυγής, αντικαθιστάται από την κάθοδο, ή το πέρασμα στην Πίσω Μεριά, στο χθόνιο βασίλειο του Μαύρου, βασίλειο της λήθης. Η λέξη «θάνατος» δεν αναφέρεται πουθενά. Έτσι η πεζότητα του αποφορτίζεται με μεταφορές όπως Εργοδηγός, εργολάβος, Χωροφύλακας με μαύρα γαλόνια, ένας Τύπος ή ένα Κουστούμι με ανθρώπινη μιλιά, ενώ η σημασία του επιφορτίζεται από συμβολισμούς όπως η Μαύρη Τρύπα, Ξενιτιά, μοναξιά και σκοτάδι, Ψυχοσάββατο. Διαβάζουμε στο γράμμα «μιας παλιάς αγάπης [...] / που μίσεψε νωρίς»:
«[...]
κι ο δεσμοφύλακας ουδέποτε και σε κανέναν δε χαρίζεται είμαστε σ’ αυστηρή απομόνωση καθηλωμένοι στα ξύλινα παλτά μας ποτέ δε γίνονται ανταρσίες τίποτε δεν αλλάζει κι είναι όλα ψυχρά κι ασάλευτα». Αγγελιοφόροι θανάτου, άσαρκοι με ναρκωμένη μνήμη, μπουφώνοι χλευάζοντες ακόλουθοι της Μοίρας, εξαϋλωμένες μορφές, αποκρουστικά συμπόσια, σειρήνες και δαιμονικά, σκοτεινές φιγούρες που εναλλάσσονται σε μαύρο φόντο γεννούν παραισθησιακά οράματα, συνθέτουν οξύμωρες περιγραφές που διαγράφουν το τετριμμένο παραστασιακό πεδίο της όρασης και της κοινής αντίληψης, ανατρέπουν τις εξωραϊστικές τάσεις της τέχνης, πετρώνοντας το χρόνο, τη συνείδηση και τη μνήμη. Ο ποιητής ερωτοτροπεί με τα στοιχεία της φύσης περνώντας από το συμβατό πραγματικό χώρο, στο χώρο του αόρατου, κι αυτοφωτιζόμενος καθαίρεται μεσ’ απ’ το φαντασιακό του αγγελομάχημα. |
Ευφροσύνη Συνιώρη [περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 101, Ιανουάριος -Φεβρουάριος 1999, σελ. 124-128] |
Ποίηση περιγραφική, με κάποια λυρικά ξεσπάσματα. Ο Σ.Κ. με μια αίσθηση κινηματογραφικής κάμερας παρουσιάζει στιγμές και καταστάσεις. Ερεθισμένος από στιγμιότυπα τραγικά, που δεν υποδηλώνουν αισιόδοξη αντιμετώπιση της ζωής, προβάλλει στην πλειοψηφία των ποιημάτων του μια κακοποιημένη ρεαλιστική μορφολογία στην ποίηση.
Ο Σ.Κ. κρατάει μια αρνητική στάση, ίσως από φόβο. Γεγονός που ερμηνεύεται κι από τον τίτλο της συλλογής. Λες κι ένα περίστροφο που συνεχώς αισθάνεται απέναντί του, τον απομακρύνει από το αισιόδοξο μήνυμα που περιμένει ο αναγνώστης.
«Κάθε πρωί ξυπνώ λαχανιασμένος/ όλη νύχτα με κυνηγάει αδυσώπητα/ το Μαύρο με τα τρομερά/ κι αναρίθμητα πρόσωπα».
Το μαύρο, η αγωνία, η λάσπη και το χώμα, η αντίπερα όχθη, η μαύρη τρύπα, τα φίδια, τα σπλάχνα είναι μερικές λέξεις-κλειδιά στην ποίηση του Σ.Κ. Εκεί πλέκεται ο καμβάς του, όπου κυριαρχεί το μαύρο. Γιατί όμως όλες οι διεργασίες και λειτουργίες του οδηγούνται στη μαύρη τρύπα, που δεν έχει προοπτική ούτε ορίζοντα;
«Κατεβαίνω στο πεζοδρόμιο / ένας άντρας πεσμένος μπρούμυτα / προσπερασμένος απ’ όλους // τον γυρίζω να δω το πρόσωπό του / και στ’ άσπρο φως του απομεσήμερου / βλέπω καθαρά // τον εαυτό μου/».
|
Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου [εφημερίδα Ριζοσπάστης, 13 Μάη 1999] |
Τρίτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, που τολμά και παίζει πάντα εν ου παικτοίς. Διαπράττει την ύβρη να διεισδύσει στα εσωτερικά του μαύρου, να βρει τις παραλλαγές του, να τις σκαλίσει όπως και στον Τρύγο αιμάτων του («Σμίλη», 1991). Μόνο που τώρα φαίνεται πως βγαίνει από την αυστηρή προσωπική απομόνωση με μια πιο κοινωνικοποιημένη υπαρξιακή αγωνία.
