Στου κανενός τη χώρα
![]() |
Στάθης Κουτσούνης
Στου κανενός τη χώρα Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2020 |
Κριτική
Τα σύντομα σαν χάι κου ποιήματα που συναντήσαμε και στις προηγούμενες συλλογές ομαδοποιούνται εδώ κάτω από τον τίτλο «Νεκρές φύσεις», τέσσερις συνολικά, διάσπαρτες στη συλλογή. Παραθέτω την πρώτη από την τέταρτη ομαδοποίηση, που δείχνει και την κοινωνική του ευαισθησία.
Μπρούμυτα στην ακτή μελανιασμένο
Υπάρχει κανείς που δεν θυμάται τη φωτογραφία με το ξεβρασμένο παιδί στην ακτή; […]
από τότε μεγαλώνει
[…]
δίσταζα ως την ύστατη στιγμή
Το «νήμα» είναι ένα άλλο δείγμα της ευαισθησίας του Κουτσούνη.
Μπροστά μου ένα σκουλήκι και αυθόρμητα
με ταραχή και θαυμασμό
δέκα χρόνια καρτερούσα τη στιγμή κι εσύ
μάταια όμως
το τσεκούρι
Δεν μας το λέει ο Όμηρος, αλλά σίγουρα ο Οδυσσέας πλάγιασε με την Πηνελόπη. Διαφορετικά ίσως να είχε την μοίρα του Αγαμέμνονα.
του προσώπου μου αίφνης οι μύες
καλοπιάνω την τύχη μου (ανάπαιστος)
μα η γκίνια ανένδοτη (ανάπαιστος)
κι οι γυναίκες ψυχρά τραπουλόχαρτα (ανάπαιστος)
κι ευθύς ποντάρω απ΄ την αρχή (ίαμβος)
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι:
φτιάχνουν φωλιές στο σώμα σου κι αρχίζει το τραγούδι
[…] Η ποίηση του Κουτσούνη έχει … διαύγεια και βάθος.
[ηλεκτρονικό περιοδικό Περί ου, 7 Νοεμβρίου 2020]
[ηλεκτρονικό περιοδικό Περί ου, 21 Νοεμβρίου 2020]
Νομίζω πως μπήκαμε στο νόημα που φυγοδικούν τα αόριστα. Η χώρα που δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει, ο κανένας που είναι κάποιος, κρυμμένος μέσα στο «τις» της αντωνυμίας «ούτις». Ο άνθρωπος που φαίνεται ανώνυμος, αλλά δεν είναι. Που κατοικεί μια χώρα συγκεκριμένη πριν φύγει για την άλλη την αφηρημένη, προς την οποία οδεύει από την ώρα της γέννησής του, είτε τη λένε Ιθάκη είτε τη λένε ουτοπία, και που γεννιέται από την ώρα που γεννιέται ο κάθε «κανένας». Μόνο που ο ποιητής, ο κάθε ποιητής, ξέρει καλά πού βαδίζει και, όταν έχει πανοπλία τη βαριά φιλολογική σκευή του, τότε τραβάει τις ρίζες του από βαθιά στο χρόνο. Δεν μας διαφεύγει το «νόστιμον ήμαρ» του Ομήρου ή το «τόδ’ ήμαρ ημίν κύριον» του Ορέστη από τον Ευριπίδη (στ. 1035), μότο της συλλογής. Αυτή η μέρα αποφασίζει, μέρα που θα φέρει θάνατο.
Τριάντα δύο είναι συνολικά τα ποιήματα ή, με τα μικρά των ενοτήτων «νεκρές φύσεις», σαράντα τέσσερα. Το «diminuendo», δέκατο όγδοο στη συλλογή, μοιάζει σαν ανάχωμα από το οποίο αρχίζει η σταδιακή αποφόρτιση. Εκεί πρέπει να γίνεται και η τομή. Και το τέλος οριοθετείται από την «coda». Δύο μουσικοί όροι, λοιπόν, ορίζουν τη μέση και το τέλος. Ο Κουτσούνης αξιοποιεί τη σχέση του με τη μουσική. Σαν να είναι η συλλογή η εκτέλεση μιας μουσικής σύνθεσης. Παρακολουθώ τη δομή της, τα Μέρη: Εισαγωγή «το σχοινί», «νεκρές φύσεις i», εφτά ποιήματα, «νεκρές φύσεις ii», έξι ποιήματα, «νεκρές φύσεις iii», έξι ποιήματα, «νεκρές φύσεις iv», εφτά ποιήματα, «coda».
Στα Μέρη λοιπόν ο ποιητής γίνεται το εγώ που στοχάζεται πάνω στα αιώνια ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, ενώ στις «νεκρές φύσεις» τα μάτια βλέπουν τα τεκταινόμενα της καθημερινότητας. Μέσα και έξω από αυτά συγχρόνως. Θα έλεγα ότι η δομή τη συλλογής μού θυμίζει κάπως τον Μικρό ναυτίλο του Οδυσσέα Ελύτη και οι «νεκρές φύσεις» τον «προβολέα» του. Στο προβολέα παίζουν τα εγκλήματα της Ιστορίας, στις νεκρές φύσεις, σε άλλο επίπεδο, αλλά όχι πολύ μακριά, παίζουν παρεμφερή εγκλήματα. Με τον τρόπο αυτό, ο Κουτσούνης ζει μέσα στον κόσμο, βλέπει και πάσχει από όσα συμβαίνουν γύρω του, τα αποδίδει συμβολοποιημένα, σαν έργα τέχνης, αλλά στα άλλα ποιήματα απομακρύνεται για να στοχαστεί πάνω στα αιώνια χωρίς απάντηση ερωτήματα.