Η παρατήρηση των κοινωνικών πραγμάτων και ο στοχασμός πάνω σ’ αυτά που συμβαίνουν πίσω από τη φωτεινή και πολύχρωμη επιφάνεια φαίνεται πως έχει γίνει ο στόχος της ζωής του. Ή μάλλον η ζωή του είναι στο στόχο. Η δική του και η δική μας. Ο ποιητής δεν εθελοτυφλεί, δεν αυταπατάται, δεν αρέσκεται σε ωραιοποιήσεις.
Ο τίτλος της πρώτης ενότητας, «Το μεγάλο κυνηγητό», και το μότο με τον μαύρο καβαλάρη, από τη δημοτική μας ποίηση προερχόμενο, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια να παραναγνώσουμε, πιστεύω, τα απελπισμένα S.O.S.
Πρώτο ποίημα της συλλογής η «Αρένα» ρίχνει φως και αποκαλύπτει το στόχο της ποιητικής διαδρομής. Το μυστήριό της, που συντελείται στο σκοτάδι, μακριά από τα βλέμματα εκείνων που δεν αντέχουν, ή των αδιάφορων, ή των παρασυρμένων από το χρώμα, ή των εθελοτυφλούντων, προοικονομεί την πάλη με τον μαύρο ταύρο, κι ας μην υπάρχει εκεί ταύρος:
Κάθε πρωί ξυπνώ λαχανιασμένος
όλη νύχτα με κυνηγάει αδυσώπητα
το Μαύρο με τα τρομερά κι αναρίθμητα πρόσωπα. Κι αυτή θα μπορούσε να είναι η περίληψη της συλλογής, καθώς συνοπτικά μας δείχνει τον εφιάλτη του μαύρου. Ο αγώνας και η πάλη με Μαύρο, αγώνας του υποψιασμένου ανθρώπου μπροστά στο κινδυνοφόρο μέλλον του.
Μια νύχτα με πανσέληνο γίνεται η «αποκάλυψη» στο σκηνικό του πρόσκαιρου και επικαιρικού. Η υπηρεσία της φαντασίωσης παρέχει την ευκαιρία στον αγροιπνούντα μεγεθυσμένο ίσκιο να ξεπεράσει τη φωτογραφία του τοίχου, να διαπεράσει τα φαινόμενα, να ανιχνεύει στο μέσα μέρος για να βρει τα γυμνά μέλη της όμορφης γυναίκας, τα φωσφορίζοντα σπήλαια των σπονδύλων της, τα μαλακά σωθικά της, όλα πάνω στο τραπέζι στη διάθεση του Μαέστρου με το μαύρο φράκο.
Μαέστρος, ή χρόνος, ή χάρος, ή θάνατος, αυτός που καιροφυλακτεί, αυτός που απορροφάει το φως, σε όλες τις παραλλαγές. Και οι χρόνοι όλοι μαζί, παρόν, παρελθόν και μέλλον, συναιρούνται στην ιερή στιγμή της ενόρασης, την έξω από το χρόνο, που στην απειροελάχιστη διάρκειά της ο ποιητής επικοινωνεί με άλλα μάτια, με άλλο κόσμο, με άλλη ουσία.
«Παραλλαγή του μαύρου» και το επεισόδιο μπροστά στον «καθρέφτη». Τώρα, όμως, είναι γυναίκα αδηφάγα, σκληρή και αποκρουστική, κι είναι ο άντρας που κρέμεται από της χαρόντισσας τα χέρια. Είναι αυτός θεατής του μέλλοντος του.
Παράλληλο και συγγενές το ποίημα «Αντικατοπτρισμός» έχει και πάλι θύμα του τον αφηγητή, κυνηγημένο από το «χωροφύλακα με τα μαύρα γαλόνια»: «(…) ακούγονται σειρήνες και πυροβολισμοί // (...) Ένας άντρας πεσμένος μπρούμυτα // (...) γυρίζω να δω το πρόσωπό του / και στ’ άσπρο φως του απομεσήμερου / βλέπω καθαρά // τον εαυτό μου».