κι από πουλί ούτ’ ένας ήχος
όρνια μονάχα κρώζουνε
τροχίζοντας τα ράμφη τους
κι ο αέρας τού χτενίζει τα μαλλιά
και τον μαλώνει μουρμουρίζοντας
απ’ τη δική του όμως τη μεριά
τίποτα δεν σκιρτά
στου κανενός τη χώρα
ήδη τρεις μέρες ανεμίζει στο σχοινί
θα σου φανερώσω τη γνώση
το μυστικό για να μείνεις αμάραντη
που πασχίζεις να βγεις απ’ το κάδρο
ψιθυρίζω τ’ όνομά σου και γυρίζεις
αλλά δεν έχεις πρόσωπο
ένα μήλο προβάλλει στον λαιμό σου
δάγκωσέ το να γίνω συνένοχη
Όπως ήδη έχουμε επισημάνει τα ποιήματα δίνουν την εντύπωση ότι το ένα ανταποκρίνεται στο απέναντί του –η αριστερή σελίδα στη δεξιά–, έτσι στα δύο τελευταία ποιήματα, «παίζω άρα υπάρχω» και «coda», ο ποιητής σαν παιδί του Ηράκλειτου παίζει, αντί πεσσούς, ποιήματα και σαν απόγονος του ορθολογιστή Ντεκάρτ «υπάρχει επειδή γράφει ποιήματα». Στην «μουσική coda» ο αμετανόητος παίκτης, εν γνώσει του χαμένος από χέρι, επιμένει:
το ξέρω
ωστόσο εγώ πασχίζω
να παίξω μαζί σου στα ίσια
γευόμενος μέχρι το μεδούλι
την ηδονή απ’ τα μικρά μου τρόπαια
κι αν καταφέρω στο φινάλε
λίγο προτού μ’ αποτελειώσεις
την τύχη μου να ιντριγκάρω
θα πάρω ακόμα μια βαθιάν ανάσα
και βγάζοντας απ’ το μανίκι μου τον άσο
θα σ’ αναγκάσω σε παράταση
σήκω μού φωνάζει
Μια παρόμοια μετάβαση στο άχρονο γίνεται και στο ποίημα «Απολογία», όπου η Κλυταιμνήστρα καταθέτει τη δική της εκδοχή στα τραγικά γεγονότα του εγκλήματος: η πράξη της δεν ήταν προσχεδιασμένη, το τσεκούρι βρέθηκε τυχαία μπροστά της τη στιγμή που δεν έπρεπε, όπως συχνά η μοίρα μάς θέτει μπροστά στον πειρασμό της επιστροφής σε μια βίαιη (ή μήπως δίκαιη;) φύση. Ο πειρασμός, όμως, επανέρχεται και στο ποίημα «Εύα», όπου το σκουλήκι του δέντρου της γνώσης γίνεται οχιά, αλλά και καρπός του μέλλοντος, αφού ορίζει την αρχή της ανθρώπινης περιπέτειας.
εδώ στην αιωνιότητα
Από την ακινησία της ροής στη μόχλευση του μύθου
Στο νέο ποιητικό βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη, Στου κανενός τη χώρα, έβδομο ποιητικό του βιβλίο, όπως άλλωστε και στα προηγούμενα, ο ποιητής, με τη γνώριμη εκφραστική του δύναμη και αμεσότητα, μας εισάγει αυτοστιγμεί σ’ ένα σύμπαν πλούσιο σε εικόνες, φωνές και χρώματα.δρομείς που βιάζονται να φτάσουν
[…]
είσαι όμορφη της λέει
[…]
σε πεινώ και λοξά σε κοιτάζω
[…]
μάταια όμως
Χρόνια πολλά
[…]
Ροτόντα με δύο καρέκλες
[Παράθεμα 12: «Coda», σελ. 43 – ακροτελεύτιο ποίημα]
ωστόσο εγώ πασχίζω
«Δρομείς που βιάζονται να φτάσουν»
«στου κανενός τη χώρα/ ήδη τρεις μέρες ανεμίζει στο σχοινί»Στην επικράτεια του θανάτου
στου κυνηγού τα πόδια
ασπρόμαυρη φωτογραφία
σ' όποια και να καθίσω
η άλλη μένει άδεια
στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας
που τον πάει αργά στην εξοχή
Αναφορά σε όλους και στον κανένα
Η ποίηση του γνωστού ποιητή και φιλόλογου Στάθη Κουτσούνη ουσιαστικά προβάλλει ως πέπλο που καλύπτει σημαντικά γεγονότα, ως αχλή που συνδράμει προς μια περαιτέρω διερεύνηση θεμάτων που η ίδια αναδεικνύει, ως σκέπασμα παράλληλων εκδοχών που ξεκινάνε από το απλά ρεαλιστικό και καταλήγουν σε αιθέριες, μυσταγωγικές και φανταστικές, πίσω από τα δρώμενα, επιλογές. Ο Στάθης Κουτσούνης είναι ένας μετριόφρων δημιουργός, χωρίς τυμπανοκρουσίες και φανταχτερές ποιητικές εκφάνσεις, ισορροπημένος και σεμνός, χωρίς βαρύγδουπες και κενές στιχουργικές εμπνεύσεις, είναι δημιουργός ο οποίος καθόλου κραυγαλέα αλλά μάλλον χαμηλόφωνα περνά τα μηνύματά του με τρόπο άκρως αποδεκτό, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, χωρίς κομπασμούς και αοριστολογίες, το αντίθετο, με σαφώς φλογερό και ζεστό πρόσημο, το οποίο και αποδεσμεύει μια μεγάλη ψυχαγωγική ένταση. Ο ποιητής Κουτσούνης (και σε αυτό θα μείνουμε σε όλη μας την κριτική εκτίμηση, όχι γιατί το υπόλοιπο έργο πάσχει από ποιότητα αλλά γιατί οι "Νεκρές φύσεις" φιγουράρουν ως υψηλού επιπέδου ποίηση) στέκεται σε κάθε τι το θεμιτό, το εναγωνίως χρήζον βοηθείας, το "άρρωστημένο", το πολλαπλώς καθολικό. Λέει λοιπόν στις «Νεκρές φύσεις i»:
[…]
Ρυθμός χαρακτηρίζει τα ποιήματα της πρόσφατης ποιητικής συλλογής του ποιητή από την Ηλεία … με αρχετυπικές μορφές να αναλαμβάνουν την ενδιαφέρουσα σημειολογική ερμηνεία. Αυτή η χώρα του κανενός (ή του καθένα;) παραπέμποντας στο ταξίδι νόστου του Οδυσσέα (ο Ούτις της Οδύσσειας), η Εύα και το μήλο οδηγώντας στις απαρχές του κοσμικού παραμυθιού, μας καθοδηγούν σε μια ανάγνωση που απαιτεί όλο και βαθύτερη κατάβαση για να συναντήσουμε τον αρχικό πόνο της απώλειας μέσα από την άφευκτη φθορά των σωμάτων – τότε που και ο έρωτας μοιάζει μάταιο κυνήγι μιας Αρέθουσας λίγο πριν μεταμορφωθεί σε πηγή: [...] σε κυνηγούσα κι έτρεχες/ σαστισμένη ανάμεσα στα χόρτα/ γλιστρούσες στη δροσιά και σ’ έσφιγγα [...] ώσπου κατάλαβα πως το ποτάμι είμ’ εγώ... Στην ποίηση του Κουτσούνη όλα συνδέονται με αόρατα νήματα για να συνθέσουν τη μία εικόνα, τη συνολική του κόσμου· τα πιο ταπεινά των όντων σέρνουν πίσω τους τη μυστική ιστορία της δημιουργίας, ο θάνατος είναι η συνέχεια τη ζωής, όχι η κατάργησή της, ο χρόνος, άυλη παρουσία, δεσμευτικός για τους θνητούς, περιττός για τους τεθνεώτες. Και η ποίηση να ψάχνει τις λέξεις να μιλήσει για όλα αυτά. Κάθε πρωί τελευταία/ προτού ξημερώσει/ έρχεται και με σκουντάει/ η μάνα μου με την κοιλιά στο στόμα// σήκω μου φωνάζει/ γρήγορα να με ξεγεννήσεις... Η δύναμη της ποιητικής πολυσημίας σε μια από τις καλύτερες στιγμές της.
- σύνδεση μυθολογίας, θρησκείας και ιστορίας
- γεφύρωση λογοτεχνίας και ζωής
- σχέση φύσης με άνθρωπο και αντιστρόφως
- δυνατότητες επιλογής – βούληση
- ανθρώπινες σχέσεις (έρωτας, μετανάστευση, χωρισμός)
- μνήμη
- πόνος, θάνατος.
- ήταν αταίριαστο με τ' άλλα έπιπλα
- διατάρασσε την τάξη
- πού ακούστηκε τραπέζι ανθισμένο
- τί θα 'λεγαν οι φίλοι μου
- κι άλλωστε μπορεί/ να καταλάβει όλον τον χώρο/ ή και το σπίτι να γκρεμίσει/ αν προχωρήσουνε οι ρίζες στα θεμέλια
- ήταν αταίριαστο με τ' άλλα έπιπλα
- διατάρασσε την τάξη
- πού ακούστηκε τραπέζι ανθισμένο
- τί θα 'λεγαν οι φίλοι μου
- κι άλλωστε μπορεί/ να καταλάβει όλον τον χώρο/ ή και το σπίτι να γκρεμίσει/ αν προχωρήσουνε οι ρίζες στα θεμέλια
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- JacobsJoseph, Ο Τζακ και ή φασολιά. Μετάφραση Αιμιλία Γιασεμή. Εικονογράφηση RbergNatascha, εκδόσεις Παπαδόπουλος 2016
- LewisCarroll, Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Μετάφραση: Κλαιρ Νεβέ, Εύη Σιούγγαρη. Εικονογράφηση: RebeccaDautremer. Διασκευή: SophieKoechlin, εκδόσεις Μεταίχμιο 2013
- Στάθης Κουτσούνης, Τρύγος αιμάτων, εκδ. Σμίλη 1991
- Ό.π., Παραλλαγές του μαύρου, εκδ. Δελφίνι, 1998
- Ό.π., Έντομα στην εντατική, εκδ. Μεταίχμιο, 2008
- Ό.π., Ή τρομοκρατία τής ομορφιάς, εκδ. Μεταίχμιο 2004
- Κινηματογραφική ταινία, «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι». Σεναριογράφοι:Tobe Hooper, L.M. Kit Carson. Σκηνοθεσία Μάρκους Νάισπελ. Ηθοποιοί: Τζέσικα Μπίελ, Τζόναθαν Τάκερ, Έρικα Λίρσεν, Έρικ Μπάλφουρ, Άντριου Μπουζάλσκι. Αίθουσες στην Αμερική 1986, στην Ελλάδα 2003.