Έτσι, το πρόσωπο που μας δανείζει τη ματιά του, μας διηγείται τον εφιάλτη του, μας περιγράφει τα τεκταινόμενα γύρω του, βρίσκεται συχνά μπρος και πίσω από την κάμερα, θεατής του εαυτού του, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής συγχρόνως.
Το «Καρέ» έχει κι αυτό το μερίδιό του στην παραλλαγή του μαύρου. «Μαύρη αχλύ» αυτή τη φορά. «Παπάς», πιο κάτω, «Μαμή», στη συνέχεια, ο «Χασάπης», το «Χάρντ ροκ», το «Μεγάλο Σκουλήκι», η «Μαύρη λιμουζίνα», ο «Γαμπρός», ο «Ληστής», η «Χοντρή με τα μαύρα φτερά», ο «Μακελάρης», η «Χασάπισσα», το «Κουστούμι», ο «Χωροφύλακας», το «Μαχαίρι».
Όλα τα ποιήματα της πρώτης ενότητας, με τον ένα ή άλλο τρόπο, παραλλάσσουν πάνω στο πρώτο πρόσωπο, στον πρώτο ρόλο, στον εφιάλτη και στην αγωνία. Τα προσωπεία που δανείζεται το μαύρο για να παρουσιαστεί είναι όλα σύμβολα του θανάτου, του αδηφάγου χρόνου, της μοίρας των θνητών, της τελικής κατάληξης του κάθε ζωντανού, αλλά και πολλών άλλων, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Μόνο που ο Στάθης Κουτσούνης δεν καταδέχεται αφελείς ελπίδες, άλλη ζωή, άγγελο φύλακα ή ψυχοπομπό, αλλά κοιτάζει κατάματα το μαύρο. Το αποκαλύπτει. Το φέρνει στο φως. Δείχνει τα μέσα και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρουσιαστεί για να μην το υποψιαστούμε. Χασάπης, χασάπισσα, μακελάρης (και η σφαγμένη αγελάδα στο τσιγκέλι), οδηγός νεκροφόρας (χάρος, Άδης, ψυχοπομπός), άντρας, γυναίκα, φίδια, σπλάχνα, αίματα, βίαιοι και αφύσικοι τοκετοί, εξαμβλώσεις, το Μεγάλο Σκουλήκι (όνομα - τίτλος - σχόλιο με καυστικότατο σημαινόμενο), παπατζήδες και χαρτοπαίκτες που παίζουν με το κεφάλι του συμπαίχτη τους, όλα με λέξεις σκληρές, που φέρνουν βίαια στο φως την ύπουλη δραστηριότητα του μαύρου, τις παραλλαγές του, μέσα από δραστηριότητες της σύγχρονης ζωής.
Με τούτο ή με εκείνον τον τρόπο, η ζωή είναι για κατανάλωση του μαύρου, όπως κι αν λέγεται αυτό. Χώμα, σκουλήκι, μάνα γη, φύση, αποσύνθεση στα διάφορα συστατικά, ή ακόμη και διαφθορά και ηθική κατάπτωση.
Ο άνθρωπος της ύλης, της χειροπιαστής, εκείνης που κάθε μέρα, αόρατη, αλλά αισθητή, με άλλου είδους μάτια, χάνει τον αγώνα με το χρόνο, βλέπει τον πανδαμάτορα να τον κατατρώει, το χάρο τον αχόρταστο. Η γη ολόκληρη «χαράδρα έχασκε πληγή ανοιχτή».
Όχι κήπος, όχι λουλούδια, μουσικές οργάνων, αγγελικές ψαλμωδίες. Οι ουρανοί κωφεύουν, και ο Στάθης Κουτσούνης τους πετάει κατάμουτρα τον κάποτε απαγορευμένο καρπό της γνώσης. Όχι, δεν θα τον πιάσει στον ύπνο μέσα σε κάποιο γλυκό όνειρο. Όχι, δεν θα αναληφθεί στους ουρανούς σαν φτερό ή πούπουλο. Ξέρει καλά την κατάληξη της υλικής του φτερούγας. Ήδη οσμίζεται του απείρου και του χάους τις οσμές που δείχνουν παράλληλα και την αποσύνθεση του κόσμου μας, των θεσμών, των κοινωνικών δομών. Το μαύρο δεν μπορεί να τον ξεγελάσει με τις παραλλαγές του. Και μια «παραλλαγή» μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις.