-
βλ. Οδυσσέας Ελύτης, «Πρώτα-πρώτα η ποίηση», Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα, Ίκαρος.
-
βλ. Νίκος Καρούζος, «Δυσημερία του στήθους», Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971.
-
βλ. Οδυσσέας Ελύτης, «Ο κήπος με τις αυταπάτες», Εν λευκώ, Αθήνα, Ίκαρος.
Πυκνή λιτότητα. Έτσι μπορώ να ονομάσω την ποιητική έκφραση στη νέα συλλογή του Στάθη Κουτσούνη. Με τη γνωστή του σκευή από την ως τώρα ξεχωριστή πορεία της γραφής του, με μεταφορές, δυνατές εικόνες και αντιθέσεις, αλλά και με αντιστροφή ρόλων, ο Κουτσούνης αποδίδει παραστατικά μια ζοφερή πραγματικότητα, και τις απώλειες. Με την ανατροπή να συμβαίνει στην τελευταία στροφή ή και στον τελευταίο στίχο των ποιημάτων. Η πικρή ειρωνεία ή μάλλον ο σαρκασμός συνοδεύουν πολλά από τα ποιήματα της συλλογής. Ο φυσικός κόσμος και τα ζώα συντελούν στη δημιουργία της ατμόσφαιρας, όπου τα μικρά γίνονται κάποτε το κέντρο βάρους της στιγμής.
Βουνό
Κατάμονος μέσα στις απέραντες/ φυτείες του ύπνου/ με την πηχτή αδιαπέραστη σιωπή// ολόγυρα μιλιούνια οι κοιμισμένοι/ κανένας τους δεν σάλευε/ ώσπου κάποτε βλέπω τον επιστάτη/ να πλησιάζει δίχως πρόσωπο/ δεν θα μείνεις ποτέ πια άνεργος/ μου δηλώνει κοφτά/ και πετάει καταγής/ ένα μαύρο μαξιλάρι// τυχερέ/ ποτέ πια άνεργος/ είπε ξανά κι εξαφανίστηκε
Υπερρεαλιστική εικονογραφία
Είναι το 7ο ποιητικό βιβλίο του πνευματικού δημιουργού Στάθη Κουτσούνη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Του κανενός η χώρα, ανέφερε ο ίδιος, είναι η μήτρα και η επιστροφή. Είναι η γη ενός πολυμήχανου Οδυσσέα, που καταφέρνει να «ξεγελάσει» τον άνθρωπο – Πολύφημο, παρασύροντάς τον να πολιτογραφηθεί στη δική του χώρα, εκεί όπου επικρατούν «απέραντες φυτείες του ύπνου» και μια «πηχτή αδιαπέραστη σιωπή». Πέραν από «τους καθ’ ομολογίαν συμβολισμούς», ο πυρήνας της έμπνευσης και στιχοποιίας του είναι η υπερρεαλιστική θεώρηση των φαινομένων και των πραγμάτων. Με εμπνευσμένους στίχους ανατείνει την τυχαιότητα στον αστάθμητο παράγοντα της ζωής, που δρα άλλοτε ανοδικά και άλλοτε καταλυτικά στην περιπέτεια του ανθρώπου: «Νερά του ποταμού θολά/ κι από πουλί ούτ’ ένας ήχος/ όρνια μονάχα κρώζουνε/ τροχίζοντας τα ράμφη τους/ κι ο αέρας που χτενίζει τα μαλλιά/ και τον μαλώνει μουρμουρίζοντας/ απ’ την δική του όμως τη μεριά/ τίποτα δεν σκιρτά// στου κανενός τη χώρα/ ήδη τρεις μέρες ανεμίζει στο σχοινί». Η ποίησή του κυρώνει την εκτίμηση ότι ο ποιητής αποτελεί μια δραματική βίωση – παρουσία μέσα στον κοινωνικό χώρο και διαχρονικό λόγο. Έχει συναίσθηση της πραγματικότητας του δρώμενου βίου. Το ποιητικό του έργο είναι λογικά οργανωμένο με νοηματική αλληλουχία και «αυτόματο ψυχισμό». Ο Σ.Κ. εκφράζεται με έναν λιτό, σφιχτοδεμένο στίχο επιγραμματικά και συνακόλουθα συμπυκνωτικό, προσδίδοντας ταυτόχρονα έναν προσωπικό χαρακτήρα. Με συνείδηση που αγρυπνεί νυχτόημερα, καταθέτει τον πλούτο του ποιητικού στοχασμού του, και της πνευματικής του αυτάρκειας: «Δεν σε φοβάμαι/ κι ας σφυρίζεις κάθε πρωί/ φίδι μεσ' από τ’ αυτί μου/ λυπούμαι μόνο που ολοένα/ και λιγότερο πια σε ακούω// μονολογούσε η γυναίκα/ με το χιόνι στα μαλλιά/ και τα γαλάζια ποτάμια/ στα χέρια και τα πόδια».
Η συνομιλία του Στάθη Κουτσούνη με τη ματαιότητα
ΝΕΚΡΕΣ ΦΥΣΕΙΣ I
-
«Νεκρές φύσεις iii», σελ. 26.
Πώς μεταφράζεται ποιητικά το πάλεμα με θέματα υπαρξιακά; Ο έρωτας και ο θάνατος κατατρώγουν τον άνθρωπο. Η υφή τους οδηγεί μοιραία σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και προεκτάσεις. Είναι ματαιοδοξία να ζητάμε αχόρταγα τα πολλά, από τη στιγμή που αναπόφευκτα κάποτε θα περάσουμε στου κανενός τη χώρα. Μέσα από δυστοπικές εικόνες ο έμπειρος Κουτσούνης συνθέτει ένα εύγλωττο τοπίο ανυπαρξίας.
Η ιδέα του θανάτου, ένα φάσμα που διαπερνά όλα τα ποιήματα ήδη από τον τίτλο αφού η χώρα του ανώνυμου κανενός είναι ο ου τόπος του θανάτου, αποτελεί την προσωπική ποιητική διερεύνηση της ανθρώπινης μοίρας από την ποιητική φωνή. Τα ποιήματα κορυφώνονται δυναμικά, η θλίψη παρά την κυριαρχία της δε γίνεται στεγνό μοτίβο αλλά πηγάζει αβίαστα, η νοσταλγική ανάμνηση είναι διαπεραστική. Η ποιητική του πένθους οδηγεί στην ωριμότερη και καλύτερη ποιητική συλλογή του Κουτσούνη.
Ο Στάθης Κουτσούνης στου Κανενός τη χώρα
Το πιο αποτελεσματικό έργο για τον Iser είναι αυτό που εξαναγκάζει τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει εκ νέου και με κριτικό τρόπο τους συνηθισμένους κώδικες και τις προσδοκίες του. Και αυτό ακριβώς επιτυγχάνει η ποιητική συλλογή του Κουτσούνη. Ανακρίνει και μετασχηματίζει τις λανθάνουσες πεποιθήσεις του αναγνώστη και τελικά αποσταθεροποιεί παγιωμένες αντιλήψεις. Έτσι, η ανάγνωση οδηγεί σε μια βαθύτερη αυτοσυνειδησία, ενεργεί ως καταλύτης για τον σχηματισμό μιας περισσότερο κριτικής άποψης για την ταυτότητα και τον ρόλο του ατόμου στον κόσμο. Ο αναγνώστης καθώς διαβάζει τις συνθέσεις της συλλογής, διαβάζει τον εαυτό του.
Βλέπω το μέλλον που ονειρεύτηκα
στης αστραπής ν’ ανεβαίνει τη σέλα
Η αγωνία της διάσωσης: για την ποίηση του Στάθη Κουτσούνη
[1] Άννα Αφεντουλίδου, «Η αγωνία της γένεσης και η σαγήνη της σφαγής: με αφορμή τα Στιγμιότυπα του σώματος του Στάθη Κουτσούνη», Νέα Ευθύνη, τεύχ. 32, Ιανουάριος-Μάρτιος 2016, σελ. 124-128.
[2] Στάθης Κουτσούνης, Στου κανενός τη χώρα, Αθήνα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2020.
[3] Θυμίζω εδώ την πρωταρχικότητα, κατά τον Θαλή, του υγρού στοιχείου, αλλά και την ασταμάτητη ροή των πάντων του Ηράκλειτου, την αέναη κίνηση που προκύπτει από την συνεχόμενη και συνεχιζόμενη σύγκρουση στο αρχέγονο πυρ, την αναζήτηση ενός σταθερού σημείου αναφοράς του Παρμενίδη αλλά και την επιστροφή όλων στο πρωταρχικό αιώνιο και άχρονο στοιχείο, το άπειρον του Αναξίμανδρου κ.λπ. στοιχεία των Προσωκρατικών με εμφανείς επιδράσεις στην ποίηση του Κουτσούνη. Βλ. και Άννα Αφεντουλίδου, ό.π. σημ. 1.
[4] Στάθης Κουτσούνης, ό.π. σημ. 2, σ. 37.
[5] Από τούδε κ.εξ. όλοι οι αριθμοί σελίδων παραπέμπουν στην έκδοση της σημείωσης 2.
[6] Οπτική σταθερά επαναλαμβανόμενη αλλά όχι με την ίδια ένταση και σε προηγούμενα βιβλία του Κουτσούνη: Τρύγος αιμάτων, Εκδόσεις Σμίλη, 1991. Παραλλαγές του μαύρου, Εκδόσεις Δελφίνι, 1998. Η τρομοκρατία της ομορφιάς, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2004. Έντομα στην εντατική, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2008. Στιγμιότυπα του σώματος, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2014.
Η διπλή όψη της ύπαρξης
«Κι ευθύς ποντάρω απ’ την αρχή»
Στου κανενός τη χώρα τιτλοφορείται η τελευταία συλλογή του Στάθη Κουτσούνη.
Η συλλογή περιέχει τριάντα δύο ποιήματα και είναι η έβδομη ποιητική κατάθεση του ποιητή. Πρωταγωνιστής ο κανένας. Ο ποιητής στήνει τη σκηνική του δράση «στου κανενός τη χώρα».