Ένα παράδειγμα μας δίνει το ποίημα «Άγρα» με τις κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικές προεκτάσεις του. Έτσι, μπορεί να έχουμε: λιμουζίνα - νεκροφόρα, τέσσερις που σηκώνουν το νεκρό, οδηγό ψυχοπομπό, άνθρωπο που υποκύπτει στη θνητότητά του. Σε μια άλλη ανάγνωση: Η πόλη ανάστατη, η εξουσία ταραγμένη, γραμματείς και φαρισαίοι ψάχνουν για τον «επαναστάτη», ο αγαπημένος μαθητής προδίδει. Ιούδας ή Πέτρος;
Τρίτη εκδοχή: Η πόλη πολιτικά ανάστατη. Το αυτοκίνητο της εξουσίας και οι μπράβοι συλλαμβάνουν το διωκόμενο άτομο. Ο αγαπημένος μαθητής με το δάχτυλο δείχνει τον καταζητούμενο όπως ο καταδότης της κατοχής («Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων», λέει ο Ελύτης, στο «Οικόπεδο με τις Τσουκνίδες»). Αντικείμενο της «άγρας», πάντως, είναι ο άνθρωπος, είτε είναι απλώς άνθρωπος, είτε με κάποια εξουσία από την οποία κινδυνεύει το κατεστημένο του μαύρου.
Το αποτέλεσμα παραμένει πάντα το ίδιο. Η εξουσία του θανάτου, με όλα της τα προσωπεία, ασκεί τον ίδιο ρόλο.
Στην υπηρεσία του μαύρου φυσικά πρώτος σκυταλοδρόμος ο χρόνος:
Θα σε πάρω της είπε
αλλά εκείνη αναρίγησε και τον κοίταξε συγχυσμένη ο καιρός έτρεχε κι ολοένα περίμενε
δίχως ν’ αποφασίζει. Κάποτε «η γεροντοκόρη» δέχτηκε την επίσκεψη που δεν μπορούσε να αρνηθεί:
ήρθα για να σε πάρω της ξανάπε
ετοιμάσου βάλε το νυφικό σου εγώ θα καρτερώ στην άκρη του ύπνου στην άκρη του κρεβατιού σου και πριν ξυπνήσεις θα σε πάρω οριστικά Αλλά και οι άλλες εξουσίες γι’ αυτό το θάνατο δουλεύουν. Έτσι, ενώ στο πρώτο επίπεδο το μαύρο φαίνεται ότι εξισούται με το θάνατο της ύλης, ο θάνατος, σε δεύτερο επίπεδο, μπορεί να είναι η κάθε μορφής επιθετικότητα και εγκληματικότητα που αναπτύσσεται στη σύγχρονη κοινωνία. Στο ποίημα «Ληστεία» π.χ. ο ληστής στην τράπεζα δεν θέλει τα χρήματα αλλά την ταμία. Έτσι, στα σημαινόμενα του μαύρου περιλαμβάνονται όλοι οι θάνατοι, κυριολεκτικοί και μεταφορικοί. Θάνατος του ανθρώπου αλλά και θάνατος της κοινωνίας. Θάνατος του πολιτισμού, θάνατος της ειρήνης. Θάνατος των θεσμών. Διότι όλοι οι μετέχοντες στις παραλλαγές, από το δικό τους πόστο, επιδεικνύουν με θράσος και από μια μορφή θανάτου. Πτώση, ευτέλεια, βεβήλωση, κερδοσκοπία, τζόγος, ληστεία, ψυχρότητα του εκτελεστή, κυριαρχία της δύναμης.
Τίτλος της δεύτερης ενότητας «Η πύλη» και μότο από την Οδύσσεια με αναφορά στο σκοτεινό κόσμο των νεκρών. Στο πρώτο ποίημα «Η Αγωνία» ανακαλύπτουμε τη διακειμενική σχέση με το ποίημα «Η Αποκάλυψη», της πρώτης ενότητας, σχέση η οποία συνίσταται στην παρουσία μιας φωτογραφίας που καίγεται, και διαφορά στο ότι η φωτογραφία στέκεται με το σταματημένο χρόνο στο αισθαντικό και παγωμένο βλέμμα του εικονιζόμενου, στην «Αποκάλυψη», ενώ γίνεται πόρτα κλειστή, στην «Αγωνία». Ο ήρωας, σ’ αυτό το ποίημα, όλη τη νύχτα μέσα στο όνειρο του βλέπει θηρία κι αγγέλους να παλεύουν, επεισόδιο γνωστό από την Παλαιά Διαθήκη. «Το φλιτζάνι» του αποκαλύπτει τη μοίρα και τη μαύρη τρύπα όπου μέλλει να ενταχθεί. Στο «Συστημένο» γράμμα η αγαπημένη από τον άλλο κόσμο περιγράφει την πικρή «ζωή» στον Άδη, τις δυσκολίες επικοινωνίας, το αυστηρό τυπικό των κανόνων εκεί. «Η έξοδος» ενός πνιγμένου από τη θάλασσα φέρνει νέα του κάτω κόσμου. «Η παρέλαση» έχει τον πικρό πυρήνα της στο τέλος με το βαρκάρη του κάτω κόσμου. «Το ταξίδι» οδεύει με Kawasaki 1500 στον άλλο κόσμο, και γυρισμό δεν έχει. «Ο λάκκος», καθαρή αλληγορία του τάφου, με συγκλονιστική συναισθηματικά την έξοδό του:
ένα σκυλί μονάχα έσκουζε κάπου
έξω από το ποίημα. Το «Αγγελομάχημα» παγιδεύει τον πλανήτη στα δίχτυα της μόλυνσης και «ο γάμος» της κόρης με τον Πλούτωνα γίνεται μέσα σε κλάματα και «τραγούδια» μοιρολόγια της μάνας μπροστά στον ασυγκίνητο «γαμπρό». Ο γάμος ολοκληρώνεται με την κάθοδο της κόρης στην «Αυτοκρατορία του Μαύρου». Και ο αρχαίος μύθος της Δήμητρας και της Κόρης επαναλαμβάνεται για άλλη μια φορά δείχνοντας την αλυσίδα των παρόμοιων γάμων, θανάτων, θρήνων.
Τελικά, οι «Παραλλαγές του μαύρου» στην ενότητα «Η πύλη» μιλούν για το συντελεσμένο πλέον κακό με έντονη την αίσθηση της σχέσης με τα τραγούδια του Χάροντα και του Κάτω Κόσμου.
Εκείνο που πρέπει οπωσδήποτε να σχολιάσουμε είναι το «δημοσιογραφικό» στυλ της περιγραφής των δρωμένων, που θυμίζει ειδησεογραφικά τηλεοπτικά δελτία. Η απόλυτη φρίκη δίνεται με απόλυτη φυσικότητα. Ο θεατής, το θύμα, ο πάσχων, αντιμετωπίζει ως φυσικό το αποτρόπαιο, το βίαιο, το παράλογο, το εφιαλτικό. Υπάρχει, βέβαια, μια κρυμμένη συναισθηματική ένταση. Έτσι ή αλλιώς, αυτή η επιλογή παρουσίασης συνυποδηλώνει την καταγγέλλουσα κραυγή του ποιητή που αγρυπνά για την ανθρωπιά που ψυχορραγεί, για το μαύρο μέλλον του κόσμου και του ανθρώπου. Ο Στάθης Κουτσούνης βιώνει τα πάθη του από μέσα και τα περιγράφει ως αναμεταδότης απ’ έξω. Είναι, δηλαδή, μέσα και έξω ταυτόχρονα.
Για να μιλήσουμε με μια αναλογία, θα λέγαμε ότι το θεματικό ανάλογο των ποιημάτων της συλλογής το βρίσκουμε στους πίνακες του Ιερώνυμου Μπος ή στις εφιαλτικές τιμωρίες των αμαρτωλών στην Καπέλα Σιξτίνα. Ακόμη δεν θα ’ταν λάθος να πούμε ότι ανακαλύπτουμε μια νέα «εποχή στην κόλαση». Οπωσδήποτε είναι πολλές οι διακειμενικές σχέσεις με άλλα λογοτεχνικά κείμενα. Σχέσεις οι οποίες ρίχνουν φως στο θέμα από μια άλλη γωνία έτσι ώστε το παλιό να φαίνεται σαν καινούριο και το καινούριο να δείχνει τις βαθιές του ρίζες.