Ποιος μπορεί να είναι ο κανένας; Μήπως κάποιος που έχασε τον εαυτό του, άδειος από πρόσωπο, δίχως υπαρξιακή ταυτότητα; Η μήπως κάποιος, που η περιπλάνησή του μέσα στον κόσμο των ζώντων και το συνεπακόλουθο βίωμα, τον αδειάζει σιγά-σιγά από περιττή ουσία αποδίδοντάς τον, αυτόν τον επίορκο του προπατορικού αμαρτήματος, αυτόν τον θνητό δίχως ταυτότητα, τον δίχως όνομα, αυτόν με το φθαρτό σώμα όπως των υπόλοιπων θνητών, δίχως ψευδαίσθηση, δίχως ελπίδα αθανασίας, τον αδειάζει εκεί, στην αμείλικτη σαρκοφάγο του χρόνου.
Κι ακόμη εξόριστος εδώ, περιπλανώμενος σε αυτήν του κανενός τη χώρα σε μια κίνηση ατελεύτητη, παλίνδρομη, ανάμεσα σε υποφερτό και ανυπόφορο, μέσα σε πράγματα που συμβαίνουν ερήμην μας και άλλα που επιβεβαιώνουν τα περιορισμένα όριά μας, ο Κουτσούνης, κινούμενος άλλοτε σε «νερά του ποταμού θολά» («Στο σχοινί», σελ.9), ανάμεσα σε «θάλασσα πηγμένη/ από τα δάκρυα των πνιγμένων» («Νεκρές φύσεις ii», σελ. 18) και αλλού ακίνητος, έγκλειστος, παγιδευμένος, που δεν παύει ωστόσο να ονειρεύεται, να «(…) ονειρεύεται τότε μιαν απόδραση/ βγαλμένη από ταινία/ μεσάνυχτα να σπάνε τα τζάμια της βιτρίνας/ στης αστραπής ν’ ανεβαίνει τη σέλα/ και στις φυτείες των απαλών του χρόνων/ να ξαναβρίσκει τη χαμένη του γενιά/ και με τον άνεμο παρέα ν’ αλητεύει» («Βαμβάκι στο κλουβί», σελ. 16), αλλά και μετέπειτα δρομέας, τρέχοντας και αυτός μαζί με όλους, όλους μας «που βιάζονται να φτάσουν/ ψελλίζοντας ανίδεοι/ νενικήκαμεν» («Πρωταθλητισμός», σελ. 11), διατρέχει έναν κόσμο ανάστατο, αποχωρισμένος, έκπτωτος και μόνος εξ αρχής, για να κερδίσει ως έπαθλο «το έπαθλο του τίποτα» («Θέατρο», σελ. 36).
Οι στίχοι τού ποιητή, όπως αποθησαυρίζονται στις «Νεκρές φύσεις I, ii, iii, iv», (σελ. 10, 18, 26, 34), στήνουν εικόνες που σαν σκλήθρες προβάλλουν από τη μνήμη του, και μας τρυπούν κατάσαρκα.
Στους στίχους της συλλογής, ζωντανά και άλλα υλικά σε αποσύνθεση, συμφύρονται σε ένα ασπρόμαυρο κολάζ, όπου απώλεια και φθορά, μνήμη και πραγματικότητα, χρόνος παρών και περασμένος χρόνος, συγκροτούν έναν χρόνο παίκτη, έναν χρόνο ειρωνικό, που εκθέτει και συντρίβει κάθε ασφάλεια, δόξα, βεβαιότητα. Η κυκλικότητα –το τέλος μου / η αρχή μου– είναι προφανής. Η σκέψη του ποιητή, Ηρακλειτική κατ’ εξοχήν, συλλαμβάνει την αλήθεια της στο σημείο όπου ζωή και θάνατος, αρχή και τέλος, ύψος και πτώση, φως και σκιά γίνονται ένα.
Αετός που κείτεται/ στου κυνηγού τα πόδια
&
Γεροντοκόρη στο παράθυρο/ ασπρόμαυρη φωτογραφία
&
Ροτόντα με δύο καρέκλες/ σ’ όποια και να καθίσω/ η άλλη μένει άδεια
&
Γέρος στο καρεκλάκι του μωρού/ Στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας/ που τον πάει αργά στην εξοχή
(«Νεκρές φύσεις i», σελ. 10)
Πιο κάτω διαβάζοντας τη συλλογή, ένα σκηνικό αντικείμενο που δεσπόζει στο χώρο της ποιητικής σύνθεσης αποσπά την προσοχή μας. Εκεί, σε ένα τραπέζι που ανθίζει, απλώνει ο ποιητής το υλικό του. Μέσα από ένα υπερρεαλιστικό παιχνίδι φαντασίας, εγκιβωτίζει τον χρόνο και γεωμετρεί τον εσωτερικό του χώρο, με ένα αντικείμενο παραδοσιακό σύμβολο της προγονικής εστίας. Ένα τραπέζι. Γιατί είναι πάντα η ποίηση που ακροβατεί ανάμεσα σε ύλη και ιδέα και επανα/νοηματοδοτεί το ορατό, δίνοντας μορφή στο αόρατο. Η φαντασία του ποιητή εισβάλλει σε ρόλο αβελτηρίας, για να στερεώσει το ά-μορφο, την πρόδηλη ανάγκη του υποκείμενου να βυθιστεί βαθιά πίσω στον χρόνο, να αντλήσει υγρασία, να ποτιστεί απ’ αυτόν, να ανθίσει. Ωστόσο η αίσθηση του αποσαρθρωμένου πατώματος, η αποκάλυψη μιας πιθανής ρωγμής, η δυνητική κατάρρευση ολόκληρου του οικοδομήματος, αν το τραπέζι τυχόν λάβει γιγάντιες διαστάσεις, μια ενδεχόμενη ασφυξία, ξυπνά ένα ισχυρό αίσθημα αυτοσυντήρησης. Κι εκεί ανάμεσα στα όρια λογικής διάθλασης και πλάνης, ο φόβος τού υπαγορεύει να ψάξει για πριόνι!