Ως προς τη θεατρικότητα και το διάλογο, που σημειώνεται αρκετές φορές, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ο συνδιαλεγόμενος μιλά επίσης σε πρώτο πρόσωπο, αλλά με άλλο τύπο γραμμάτων τηρώντας παραδοσιακά μέτρα και ρυθμούς. Και οι δύο, όμως, λόγοι εντάσσονται στον αφηγημένο διάλογο του κύριου ήρωα των δρωμένων, ο οποίος προτιμά τον καθαρώς πεζολογικό τύπο. Έτσι, εναλλάσσεται το παλιό με το καινούριο ως μορφή, ενώ διατηρεί σταθερά το περιεχόμενο.
Τελειώνοντας επανέρχομαι σ’ εκείνο το σκυλί που σκούζει έξω από το ποίημα, γιατί είναι το μόνο που δεν έχει μεταλλαχτεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, επειδή είναι ζώο και δεν καταλαβαίνει από ανθρώπινες συμπεριφορές. Επειδή είναι «έξω από το ποίημα», έξω από την παράλογη λογική των ανθρώπων, μοναδικό δείγμα όντος που θρηνεί για το θάνατο που συμβαίνει κοντά του, επειδή υπακούει στη φύση που η Φύση του το προίκισε.
Οι Παραλλαγές του μαύρου είναι ένας πολυεπίπεδος προβληματισμός πάνω στη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου αλλά και του ανθρώπου γενικώς, που δείχνει πως η τέχνη και η εποχή είναι δεμένες όπως το έμβρυο με τη μητέρα του, για να θυμηθούμε και το Γιώργο Σεφέρη.
|
Ανθούλα Δανιήλ [περιοδικό Φιλολογική, τεύχος 71, Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος 2000, σελ.76-78] |
Το μαύρο ως σπουδή θανάτου
[...]
Η αυτοκρατορία του μαύρου, τ’ αναρίθμητα και πεινασμένα στόματα του σκοταδιού, οι μεταμφιέσεις του θανάτου αλλά και το υπαρξιακό άγχος για το πεπερασμένο της ανθρώπινης πράξης είναι μερικά από τα δομικά στοιχεία που συνθέτουν το ποιητικό Σύμπαν του Στάθη Κουτσούνη. Ο ποιητής στέκεται πάνω απ’ το θάνατο και αφουγκράζεται τις φωνές του Κάτω Κόσμου. Επιχειρεί μια σπουδή πάνω στο θάνατο προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τα προσωπεία του. Εδώ ο θάνατος είναι ο μέγας, κυρίαρχος της σκηνής, που μεταμφιέζεται και αλλάζει πρόσωπα. Πρόκειται για ένα «πολλαπλό είδωλο» που ελλοχεύει σε κάθε μας βήμα, σε κάθε έκφανση του ανθρώπινου βίου, «παραμονεύοντας το μαύρο του αίμα να σταλάξει»1.
Μια πρώτη προσέγγιση θέλει τις Παραλλαγές του μαύρου ν’ απεικονίζουν το υπαρξιακό άγχος του ανθρώπου αλλά και την καθοριστική συμβολή του υποσυνείδητου στην ανθρώπινη πράξη. Ιδιαίτερα εύγλωττη είναι η ανάδειξη εσωτερικών τοπίων του ανθρώπινου ψυχισμού, όταν ο ποιητής υιοθετεί στοιχεία από τη λαϊκή και δημοτική μας παράδοση. Δημιουργεί μια «ποίηση της εικόνας και της αμεσότητας»2, ώστε ο λόγος του να είναι ταυτόχρονα απλός και σύνθετος, αποκαλυπτικός της αλήθειας αλλά και του μυστηρίου που ενέχει η ίδια η ζωή.
Ωστόσο η πρόσβασή μας στο ποιητικό στερέωμα του Στάθη Κουτσούνη γίνεται πιο ενδιαφέρουσα από αναλυτική σκοπιά, αν επιχειρήσουμε ν’ ακτινογραφήσουμε τους δομικούς ιστούς που συγκροτούν τις Παραλλαγές του μαύρου. Τι είναι όμως το «μαύρο»;
Ερώτημα που από μόνο του είναι καταδικασμένο να μείνει αναπάντητο και ανεξιχνίαστο. Κι αυτό γιατί η ενεργητική προσέγγιση αλλά και η δημιουργική αφομοίωση ενός έργου τέχνης, και ειδικότερα ενός ποιήματος, προϋποθέτουν «πολλαπλές αναγνώσεις», προκειμένου να αναδειχθούν οι πλευρές εκείνες που καθιστούν το ποίημα (αντι)κείμενο εποικοινωνίας3. Η κριτική ματιά δε θα πρέπει να ενδιαφέρεται τόσο για την αποκάλυψη αιτιατών σχέσεων όσο για την ανάδειξη εκφάνσεων-εκδοχών, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να αξιωθεί κοινωνός και συμμέτοχος στο επικοινωνιακό εγχείρημα που η ίδια η ποίηση ως διαδικασία προτάσσει.
Ο ύπνος, τα όνειρα και οι εφιάλτες, οι φόνοι και τα υπαρξιακά αδιέξοδα είναι τα γεφύρια ανάμεσα σ’ ένα κόσμο υπαρκτό και σ’ έναν άλλο κόσμο όχι ανύπαρκτο αλλά αθέατο και σκοτεινό, πανίσχυρο και αβυσσαλέο, που κατοικεί εντός μας. Το «μαύρο» είναι εκείνο που εφιαλτικά παραμονεύει, που υποδύεται ρόλους, που ντύνεται χιλιάδες πρόσωπα, παίρνοντας έτσι την εκδίκησή του. Είναι εκείνο που έρχεται να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα του πάνω κόσμου και να υπενθυμίσει την ύπαρξή του, ιδιαίτερα σ’ εκείνους που θέλουν να το αγνοούν και να μην το αναγνωρίζουν ως ισότιμο μέλος, όπως η διαλεκτική των αντιθέτων ορίζει.
Η «αυτοκρατορία του μαύρου» έχει στόματα άπειρα και πεινασμένα, έτοιμα να καταβροχθίσουν τον καθένα μας. Η παντοδυναμία της γίνεται αισθητή όταν μας δείχνει την υπεροχή της αλλά και την εξίσου με το φως της ζωής δύναμη του σκοταδιού. Οι μεταμφιέσεις του «μαύρου» θυμίζουν θεατρικά μονόπρακτα, όπου ο ποιητής αφηγείται, ο θάνατος σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί, «ακονίζει ενώπιόν μας τους κυνόδοντες του σκότους και της λησμονιάς».
Το τρίτο βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη έρχεται να συνεχίσει την ποιητική διαδρομή του ηλείου δημιουργού σε μια εποχή που οι γνήσιες φωνές όχι μόνο σπανίζουν αλλά και ηχούν παράφωνα μέσα στον κυκεώνα των χιλιάδων τίτλων που εκδίδονται. Πρόκειται, όπως προείπα, για μια σπουδή πάνω στο θάνατο, μέσα από ένα λόγο παράφορο, ικανό να διεισδύσει σε κρυφά και σκοτεινά πεδία του ανθρώπινου ψυχισμού. Φιλμική γραφή, υπερρεαλιστικές εικόνες, ενύπνια σενάρια, δημοτική και λαϊκή μυθολογία δομούν το ποιητικό του Σύμπαν. Ο ποιητής γνωρίζει καλά πως κανείς δεν ξεφεύγει από το «μεγάλο κυνηγητό» και πως κανείς δε θ’ αποφύγει το πέρασμα της «μεγάλης πύλης».
Οι Παραλλαγές του μαύρου αποκαθιστούν τη διαλεκτική ενότητα των αντιθέτων. Ο κόσμος της ζωής και του φωτός συμπληρώνεται από τον κάτω κόσμο του σκοταδιού και της ανυπαρξίας. Η ποίηση; Το μόνο ίσως Σύμπαν που μπορεί να χωρέσει εξίσου και τους δυο κόσμους. Έτσι κι αλλιώς ποιητής και αναγνώστης γνωρίζουν καλά πως κάποτε όλοι θα συναντηθούμε: «...εκεί που λούζονται οι ψυχές / πριν να χαθούν στο Σύμπαν...»4
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ |
Νίκος Φωτόπουλος [περιοδικό Μανδραγόρας, Τεύχος 24, Οκτώβριος 2000, σελ.124-128] |
«Εκείνο το άλλο, τον εφιάλτη...»
Δεν είναι μόνον ο καθημαγμένος άνθρωπος των ημερών μας ούτε η φρίκη και ο τρόμος μπροστά σε όσα, σε καθημερινό ή σε ευρύτερο επίπεδο, συντελούνται γύρω μας, οι δυνάμεις που οδήγησαν τον ποιητή να αρθρώσει έναν τόσο άτεγκο και αιχμηρό σαν λεπίδι λόγο. Ούτε είναι ο τραγικός εγκλωβισμός του ίδιου ανθρώπου, που, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξεφύγει, κατασπαράσσεται, ξεσκίζεται, διαμελίζεται, κατατεμαχίζεται, πολτοποιείται. Η κόλαση του πάσχοντος για τον άνθρωπο ποιητή δηλώνεται με ένα κράμα εφιαλτικών εικόνων που θυμίζουν την Αποκάλυψη του Ιωάννη, την Κόλαση του Δάντη και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού, τρομερών σκηνών, οι οποίες συμπληρώνονται με αποτρόπαιες, φρικιαστικές εικόνες των ημερών μας, που εστιάζουν στο σήμερα, για να προκαλούν και τον σημερινό αναγνώστη.