Ξάφνου του τραπεζιού τα πόδια/ έβγαλαν ρίζες και τρύπησαν το πάτωμα/ φτάνοντας γρήγορα στο χώμα/ κι οι γωνίες του κατόπιν πέταξαν βλαστούς/ που δεν άργησαν ν’ ανθίσουν// κοιτούσα έκπληκτος θαυμάζοντας/ –τώρα θα τρώω υπό σκιάν αστειευόμουν–/ μα έπειτα φοβήθηκα/ ήταν αταίριαστο με τ’ άλλα έπιπλα/ διατάρασσε την τάξη/ πού ακούστηκε τραπέζι ανθισμένο/ τι θα ’λεγαν οι φίλοι μου/ κι άλλωστε μπορεί/ να καταλάβει όλον τον χώρο/ ή και το σπίτι να γκρεμίσει/ αν προχωρήσουνε οι ρίζες στα θεμέλια/ κι έτσι φοβήθηκα ακόμα πιο πολύ/ τόσο πολύ που άρχισα/ να ψάχνω το πριόνι («Δέος», σελ. 14)
Η σχέση με τη μητέρα, στο ποίημα με τίτλο «Άχθος», παίρνει τη μορφή μιας σχέσης αμφίδρομης εξάρτησης και αγωνίας. Ένα αίτημα ελευθερίας της μητέρας προς τον γιό, να την ξεγεννήσει και να την λευτερώσει. Ο ομφάλιος λώρος πρέπει να κοπεί, μα ο ομφάλιος λώρος της μνήμης μένει πάντα εκεί, συνώνυμος μιας λύπης και ενός χρέους απ’ την πλευρά του ποιητή, που πρέπει να αποπληρωθεί. Μια υπόκωφη φωνή ενός καθήκοντος, μιας φροντίδας που πρέπει να εκπληρωθεί, ταράζει την ψυχή του:
Κάθε πρωί τελευταία/ προτού ξημερώσει/ έρχεται και με σκουντάει / η μάνα μου με την κοιλιά στο στόμα// σήκω μου φωνάζει/ γρήγορα να με ξεγεννήσεις/ μέρες σε κουβαλώ κι έχω βαρύνει/ απλώνεσαι ψηλά στον οισοφάγο/ μου φράζεις τον λαιμό/ η ανάσα μου δύσκολη κι εσύ/ δεν λες να βγεις// βιάσου δεν έχω καιρό/ γρήγορα να με ξεγεννήσεις/ να λευτερωθώ («Άχθος», σελ. 25)
Ο εαυτός θα βεβαιώσει την ύπαρξή του, μόνος σε πλήρη ετερότητα και όχι συγχωνευμένος με το μητρικό σώμα.
Οι γυναικείες μορφές, από την προπατορική Εύα, την απολογητική Κλυταιμνήστρα, την αγανακτισμένη πόρνη, μέχρι την ερωτική νύμφη των πηγών Αρέθουσα, σηματοδοτούν διαφορετικά πορτρέτα μιας επιθυμίας που εμφανίζεται πάντα ακυβέρνητη απέναντι σε αυτό που δεν μπορεί να ελέγξει. Το Άνοιγμα προς τον Άλλον, θα μείνει για πάντα ανοιχτό. Το παιχνίδι θα συνεχιστεί, γιατί είναι το μόνο που μπορεί να δώσει νόημα στην ύπαρξη.
Του προσώπου μου αίφνης οι μύες/ ανοίγουν και φως αναβλύζει/ μπροστά μου μια πράσινη θάλασσα/ στα δάχτυλά μου γυναίκες και στο μυαλό μου/ ανώτερα μαθηματικά/ όνειρα/ δάφνες/ λεφτά// καλοπιάνω την τύχη μου/ σκυλί που τα πόδια του αφέντη του γλείφει/ για να κερδίσει το κόκαλο μπλοφάρω/ μα η γκίνια ανένδοτη// τότε η θάλασσα γίνεται τσόχα λερωμένη/ κι οι γυναίκες ψυχρά τραπουλόχαρτα/ ο πόθος όμως άσος στο μανίκι μου/ σπρώχνω ανυποχώρητος/ την πέτρα στην κορυφή/ κι ευθύς ποντάρω απ’ την αρχή// ευτυχώς που πάλι θα χάσω («Παίζω άρα υπάρχω», σελ. 42)
Η απώλεια, η ήττα, η ματαίωση δεν σημαίνουν τέλος. Αντίθετα, είναι η ανατροφοδότηση μιας επιθυμίας που αν και εξ αρχής ναρκοθετημένη, εξακολουθεί να στήνει γέφυρες με το Αλλού του κόσμου αυτού.
Ο Κουτσούνης, ίσως στο πιο φιλοσοφικό απ’ όλα τα βιβλία του, γνωρίζει τα όρια, έχει την αίσθηση των διαστάσεων και της γεωμετρίας του οντολογικού χώρου, γνωρίζει βιωματικά πως η θάλασσα δεν είναι μόνο ήρεμη, απέραντη, γαλάζια αλλά και «τσόχα λερωμένη», γι’ αυτό και η ποίησή του δεν είναι ναρκισσιστική, αυτάρεσκη, αυτιστική.