Είναι η διαχρονική αίσθηση της ανθρώπινης απελπισίας που υπερβαίνει το σήμερα (το οποίο απλά αποτελεί το πρόσχημα και το αναγνωριστικό σημείο της αγωνίας του ποιητή) και που επαναφέρει, μέσα από το τραγικό τώρα, τον αιώνιο πανανθρώπινο πόνο του θανάτου, την Αυτοκρατορία του Μαύρου. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την αέναη, αδυσώπητη και απίστευτα άνιση πάλη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στο εφήμερο λευκό και στο παντοδύναμο μαύρο, γι’ αυτή την εναλλαγή, μέσα στην οποία μετεωριζόμαστε και μέσα από τις εκπλήξεις της δικαιώνουμε την όποια παρουσία μας.
Τιτλοφορήσαμε το κριτικό αυτό σημείωμα με μια φράση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου (από τις Πολιτείες της Ανατολής), για να επισημάνουμε ακριβώς το αναπότρεπτο και το αναπόφευκτο του θανάτου, που, όσο κι αν δεν μας αρέσει, σημαίνει όμως τη ραγδαία ορμή μας προς αυτόν, σημαίνει επίσης την επιδίωξη μιας ερωτικής συνάντησης μαζί του, στον αγώνα μας να τον αναγνωρίσουμε, να μπορέσουμε να τον περιγράψουμε, να κατανοήσουμε τον παραλογισμό του, για να καταφέρουμε έτσι, έτοιμοι πια, να συμφιλιωθούμε μαζί του.
Οι Παραλλαγές του Μαύρου αποτελούν σπουδή θανάτου (για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς έναν μουσικό όρο), εκδοχές προσέγγισής του, προειδοποίηση για τον οδυνηρό αγώνα που μας περιμένει και που τελικά θα μας οδηγήσει στο επέκεινα. Δεν πρέπει να νομισθεί ότι πρόκειται για πεισιθάνατη ποίηση. Αντίθετα, πρόκειται για αλεξιθάνατη, εφόσον λειτουργεί ως πρόταση και δοκιμή συμμορφούσας θανατογνωσίας, για την επίτευξη της οποίας επιστρατεύονται ανάλογα μορφικά σχήματα και λεξιλόγιο, και ανασύρονται αποτρόπαια συναισθήματα, θανατηφόρες περιοχές, κινηματογραφικές τεχνικές που ανακαλούν χιτσκοκικές σκηνές, υπερρεαλιστικές φαντασιώσεις, στηριγμένες στο όνειρο και στον εφιάλτη, και γενικά στον θανατόμορφο ύπνο, κάθοδοι στον Άδη, νεκρικά σύμβολα αποδοτικά της ανυπαρξίας (όπως το άσαρκο, η γύμνια, η στέρηση, η έλλειψη, ο τάφος), ή συντελεστικά της φθοράς (όπως το δηλητήριο, ο αποκεφαλισμός, το φονικό, η βία).
Η ποίηση δεν μεταδίδει μόνο γλυκυθυμία, αλλά και μελαγχολία. Αρκεί η τελευταία να λειτουργεί ενεργοποιητικά και όχι παραιτητικά, αρκεί ο θάνατος να προβληματίζει για την πραγματική απόλαυση της ζωής. Θα κλείσω με τα λόγια του συγγραφέα, από τον οποίο δανείστηκα και τον τίτλο της κριτικής μου. Υπάρχουν λέει οι αισιόδοξοι από πίστη και οι αισιόδοξοι από πλησμονή απαισιοδοξίας. Οι τελευταίοι είναι εκείνοι που άγγιξαν πια το έσχατο όριο, προτού προφτάσουν ν’ αρρωστήσουν αγιάτρευτα. Κείνοι που ένιωσαν την άβυσσο την τελευταία στιγμή.
|
Θεοδόσης Πυλαρινός [περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 104, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002, σ. 302] |