Δεν σχεδιάζει κόσμους μέσα σε καθρέφτες. Η ποιητική του σύνθεση, δίχως γλωσσικούς ακκισμούς, καταφέρνει να συνοψίσει μέσα σε λίγους στίχους και να μας μεταδώσει με λιτότητα, πως μέχρι να κλείσει η αυλαία, το παιχνίδι της ζωής παίζεται με τους γνωστούς κανόνες και αξίζει πάντα να ποντάρει κανείς απ’ την αρχή, κι αν -ευτυχώς -ακόμη χάσει!
Το Σημείο Μηδέν στην ποίηση της ιστορίας
Ο τελευταίος, για την ώρα, ποιητικός κύκλος του Στάθη Κουτσούνη, μάχιμου εκπαιδευτικού με γερή φιλολογική σκευή, κυκλοφόρησε στην καρδιά της πανδημίας. Αυτό δεν υποχρεώνει τον αναγνώστη να συνδέσει το έργο με την αγωνία για επιβίωση, με τις εκατόμβες όχι ιερών σφαγίων –εδώ δεν επαναφέρουμε τις τελετές των αρχαίων Θαργηλίων–, άλλα ανθρώπινων ζωών. Όπου και να μας βρίσκει το κακό, δεν γνωρίζω αν «μένουμε σπίτι» ή «μένουμε Ευρώπη», ασφαλώς, όμως, μένουμε στην ποίηση.
GROUND ZERO
Ground zero. Στρατιωτικός όρος επινοημένος την 6η Αυγούστου 1945, όταν το EnolaGayέριξε στην Χιροσίμα την ατομική βόμβα με το χαϊδευτικό όνομα “LittleBoy”. Ήταν μια μικροκαμωμένη βόμβα σε σύγκριση με αυτήν που θα έπεφτε λίγες ημέρες αργότερα στο Ναγκασάκι, την “FatBoy”. Δύο πόλεις του Κανενός. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε περιπτώσεις αποτρόπαιων συμβάντων που ακολούθησαν, όπως της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, αλλά και σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας, λ.χ. της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου 1989. Αποτρόπαιο, ασφαλώς, συμβάν για τον Έριχ Χόνεκερ, Γενικό Γραμματέα της ΛΔΓ, που είχε δηλώσει ότι το τείχος θα υφίσταται για όσο διάστημα χρειάζεται, ακόμη και εκατό χρόνια.
Ground zero είναι ο τίτλος ποιητικούκύκλου του Γκέρχαρντ Φάλκνερ (GerhardFalkner, 1951), που γράφεται επί δέκα χρόνια, από το 1995 μέχρι το 2005. Η μητρόπολη του Φάλκνερ είναι το Βερολίνο. Ωστόσο, οι στίχοι του εξακοντίζονται χωροχρονικά στην ασύνορη γεωγραφία της ποίησης, από τον Όμηρο μέχρι τον Χάινε, από τη Γερμανία του 19ου αιώνα μέχρι την ανύψωση και πτώση του Τείχους, τον βαθμό μηδέν της γραφής και της ιστορίας. Σαν μια ποιητική τομή πριν από την επανεκκίνηση, ενώ η ιστορία παίρνει βαθειάν ανάσα. Η γραφή του Φάλκνερ είναι χωρίς όρια τολμηρή, με συντακτικές ακροβασίες θαυματουργές. Τοπίο διαχρονίας και ου τόπος επικοινωνίας:
Πού βρισκόμαστε; Ποιος είναι αυτός που μιλά; Τριάντα χρόνια πριν, τριάντα χρόνια μετά, στο μεταξύ που ορίζει ένα ποίημα και ο βαθμός μηδέν του λυρισμού.
Ωστόσο, είναι αδύνατον να μην ανακαλέσω το Niemandsrose,το Ρόδο του Κανενός, ή καλύτερα, όπως αποδόθηκε, Του Κανενός το Ρόδο. Τίτλος ποιητικού κύκλου του Πάουλ Τσέλαν (1963), όπου το ρόδο είναι ο ανθός και ο άνθρωπος, και Κανένας ο θεός που δεν πρέπει να ονομαστεί, δεν έχει όνομα, δεν υπόκειται σε χαρακτηρισμούς. Είναι σημαντικές οι σχετικές αναφορές του Χέλντερλιν, που ο Τσέλαν βρίσκει πρόσφορες στη δική του νοηματοδότηση. Πρόκειται, ίσως, για τον θεό που ακυρώθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που έχασε τη φωνή του, είτε ως κρυπτικός θεός (deusotiosus) είτε επειδή δεν υπάρχει. Σχετικά έχει γράψει ο Εβραίος φιλόσοφος Χάνς Γιόνας προσπαθώντας να εξηγήσει τη σιωπή του θεού. Μπορεί, επομένως, να ερμηνευθεί: Του Κανενός ή σιωπή.
Τράβηξαν σέ μάκρος αυτές οι εισαγωγές, άλλα μπορούν θαυμάσια να συσχετιστούν με έναν ομότιτλο ποιητικό κύκλο, όπως αυτόν του Στάθη Κουτσούνη. Η προσεκτική ανάγνωση του έργου ίσως δείξει μεγαλύτερη συγγένεια σέ επίπεδο μοτίβων. Παραθέτω το πρώτο ποίημα της συλλογής, με τον στίχο που δίνει τον τίτλο: